«Στην Κατοχή είχαμε μεγάλη έλλειψη απ’ όλα, αλλά πιο πολύ από το ψωμί. Ο πατέρας μου με τη μεγαλύτερη αδερφή μου ξεκίνησαν να πάνε στο Ξηρόμερο να θερίσουν, για να πάρουν μεροκάματο.
Με πήραν κι εμένα μαζί. Ήμουν 8-9 χρόνων. Πήγαμε στου Τρύφου· ήταν μακριά, λίγο ακόμα θα φτάναμε στην Αμφιλοχία. Βέβαια εγώ δεν μπορούσα να θερίσω, ήμουν μικρή.
Ήταν κι άλλα παιδιά σαν εμένα με τους δικούς τους. Τους έδιναν ψωμί για να φάνε οι θεριστάδες, οι δικοί μας το έφερναν μαζί τους και το μοιράζονταν μ’ εμάς. Είχαμε μαζί μας κουρελούδες για να κοιμόμαστε.
»Μου λέει ο πατέρας μου: “Να έρχεσαι πίσω και να μαζεύεις τα στάχυα που έχουν πέσει”. Πήγαινα εγώ και τα μάζευα. Τα έκανα μπουκετάκια και τα έδενα με τους μίσχους του σιταριού. Μάζεψα πολλά. Μου λέει το βράδυ ο πατέρας μου να τα απλώσω στις κουρελούδες και με μια πέτρα κάπως στρογγυλή να τα χτυπάω, να βγουν τα κλωνιά από τα άγανα.
Αυτό έκανα. Δεν σταμάτησα καθόλου, παρόλο που μπαίνανε τα άγανα στα χέρια μου και με πλήγωναν. Τα ανέμιζα με τα χέρια, μάζευα το σιτάρι και το έβαζα σ’ ένα τσουβάλι υφαντό που είχαμε μαζί μας. Μέχρι το βράδυ που ήρθαν ο πατέρας και η αδερφή μου, το είχα γεμίσει μέχρι επάνω. Τα τσουβάλια αυτά έπαιρναν 45-50 οκάδες (γύρω στα 60 κιλά).
»O πατέρας μου, όταν είδε σε τι χάλια ήταν το χέρι μου, με μάλωσε, μου είπε πως έπρεπε να σταματήσω. Δεν με πείραζε όμως· το καμάρωνα γιατί ήταν ένα σιτάρι ωραίο, σκούρο μελαχρινό. Τη ράτσα αυτή τη λένε γκρινιά, είχαμε και στη Λευκάδα τέτοιο. Τις επόμενες δύο μέρες, με τον ίδιο τρόπο, γέμισα και το άλλο τσουβάλι.
«Τελείωσε ο θερισμός, φορτώσαμε τα δύο τσουβάλια με το δικό μου σιτάρι στο γάιδαρο μας και πήγαμε στην Κορπή, εκεί που βγαίνει το νερό, είχε νερόμυλο. Ήπιαμε νερό που ήταν πολύ ωραίο. Το έβαζες στο ποτήρι και ήταν σαν να είχε σόδα μέσα. Αλέσαμε το σιτάρι και ξεκινήσαμε για τη Λευκάδα.
Όταν φτάσαμε στο χωριό, αμέσως αναπιάσαμε το προζύμι να ζυμώσουμε το πρωί. Το κοσκινίσαμε και τα πίτουρα ήτανε πολύ λίγα, γιατί ο νερόμυλος είναι πιο δυνατός και αλέθει καλύτερα το σιτάρι, ενώ στη Λευκάδα είχαμε μόνο ανεμόμυλους, που δεν ήταν τόσο δυνατοί.
«Μιλούσαμε όλα τ’ αδέρφια μαζί, τέσσερα ήμασταν, και λέγαμε όλο για το ψωμί. Λέγαμε πως, όταν το ψήσουμε, θα πάρουμε από ένα καρβέλι ο καθένας δικό του και θα φάμε όσο θέλαμε. Το ζυμώσαμε με την αδερφή μου κι έγινε ένα ζυμάρι λαστιχωτό, ωραίο.
Δεν μπορούσες να το κόψεις για να το πλάσεις. Το ψήσαμε με χίλια βάσανα (γιατί δεν είχαμε δικό μας φούρνο στο σπίτι) και έγινε ένα ψωμί φουσκωτό, νόστιμο, το χορτάσαμε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου