Στήν Κωνσταντινούπολη, ὅταν πάρει κανείς τήν ἀρχαία «Μέση Ὁδό», ἀφήνει πίσω του τήν Ἁγία Σοφία, τή βασιλική τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, πού ὑπῆρξε τό κέντρο ἑνός θαυμάσιου, ἀλλά κλειστοῦ, χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ• καί καταλήγει φτάνοντας, στά προάστια, στή μικρή ἐκκλησία τῆς Χώρας.
Σ’ ἕνα εὐρύχωρο πλαϊνό παρεκκλήσι, τό ὕστερο Βυζάντιο πού βάδιζε πρός τό θάνατο, ἔγραψε γιά μᾶς τό μήνυμά του: στήν τοιχογραφία τῆς ἁψίδας, ὁ Χριστός κατεβαίνει στόν Ἅδη γιά νά τόν συντρίψει• εἶναι λαμπροφορεμένος, ἀλλά δέν βρίσκεται πιά ἐπί τοῦ ὄρους τῆς Μεταμορφώσεως, εἶναι στόν ἴδιο τό βυθό τῆς ἀγωνίας καί τῆς σκοτεινῆς ἀσφυξίας. Τό ἕνα του πόδι, μέ μία ἀπίστευτη βία, θραύει τά «κλεῖθρα τοῦ κόσμου τούτου». Τό ἄλλο πόδι, σέ μία κίνηση χοροῦ, σάν σέ κολύμπι, ἀρχίζει τήν ἄνοδο, ὅπως ὁ βουτηχτής πού, ἀφοῦ ἄγγιξε τό βυθό, τόν «χτυπᾶ» γιά ν’ ἀνέβει ξανά στόν ἀέρα καί τό φῶς.
Ἀλλά ὁ ἀέρας καί τό φῶς εἶναι Ἐκεῖνος: «σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσει ἐν τῷ παραδείςῳ» μπόρεσε νά πεῖ, τήν ὥρα τῆς σταυρώσεως, στό ληστή πού ξεψυχοῦσε δίπλα του.
Ὁ ἀέρας καί τό φῶς εἶναι ἡ ἀκτινοβολία τοῦ προσώπου του πού ἀστράφτει ἀπό τό Πνεῦμα.
Καί νά ἡ ἀπελευθερωτική χειρονομία: κάθε χέρι τοῦ Χριστοῦ πιάνει ἀπό τόν καρπό τοῦ χεριοῦ (καί ὄχι ἀπό τήν παλάμη, ἡ σωτηρία εἶναι προπάντων ἕνα δῶρο καί ὄχι μία διαπραγμάτευση) τόν Ἄνδρα καί τή Γυναίκα, καί τούς πετᾶ ἔξω ἀπ’ τά μνήματά τους. Κανένα καθρέφτισμα: κάθε πρόσωπο εἶναι ἄπειρο καί σ’ αὐτή τήν τέχνη τά σώματα δέν ρίχνουν σκιά. Καμιά μετενσάρκωση: κάθε πρόσωπο εἶναι μοναδικό. Καμιά σύγχυση: κάθε πρόσωπο εἶναι ἕνα μυστικό.
Κανένας χωρισμός: ὅλα τά πρόσωπα εἶναι φλόγες τῆς ἴδιας Φωτιᾶς. Καί ὁ σκοπός δέν εἶναι ἡ ἀθανασία τῶν ψυχῶν· ἀθάνατες, εἶναι ἤδη καί στόν Ἅδη, σ’ αὐτόν τόν ἀθάνατο θάνατο πού συνιστᾶ ἡ ἀγωνία: κάθε πρόσωπο εἶναι ἐκ τῆς γῆς, ἀλλ’ αὐτή ἡ γῆ εἶναι καμωμένη ἀπ’ τόν οὐρανό.
Ολιβιέ κλεμάν, ζώ εν χριστώ σημαίνει ζω πέραν του θανάτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου