από τον βίο του πατρός Βασιλείου Κοντζικλή, του θαυματουργού
Στα γειτονικά βουνά του Πόντου ζούσε κάποιος άγιος ερημίτης που δεν διασώθηκε το όνομά του. Μια νύχτα του παρουσιάστηκε Άγγελος Κυρίου και του είπε: «Ήρθε ο καιρός να αναπαυθής από τους κόπους της ασκήσεώς σου. Ο Κύριος σε καλεί κοντά Του. Την Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ θα έρθεις στον Παράδεισο. Να προετοιμασθής και να κοινωνήσης των Αχράντων Μυστηρίων τρεις Κυριακές συνεχόμενες».
Ο ερημίτης, αφού βεβαιώθηκε ότι πράγματι είναι Άγγελος Κυρίου και όχι δαιμονική πλάνη, έκανε ό,τι του υπέδειξε ο Άγγελος και πήγε στον παπα-Βασίλη, τον εφημέριο του Τσατ. Του διηγήθηκε όσα συνέβησαν και ζήτησε την θεία Κοινωνία. Και πράγματι ο παπα-Βασίλης τον κοινώνησε. Ο ερημίτης είπε ότι θα ξανάρθει την επόμενη Κυριακή να κοινωνήση.
Ο παπα-Βασίλης θέλοντας να δοκιμάση την αγιότητα του ερημίτου, το βράδυ της Κυριακής που τον περίμενε κλείδωσε καλά τις πόρτες βάζοντας τις αμπάρες και άφησε ελεύθερα τα άγρια μαντρόσκυλά του. Μόλις νύχτωσε παρουσιάστηκε ο άγιος ασκητής και αμέσως ανοίχθηκαν μόνες τους μπροστά του οι αμπαρωμένες πόρτες. Τα δε σκυλιά ούτε γαύγισαν ούτε κουνήθηκαν από την θέση τους.
Ο παπα-Βασίλης, που τον περίμενε, τον ρώτησε πώς άνοιξαν οι πόρτες. «Για μας οι κλειδαριές δεν ισχύουν. Πάμε στην εκκλησία να με κοινωνήσης», είπε. Αφού τον κοινώνησε, τον ρώτησε: «Άγιε του Θεού, πες μας πού μένεις, για να έρθουμε να φροντίσουμε για την ταφή σου».
«Δεν χρειάζεται» του απαντά ο ασκητής. «Υπάρχουν τα λιοντάρια του Θεού, που θα έρθουν να μας σκάψουν τον τάφο».
«Τι τρώτε εσείς;» ρωτά ο παπα-Βασίλης.
«Μάννα εξ ουρανού μας στέλνει ο Θεός και μας τρέφει».
«Την άλλη Κυριακή που θά ’ρθεις, φέρε μας
και ένα κομμάτι σαν αντίδωρο, για να έχουμε και εμείς την ευλογία του
Θεού, καθώς και ένα από τα βιβλία που διαβάζετε, για να το έχω ενθύμιο
σ’ αυτόν τον ψεύτικο κόσμο».
Την άλλη Κυριακή ξανάρχεται ο άγιος ερημίτης. Τον κοινώνησε για τελευταία φορά ο παπα-Βασίλης και πριν αποχωριστούν του δίνει ο ερημίτης το κομμάτι της τροφής του λέγοντας: «Πάρε αυτό το μάννα. Να φας ένα κομμάτι και το άλλο να το βάλης στο αμπάρι των γεννημάτων του σπιτιού σου, να έχη την ευλογία του Θεού, να είναι πάντα γεμάτο αγαθά και να μην λείψη ποτέ το ψωμί από το σπίτι σου».
Ύστερα βγάζει από τον κόρφο του ένα βιβλίο δερματόδετο και δίνοντάς το στον παπα-Βασίλη του λέει: «Πάρε αυτό το βιβλίο και όσους θα δένεις να είναι δεμένοι και όσους θα λύνεις να είναι λυμένοι». [υποσημείωση: Πρόκειται για το Ευχολόγιο της Εκκλησίας στην καραμανλίδικη γραφή (δηλ. τούρκικη γλώσσα με ελληνικά στοιχεία), που σώζεται μέχρι σήμερα ως κειμήλιο]. Μαζί με αυτό ο ερημίτης του έδωσε την ευχή του και τρόπον τινά τον έκανε κληρονόμο των χαρισμάτων που του είχε δώσει ο Θεός, και από τότε δεν ξαναφάνηκε.
Σημείωση:
Ο άγιος
ιερέας Βασίλειος Κοντζικλής έζησε στο τουρκόφωνο ελληνικό χωριό Τασλίκ,
πέρα από τον Άλυ ποταμό, στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας τον 19ο
αιώνα. Ήταν ένας έγγαμος και πολύτεκνος ιερέας, πολύ πιστός, πριν γίνη
ιερέας έζησε για ένα διάστημα μαζί με ασκητές που υπήρχαν στα μέρη του,
από τους οποίους έμαθε να νηστεύη αυστηρά και να προσεύχεται πολύ. Ο
παπα-Βασίλης είχε φόβο Θεού, ευλάβεια, πίστη μεγάλη και προσήλωση
(αφοσίωση) στα ιερατικά του καθήκοντα… Χρήματα δεν δεχόταν για τις
θεραπείες που έκανε. Παρέμενε φτωχός και αφιλάργυρος. Συνέπασχε με τους
πάσχοντες και πολλές φορές έκλαιγε για τους δυστυχισμένους ανθρώπους. Ο
ίδιος υπέφερε από μία πληγή στο πόδι του, την οποία φρόντιζε η νύφη του
Δέσποινα. Εξ αιτίας της πληγής του ελαφρώς κούτσαινε, γι’ αυτό τον
αποκαλούσαν μερικοί στα τούρκικα Τοπάλ-Κείς (κουτσο-παπάς). Έλαβε από
τον Θεό το προορατικό και το χάρισμα να θεραπεύη τους ασθενείς και είχε
τελέσει αμέτρητες θεραπείες, τόσο σε χριστιανούς όσο και σε
μουσουλμάνους. Αυτό όμως έγινε αιτία να τον φθονήσουν μερικοί, τον
διέβαλαν στον Μητροπολίτη Καισαρείας κατηγορώντας τον κι αυτός πίστεψε
τις συκοφαντίες και τιμώρησε με αργία τον παπα-Βασίλη.Έπαυσε πλέον να
λειτουργή και να διαβάζη ευχές σε αρρώστους. Η Εκκλησία του χωριού τους,
ο ναός του αγίου Γεωργίου έμενε αλειτούργητη. Η αργία λύθηκε με
θαυματουργικό τρόπο .Εκοιμήθη γύρω στο 1900 και ετάφη εκεί στο χωριό που
εφημέρευε, στο Τασλίκ της Καππαδοκίας.
Σώζεται ένας κρεμαστός ασημένιος σταυρός που φορούσε, με το όνομά του και τη χρονολογία 1830, καθώς και το Ευχολόγιο (λειτουργικό βιβλίο) σε καραμανλίδικη γραφή, δώρο του εν λόγω αγίου ασκητή, που ο π. Βασίλειος το χρησιμοποιούσε όταν προσευχόταν για τη θεραπεία κάποιου.
Αιωνία του η μνήμη. Την ευχή του να έχουμε και οι πρεσβείες του να βοηθήσουν να λειτουργηθή και πάλι ο ναός του αγίου Γεωργίου στο Τασλίκ, που τώρα είναι τζαμί. Αμήν.
Απο το βιβλίο Ασκητές μέσα στον κόσμο – A΄,1η διήγηση , Ησυχαστήριο «Άγ. Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωση Χαλκιδικής 2008, σελ. 23-24.
Στα γεροντικά της ερήμου διασώζεται μια πανάρχαια μοναστική συνήθεια.
“Την
Κυριακή της Τυρινής προ της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού οι
μοναχοί κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν και ασπάζονταν
μεταξύ τους, και έπειτα ελάμβαναν ο καθένας τους μερικές τροφές και
έφευγαν στην έρημο πέραν του Ιορδάνου, για να αγωνισθούν κατά την
περίοδο της Τεσσαρακοστής τον αγώνα της ασκήσεως. Επέστρεφαν δε στο
μοναστήρι την Κυριακή των Βαΐων, για να εορτάσουν τα Πάθη, τον Σταυρό
και την Ανάσταση του Χριστού. Είχαν ως κανόνα να μην συναντά κανείς τον
άλλο αδελφό στην έρημο και να μην τον ερωτά, όταν επέστρεφαν, για το
είδος της ασκήσεως που έκανε την περίοδο αυτή…”
Αυτήν την πραγματικά
συγκινητική στιγμή της σύναξης των ασκητών στην μονή της μετανοίας τους,
ιστορεί το εξαίσιο στιχηρό ιδιόμελο της ημέρας.
Ήχος πλ. β’
Σήμερον
η χάρις του αγίου Πνεύματος, ημάς συνήγαγε, και πάντες αίροντες, τον
Σταυρόν σου λέγομεν, Ευλογημένος ο ερχόμενος, εν ονόματι Κυρίου, Ωσαννά
εν τοις υψίστοις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου