Η συνέχεια απο εδω
Ἐλευθεροτέκτονες
Πατριάρχες καί θεολόγοι ἐμβληματικοί τῆς μασονικῆς ὑπονομεύσεως
Πρόσφατη ἔρευνα ἐνδεικνύει ὅτι κάποια
πολύ σημαντικά πρόσωπα στίς ἑλληνόφωνες Ἐκκλησίες, δηλ. στά Πατριαρχεῖα τῆς Ἐγγύς
Ἀνατολῆς καί τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἐξ ἴσου Ἱεράρχες καί θεολόγοι, ὑπῆρξαν
στήν πραγματικότητα κεκαλυμμένοι Ἐλευθεροτέκτονες. Ἐδῶ ἀποκαλύπτουμε γιά πρώτη
φορά κάποιες περισσότερες πληροφορίες, ἰδιαζόντως σημαντικές, κατά τήν ταπεινή ἄποψη
τοῦ γράφοντος:
l Πατριάρχης Ἰωακείμ Γ΄ τῆς
Κωνσταντινουπόλεως (1878-1884 καί 1901-1912)· ἀναφέρεται ὡς Μασόνος σέ
διάφορες μασονικές πηγές· ἐπί παραδείγματι στόν ἐπίσημο ἱστοχῶρο τῆς Μεγάλης
Στοᾶς τῆς Ἑλλάδος[15], στό (δίτομο) ἔργο τοῦ Μιχάλη Φυσεντζίδη Ἐπιφανεῖς καί Διάσημοι Ἕλληνες Ἐλευθεροτέκτονες[16] καί
ἐπίσης στήν Ἐγκυκλοπαιδεία τῆς Ἐλευθέρας
Τεκτονικῆς τοῦ Νέστορος Λάσκαρι (1951), ἐπανεκδοθεῖσα ὡς Τό Μαῦρο Λεξικό τῆς Ἑλληνικῆς Μασονίας ἀπό
τόν πρώην Ἐλευθεροτέκτονα καί ἀργότερα ἀντι-Μασόνο συγγραφέα καί δημοσιογράφο,
κυρό Βασίλη Λαμπρόπουλο[17]. Αὐτά πού θεωρῶ ἀδιαμφισβήτητα ἀποδεικτικά
στοιχεῖα στή συνάφεια αὐτή, ὅμως, εἶναι κατά πρῶτον μία πολύ μικρή ἀναφορά στήν
ἰδιότητα μέλους τοῦ Ἰωακείμ Γ΄ στή Στοά «Πρόοδος»,
σημειωμένη ἀνάμεσα σέ προσωπικά στοιχεῖα ἡμερολογίου τοῦ πασιγνώστου Ἕλληνος
μαθηματικοῦ Κωνσταντίνου Καραθεοδωρῆ (ὁ Φυσεντζίδης συμφωνεῖ ὡς πρός τήν
συμμετοχή τοῦ Ἰωακείμ στήν ἴδια αὐτή Στοά[18]). Ὁ Καραθεοδωρῆ (1873-1950) πιστεύεται ἀπό
πολλούς ὅτι ὑπῆρξε ὁ διδάσκαλος τοῦ Ἀλβέρτου Ἀινστάιν. Τό ἡμερολόγιό του
δημοσιεύθηκε ὡς παράρτημα ἐντός μιᾶς μονογραφίας γραμμένης ἀπό τήν Μαρία
Γεωργιάδου[19].
Ὁ τηρῶν τό ἡμερολόγιο, ὁ Καραθεοδωρῆ, πιθανῶς ἐπίσης Μασόνος ὁ ἴδιος, ἐφόσον
γνώριζε τήν ἔνταξη συν-Μασόνων του σέ συγκεκριμένες Στοές, μαρτυρεῖ μέσῳ τοῦ ἡμερολογίου
αὐτοῦ, περί τῆς μασονικῆς ἰδιότητος - μεταξύ ἄλλων – τοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ Γ΄,
ἐπίσης τοῦ Καθηγητοῦ τῆς Θεολογίας Δημητρίου Μπαλάνου (βλ. κατωτέρω) καί τοῦ ἐπιφανοῦς
Ἕλληνος πολιτικοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου. Αὐτό πού θεωρῶ σημαντικό στίς ἡμερολογιακές
αὐτές σημειώσεις, δημοσιοποιημένες περίπου 60 ἔτη μετά τόν θάνατο τοῦ
Καραθεοδωρῆ, εἶναι ὅτι δέν θά μποροῦσαν νά εἶναι τμῆμα μιᾶς σχεδιασμένης,
παραπλανητικῆς γραμμῆς τῆς μασονικῆς προπαγάνδας. Εἶναι ἐμπιστευτικές
σημειώσεις γιά προσωπική χρήση καί, συνεπῶς, οὐσιώδεις ἀποδείξεις γιά τό ἐν λόγῳ
θέμα. Θά μποροῦσε κάποιος ἐπίσης νά σημειώσει τό γεγονός ὅτι ὁ Καραθεοδωρῆ ἦταν
ἐκεῖνος πού προσφώνησε καί ἐξύψωσε τόν Πατριάρχη Ἰωακείμ Γ΄ μέ μία ἐπαινετική ὁμιλία
ἐπί τῇ δευτέρᾳ ἐνθρονίσει του στίς 11 Ἰουνίου 1901[20].
Τό δεύτερο σημαντικότερο ἀποδεικτικό
στοιχεῖο εἶναι μία μασονική ἐπιγραφή σέ κοινή θέα τῶν Ἑλλήνων τῆς
Κωνσταντινουπόλεως γιά τά τελευταῖα 130 χρόνια. Εἶναι τά μασονικά «Τρίγωνο καί Διαβήτης», ἀνάγλυφα σέ ἕνα ἀπό
τά θωράκια τοῦ Πύργου τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς στήν Κωνσταντινούπολη. Τό
μασονικό σύμβολο διακοσμεῖ τό ὄνομα τοῦ ἀρχιτέκτονος πού ἔκτισε τήν Μεγάλη τοῦ
Γένους Σχολή, τοῦ Κωνσταντίνου Δημάδη, καί τήν ἔνδειξη 1881 (ἡ Σχολή τελείωσε
τό 1882). Ἡ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, ἄλλωστε, ἀνοικοδομήθηκε μέ ἀπόφαση τοῦ
Πατριάρχου Ἰωακείμ Γ΄ καί ὑπό τήν αἰγίδα Του[21]. Ἀποκλείεται τό ὅτι ἡ ἐπιγραφή
αὐτή θά μποροῦσε ποτέ νά ἔχει διαφύγει τῆς προσοχῆς τοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ Γ΄
μέχρι τόν θάνατό του, 28 ἔτη ἀργότερα[22]. Δεδομένου ὅτι Αὐτός ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς
πατριάρχες μέ τήν μεγαλύτερη ἐπιρροή στούς τελευταίους αἰῶνες καί θά μποροῦσε
μέ μία μικρή χειρονομία νά διατάξει νά ἀφαιρεθεῖ ἡ ἐπιγραφή, δέν εἶναι παρά
μόνον εὔλογο νά ὑποθέσουμε ὅτι ἐξεδήλωσε τήν ρητή ἤ σιωπηρή συγκατάθεσή του γι΄
αὐτήν.
Ἡ δευτέρα θητεία τοῦ Ἰωακείμ
(1901-1912) χάραξε μιά καθώς φαίνεται ἀνεξίτηλη γραμμή μεταξύ τοῦ παρελθόντος
καί τοῦ μέλλοντος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὅσον ἀφορᾷ στόν Οἰκουμενισμό. Ἡ
οἰκουμενιστική προσέγγιση τοῦ Ἰωακείμ στή διαίρεση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπαινέθηκε
ἀπό τούς συγχρόνους του· σύμφωνα μέ τήν νεκρολογία τῆς Φιγκαρό ἐπί τῷ θανάτῳ τοῦ Πατριάρχου «“ἡ μεγαλύτερη ἔγνοια του ἦταν μιά κατά τό δυνατόν στενότερη προσέγγιση
μεταξύ τῶν τριῶν μεγάλων κλάδων τῆς Χριστιανοσύνης, δηλαδή τῶν Ὀρθοδόξων, τῶν
Καθολικῶν καί τῶν Διαμαρτυρομένων. Ἐν ὀλίγοις, ἤδη ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς
δεύτερης πατριαρχείας του ἀνέλαβε τόν ρόλο τοῦ γενικοῦ εἰρηνοποιοῦ μεταξύ τῶν
χριστιανικῶν δογμάτων, βασίζοντας τίς ἐλπίδες του στήν ἐπιταγή Ἐκείνου πού εἶπε,
“ὅσοι πιστεύουν σ΄ ἐμένα πρέπει νά ἀγαπῶνται σάν ἀδελφοί”»[23]. Ἀπό τήν δευτέρα ἐνθρόνισή του τό 1901,
ποτέ πλέον ὁ Ἐλευθεροτεκτονισμός ἤ κάποια ἄλλη μυστική ἑταιρεία δέν ἔχουν
καταδικασθεῖ ἀπό τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, οὔτε κάποια ἀπό τίς αἱρετικές
χριστιανικές ὁμολογίες, σέ ἀντίθεση πρός προηγούμενες ἀποφάσεις, ἐκδεδομένες ἀπό
κοινοῦ ἀπό τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς[24].
Ἡ μεγίστη συμβολή του στήν Οἰκουμενική
Κίνηση καί τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὑπῆρξε ἡ περίφημη Ἐγκύκλιός του τοῦ
1902, πού ἀναγνωρίζεται ὡς ἡ ἀφετηρία τους[25] · ἐκεῖ ὁ Πατριάρχης Ἰωακείμ καθαρῶς ἀπέδωσε ἐκκλησιαστικότητα
ἐξ ἴσου στόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό, ὀνομάζοντάς τους «ἐκκλησίες» καί «ἀναδενδράδες» τοῦ Χριστιανισμοῦ, ταυτοχρόνως ἀποφεύγοντας πολύ
κεκαλυμμένως νά προσδιορίσει τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ὡς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική
καί Ἀποστολική. Ἀντί τούτου καί ἀντιθέτως πρός τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία[26],
τοποθετεῖ περαιτέρω στό μέλλον τήν πραγμάτωση τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, ὅτι θά ὑπάρξει
«μία ποίμνη καί εἷς Ποιμήν» (Ἰω. 10, 16), ὅταν ὅλες οἱ χριστιανικές ὁμολογίες
θά ἑνωθοῦν πρός ἄλληλες. Μέ τά ἴδια τά λόγια του: «Ἀκόμη, εἶναι θεοφιλές καί σύμφωνο μέ τό Εὐαγγέλιο τό νά ἀναζητήσουμε
τίς ἀπόψεις τῶν ἁγιωτάτων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν γιά τίς τωρινές καί μελλοντικές
σχέσεις μας μέ τίς δύο μεγάλες ἀναδενδράδες τοῦ Χριστιανισμοῦ, δηλαδή τήν
δυτική Ἐκκλησία καί ἐκείνη τῶν Διαμαρτυρομένων [...] ἡ ἁγία Ἐκκλησία, ἐννοοῦμε,
εἶναι μία στήν πραγματικότητα [εὑρισκόμενη] σέ ταυτότητα Πίστεως καί ὁμοιότητα ἠθῶν
καί ἐθίμων, σύμφωνα μέ τίς ἀποφάσεις τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί μία ὀφείλει
νά εἶναι, ἀλλά ὄχι πολλές πού νά διαφέρουν μεταξύ τους καί στά δόγματα καί
στούς θεμελιώδεις θεσμούς τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακυβερνήσεως [...] νά βροῦμε τά
σημεῖα συναντήσεως καί ἐπαφῆς ἤ καί ἀμοιβαίων θεμιτῶν παραβλέψεων, μέχρι τήν ὁλοκλήρωση
τοῦ συνολικοῦ ἔργου μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, μέ τήν ὁποία [ὁλοκλήρωση] θά ἐκπληρωθεῖ
ὁ λόγος τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά μία ποίμνη καί ἕνα
ποιμένα, μέ ἀποτέλεσμα τήν κοινή εὐφορσύνη καί ὠφέλεια»[27].
Ὁ Πατριάρχης Ἰωακείμ Γ΄ὑπῆρξε
παρομοίως ἕνας καινοτόμος μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια, καθώς σκόπευε νά ἀλλοιώσει
παλαιά καί βεβαιωμένα ἐκκλησιαστικά ἔθη· παρά τήν παραμονή του στό Ἅγιον Ὄρος
(1889-1901), τήν ὁποία οἱ θαυμαστές του τείνουν νά διαζωγραφοῦν ὡς ἀνάλογη μέ
τούς ἀσκητικούς ἀγῶνες τῶν ἁγίων Πατέρων[28], «ἐπιπλέον,
πρότεινε τά ἀκόλουθα: νά ἐλαφρυνθοῦν οἱ νηστεῖες καί νά ἐπιτρέπεται ἡ ἀνάλωση αὐγῶν
καί γάλακτος· νά περιοριστοῦν χρονικά οἱ ἀκολουθίες· νά ἀλλάξει ἡ ἐνδυμασία τῶν
κληρικῶν· νά υἱοθετηθεῖ τό Γρηγοριανό ἡμερολόγιο· νά περιοριστοῦν τά κωλύματα
τοῦ γάμου»[29].
Φαίνεται ὅτι καί ἡ ἐν γένει διαγωγή
του, ὅπως ἐπίσης ἡ σκανδαλώδης, κακοήθης καί αὐταρχική συμπεριφορά τῶν ἀκολούθων
καί συνεργατῶν του, τοῦ ἐξασφάλισαν τήν φήμη τοῦ Μασόνου μεταξύ τῶν ἐχθρῶν του,
ὅπως προκύπτει ἀπό μία σχετική διήγηση[30].
l Πατριάρχης Μελέτιος Δ΄ (Μεταξάκης), Μητροπολίτης
Κιτίου τῆς Κύπρου (1910-1918)· Μητροπολίτης Ἀθηνῶν (1918-1920)· Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως (1921-1923) καί Ἀλεξανδρείας (1926-1935).
Ἡ περίπτωση τοῦ Μελετίου ἀποτελεῖ ἐξαιρέτως
τήν πλέον χαρακτηριστική τῆς ἀμέσου διασυνδέσεως τοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ καί τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ στά ἀρχικά του στάδια, καί ὅλων τῶν διασυνδέσεών της σέ διάφορα
πεδία, ἰδιαιτέρως στήν πολιτική.
Ἡ φήμη τοῦ Πατριάρχου Μελετίου ὡς
Μασόνου μέ ἐπιρροή ἐκυκλοφορεῖτο ἐνῶ ἀκόμη αὐτός ζοῦσε. Τό Λεξικό τῶν Ἐλευθεροτεκτόνων τῶν Αὐστριακῶν Ἐλευθεροτεκτόνων Εὐγενίου
Λένχοφ καί Ὄσκαρ Πόζνερ, ἤδη στήν ἀρχική ἔκδοσή του τοῦ 1932 ἀναφέρεται στόν
Μελέτιο ὡς σέ μία ἐμβληματική μορφή μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Κληρικῶν Ἐλευθεροτεκτόνων[31]. Εὑρίσκω
σημαντικό ὅτι ἡ πληροφορία αὐτή δημοσιοποιήθηκε ἐνῷ ὁ Μελέτιος Μεταξάκης ἦταν ἀκόμη
ἐν ζωῇ καί μάλιστα ὄχι πολύ ἡλικιωμένος (γ. 1871 – θ. 1935). Περαιτέρω, σέ μία νεκρολογία πού γράφτηκε τό 1967 ἀπό
τόν φίλο του καί συν-Μασόνο Ἀλέξανδρο Ζερβουδάκη καί δημοσιεύθηκε στό ἐπίσημο
περιοδικό τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ, ὁ Μελέτιος ἐπαινεῖται, ἐπειδή «... δέχθηκε καὶ τὸ τεκτ.·. [=τεκτονικό] φῶς
κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1909. Παραμένει στὴν Πόλη ἕνα χρόνο ἀκόμη καὶ μελετᾷ μὲ
πάθος τὴν τεκτ.·. διδασκαλία, ποὺ τοῦ ἐπέτρεψε νὰ χαράξῃ μὲ πραγματικὰ τεκτ.·.
τρόπο, ὅλες του τὶς πράξεις καὶ τὰ λόγια, ὅπως εἴδαμε κατὰ τὴ σύντομη ἐξιστόρηση
τῆς δράσης του. Σὲ κάθε περίπτωση, ἡ δικαιοσύνη καὶ οἱ πραγματικὲς τεκτ.·. ἀρετές,
θἄλεγε κανείς, φυσικὰ καὶ αὐθόρμητα τὸν ὡδηγοῦσαν τί νά πῇ καὶ πῶς νὰ ἐνεργήσῃ.
Τρανὸ παράδειγμα τῆς ἐπίδρασης ποὺ ἔχει ὁ Τεκτ.·. [=Τεκτονισμός] στὴ διαμόρφωση
τοῦ χαρακτῆρα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν αὐτὸς ψυχικὰ εἶναι προετοιμασμένος νὰ δεχθῇ τὰ
διδάγματά του, ὅταν δηλ. εἶναι γεννημένος τέκτων, ὅπως ἦταν ὁ Μελέτιος. Ὁ ἀδ.·.
[=ἀδελφός] Μελέτιος, μετὰ τὴ μύησή του παρακολουθοῦσε τὶς ἐργασίες καὶ τὴ δράση
τοῦ Τεκτ.·. παντοῦ ὅπου βρέθηκε στὴν πολυτάραχη ζωή του, καὶ οἱ περιστάσεις καὶ
τὸ περιβάλλον τοῦ τὸ ἐπέτρεπαν»[32]. Ὁ ὁσιακῆς
βιοτῆς Γέρων Φιλόθεος Ζερβᾶκος τῆς Πάρου, στήν πάροδο τῶν ἐτῶν ἐπανειλημμένως ἐπέρριπτε
τό βάρος στόν Μελέτιο γιά τήν εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου σέ μερικές
τοπικές Ἐκκλησίες (πού προκάλεσε πολλαπλᾶ ἐπακόλουθα σχίσματα μετέπειτα), καί
δημοσίως τόν ἀπεκάλεσε Ἐλευθεροτέκτονα· σέ ἕνα ἐπιτιμητικό κείμενο, ἕνα ἄρθρο, ἀπευθυνόμενο
πρός τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ Γέρων Φιλόθεος σημειώνει ὅτι κάποιος θά ἀνέμενε
« ... παρομοίως ὅτι θά ἀναλαμβάνατε τήν
μέριμνα νά ἐπαναφέρετε τήν ἑνότητα στήν Ἐκκλησία μας, στήν ὁποία ἐπέφερε τήν
διαίρεση καί τό σχίσμα ἡ ἀπρομελέτητη, ἄσκοπη, ἄκαιρη καί διαβολική καινοτομία,
δηλαδή ἡ εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ (παπικοῦ) ἡμερολογίου ἀπό τόν Μασόνο προκάτοχό
Σας Μελέτιο Μεταξάκη, ὁ ὁποῖος παρέσυρε τόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρυσόστομο
Παπαδόπουλο»[33].
Ἀληθῶς, ἡ υἱοθέτηση τοῦ Νέου Ἡμερολογίου
χρησίμευσε ὡς μέσον προσεγγίσεως μέ τίς ὁμολογίες τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀκριβῶς
ὅπως εἶχε διακηρύξει ἡ φημισμένη Ἐγκύκλιος τοῦ 1920, ἀπευθυνόμενη ἐκ μέρους τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρός ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες: «Μπορεῖ δέ ἡ φιλία αὐτή καί ἡ ἀγαθοῦ
φρονήματος διάθεση πρός ἀλλήλους νά φανερώνεται καί νά τεκμηριώνεται πιό εἰδικά,
κατά τήν γνώμη μας, ὡς ἑξῆς: α) μέ τήν παραδοχή ἑνιαίου ἡμερολογίου, γιά
ταυτόχρονο ἑορτασμό τῶν μεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες»[34]. Ὁ ἴδιος ὁ Μελέτιος, τρία ἔτη ἀργότερα,
διεκήρυξε ὅτι: «Μεταξύ ὅμως τῶν ζητημάτων
πού θά μᾶς ἀπασχολήσουν ἔχουμε καταγράψει καί ἐκεῖνα πού ἀφοροῦν στήν ἕνωση ὅλων
τῶν Ἐκκλησιῶν καί ἰδιαιτέρως στήν ἕνωση τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας.
Ἰδού γιατί χαιρετίζουμε μέ πολύ ἰδιαίτερη χαρά τήν Ὑμετέραν Σεβασμιότητα [τόν
Τσάρλς Γκόρ, πρώην Ἐπίσκοπο Ὀξφόρδης] ὡς πρόεδρο τῆς ἐπιτροπῆς ἡ ὁποία ἐργάζεται
στό Λονδίνο γιά τόν ἴδιο σκοπό»[35]
Ὅπως τεκμηριώνεται στά Πρακτικά αὐτοῦ
τοῦ ἰδίου Πανορθοδόξου Συνεδρίου πού συγκλήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1923, ὁ
Μελέτιος διατηροῦσε τίς ἴδιες «προοδευτικές» ἰδέες πού εἶχαν ὑποστηριχθεῖ ἐπίσης
ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωακείμ Γ΄[36]. Ἐπί τῷ θανάτῳ του, στίς 27 Ἰουλίου 1935, οἱ The Church Times σχολίαζαν
στήν νεκρολογία τους (στίς 2 Αὐγ 1935): «Ἄν
τοῦ εἶχαν ἱκανοποιήσει τήν φιλοδοξία του, ἐκείνη νά γίνει Πατριάρχης Ἱεροσολύμων,
θά εἶχε συγκεντρώσει στό ἴδιο τό πρόσωπό του σχεδόν κάθε σπουδαῖο Θρόνο στήν ἀρχαία
Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Σέ κάθε πόστο δέν ἔκρυψε τίς ἀρχές του ὡς συντηρητικοῦ
μεταρρυθμιστῆ ἀφίνοντας νά γίνει γνωστό στήν Ἀμερική ὅτι θά καλωσόριζε τόν γάμο
τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι δέν θά ἔπρεπε νά λαμβάνονται μόνον ἀπό τήν ἐλλιπῆ
δεξαμενή τῶν μοναστηριῶν, καί ὅτι θά μποροῦσε νά φαντασθεῖ κοντά μαλλιά καί
“κληρική ἐνδυμασία”, ὡς ὑποκατάστατο γιά τό, ὄχι τόσο ἀρχαῖο, μοναστικό ζωστικό
μέ τό ὁποῖο ἐνδύονται οἱ σύγχρονοι ὀρθόδοξοι ἱερεῖς [...] ... καί μπόρεσε νά
κάνει τήν πρώτη μεγάλη ὑπέρβαση πρός τήν Ἀγγλο-ορθόδοξη
διακοινωνία, μέσῳ τῆς ἐκ μέρους του ἐπισήμου ἀναγνωρίσεως τῶν Ἀγγλικανικῶν
Χειροτονιῶν ὡς “ἐξ ἴσου καλῶν μέ ἐκεῖνα τῆς Ρώμης”. Ἄν ἐπιθύμησε τόν Θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων,
ἦταν ἐπειδή ἔνιωσε ὅτι θά μποροῦσε νά ξοδεύσει τά τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς
του φέροντας εἰς πέρας ἐκεῖ τίς ἀπαραίτητες
καί ἀνεπιθύμητες μεταρρυθμίσεις»[37].
Μέ τόν ἴδιο τρόπο πού περίπου 25
χρόνια ἀργότερα ὁ Πατριάρχης Μάξιμος Ε΄ (1946-1948) θά ἐκθρονιζόταν ἀντικανονικῶς
ἀπό τόν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας Α΄, ἐπίσης Ἐλευθεροτέκτων,
θά ἀνήρχετο στήν ἐξουσία βοηθούμενος ἀπό τόν «ἐν Μασονίᾳ ἀδελφό του» Πρόεδρο τῶν
ΗΠΑ Χάρρυ Τροῦμαν (μέσῳ ψυχολογικῆς πιέσεως ἐξασκουμένης ἐπί τοῦ Μαξίμου ἀπό
τίς Κυβερνήσεις Ἑλλάδος, Τουρκίας καί ΗΠΑ – γεγονότα πού κεῖνται πέραν τοῦ
πεδίου τῆς παρούσης ἐρεύνης), ἡ ἄνοδος τοῦ Μελετίου στόν Πατριαρχικό Θρόνο
σημαδεύτηκε ἐπίσης ἀπό μία σειρά κανονικῶν παραβάσεων καί πολιτικῆς παρεμβάσεως
καί τῇ ἀληθείᾳ ἀποδείχθηκε ἕνα ἐκκλησιαστικό πραξικόπημα !
Τό ἑλληνικό ἐλευθεροτεκτονικό
περιοδικό «Πυθαγόρας», ἐπίσημο ὄργανο τῆς Μεγάλης Στοᾶς τῆς Ἑλλάδος, ἔχει ἀποκαλύψει
μερικές πολύ ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικῶς μέ τήν θέση τοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ
μεταξύ τῶν Ἑλλήνων τῆς Κωνσταντινουπόλεως στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ. «Παράλληλα ἐντύπωση προκαλεῖ καί ἡ εὐρεῖα
συμμετοχή μελῶν τῆς Στοᾶς ἐκτός ἀπό τήν Ο.Κ. [Ὀργάνωση ΚΠόλεως] καί στό Δ.Ε.Μ.Σ
(Διαρκές Ἐθνικό Μικτό Συμβούλιο), τήν κατά κάποιο τρόπο ἀνεπίσημη Κυβέρνηση τῆς
Ρωμιοσύνης τῆς Πόλης πού ἦταν ὁ ἄμεσος συνεργάτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου. Ἀναμφισβήτητα ὁ Προκαθήμενος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἀλλά καί οἱ
περί αὐτόν, γνώριζαν τήν τεκτ. ἰδιότητα κάποιων ἀπό τά μέλη τοῦ Δ.Ε.Μ.Σ, ὡστόσο
ἡ κοινωνική θέση τῶν ἀτόμων αὐτῶν δέν ἄφηνε περιθώρια γιά τυχόν ἀμφισβήτησή
τους. Ἄλλωστε ἡ θέση τους στό Συμβούλιο ἦταν αἱρετή καί προέκυπτε μετά ἀπό ἐκλογές
πού γίνονταν στίς κατά τόπους κοινότητες»[38].
Μέ τήν ἀνάλυση αὐτή, ἡ συμβολή τοῦ
Διαρκοῦς Ἐθνικοῦ Μικτοῦ Συμβουλίου στήν ἄνοδο τοῦ Μελετίου στήν ἐξουσία
λαμβάνει ἕνα ὅλως διαφορετικό νόημα. Ὁ διάσημος Ἕλλην Θεολόγος (καί
δογματολόγος) Χρῆστος Ἀνδροῦτσος (1869-1935), φημισμένος ἐπίσης καί γιά τήν
φιλοσοφική κατάρτισή του, λίγο μετά τήν ἐνθρόνιση τοῦ Μελετίου δημοσίευσε τήν
δική του ἱεροκανονική ἀξιολόγηση τῆς ἐκλογικῆς διαδικασίας. Μεταξύ ἄλλων
παραβάσεων, ὁ καθηγητής Ἀνδροῦτσος στιγμάτισε τήν ἀντι-κανονική ἐξαίρεση ἀπό
τήν ἐκλογική διαδικασία πολλῶν νομίμων ἐκλεκτόρων πού διέμεναν στήν ὕπαιθρο, μέ
πρόφαση τόν συνεχιζόμενο πόλεμο Ἑλλάδος καί Τουρκίας: «Οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς δέν ἐξελέγησαν ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς ἐπαρχίας
τους σύμφωνα μέ τήν ἀνέκαθεν ἰσχύουσα τάξη σέ κάθε ἐπαρχία, ὅπως ἀπαιτοῦσε ἡ
μνημονευθεῖσα ἐγκύκλιος τῆς Συνόδου, ἀλλά μεταξύ τῶν Χριστιανῶν πού εὑρίσκονταν
στήν Κωνσταντινούπολη καί προέρχονταν ἀπό τίς ἐπαρχίες. Καί θά ἦταν τό πρᾶγμα ἀνεκτό,
ἄν ἐκλέγονταν στήν Κωνσταντινούπολη οἱ ἀντιπρόσωποι
τῶν ἐπαρχιῶν πού βρίσκονταν ὑπό τήν κατοχή τοῦ Κεμάλ. Ἀλλά ἀντίθετα μέ κάθε
λογική καί νόμο ἐξελέγησαν στήν Κωνσταντινούπολη οἱ ἀντιπρόσωποι καί τῶν ἄλλων ἐπαρχιῶν,
χωρίς ἐκεῖνες νά συμμετέχουν καθόλου, μερικοί δέ ἐξελέγησαν ἀπό τήν ἴδια τήν [ἐκλεκτορική]
συνέλευση»[39]. Αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τόν σχηματισμό
ἐκλεκτορικῆς ἐπιτροπῆς μέ φιλο-Μελετιακά φρονήματα, ἐφ΄ ὅσον ἐξελέγησαν στήν
Κωνσταντινούπολη ὑπό τήν ἐπιρροή τοῦ Διαρκοῦς Ἐθνικοῦ Μικτοῦ Συμβουλίου οἱ ἀντικαταστάτες
ὅλων ἐκείνων τῶν ἀντιπροσώπων πού δέν εἶχαν κατορθώσει νά φθάσουν στήν
Κωνσταντινούπολη γιά τήν ἡμέρα ἐκλογῆς. Συνεπῶς, ἡ σύνθεση τοῦ σώματος ἀλλοιώθηκε
σέ μεγάλο βαθμό πρός χάριν τοῦ Ἐλευθεροτέκτονος Μελετίου. Συμφώνως πρός τούς Times: «Ὁ Μελέτιος εἶναι ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου
ὁ χαρακτήρας καί ἡ καριέρα κατευθύνουν τό ἐνδιαφέρον μας [...] ἔπειτα, τό 1921,
ἦλθε ἡ κλήση γιά ἕνα ἀνώτερο ἀξίωμα, μέ τήν ἐκλογή του στό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως,
ὑπό τήν ἐπίδραση Βενιζελικῶν ἀντιδραστικῶν»[40].
Αὐτή
καί ὅλες οἱ ἄλλες κανονικές παραβάσεις ἐξετέθησαν καί καταδικάσθηκαν σέ
συνέδριο στήν Θεσσαλονίκη (Δεκέμβριο τοῦ 1921), πού συγκλήθηκε ἀπό «ἀποστάτες» Ἐπισκόπους[41], ἀλλ’
εἰς μάτην. Ὁ Πατριάρχης Μελέτιος ἐπρόκειτο νά παραμείνει Οἰκουμενικός
Πατριάρχης μέχρι νά ὁλοκληρώσει τήν καταστροφική ἀποστολή του.
Νικόλαος
Λούβαρις, Καθηγητής τῆς Θεολογίας (1887-1961). Θεωρεῖται ὡς ἕνας
ἀπό τούς σπουδαιοτέρους στοχαστές τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος[42]. Ἡ ἐλευθεροτεκτονική του ἰδιότητα
ἐπιβεβαιώνεται ἀπό μία σειρά ἐγκρίτων μασονικῶν ἐκδόσεων[43].
Ὁ Νικόλαος Λούβαρις ἦταν ἀκόμη ἕνα ἀπό
τά ἱδρυτικά μέλη μιᾶς ἑταιρείας πνευματιστῶν, πού ὀνομαζόταν Ἐπιτροπή Μελέτης Μεταψυχικῶν Φαινομένων[44], πρᾶγμα κάπως φυσικό βέβαια, ἄν ἀναλογισθεῖ
κανείς ὅτι ἡ ἱδρύτρια τῆς συγχρόνου Θεοσοφίας, ἡ Ἕλενα Πετρόβνα Μπλαβάτσκυ καί ἀρκετοί
ἄλλοι Θεοσοφιστές νωρίς στό πνευματικό τους ἐγχείρημα, δραστηριοποιήθηκαν ὡς
πνευματιστές καί διάμεσοι (mediums)[45].
Ὁ Καθηγητής Λούβαρις, μεταξύ ἄλλων ἔργων
του, ὑπῆρξε ἐπόπτης ἐκδόσεως ἑνός θεμελιώδους ἔργου τοῦ ἀποκρυφισμοῦ τοῦ 20οῦ
αἰ., Οἱ Μεγάλοι Μύσται, πού συνετέθη ἀπό
τόν Γάλλο συγγραφέα καί πρώην Θεοσοφιστή Ἐδουᾶρδο Συρέ (1841-1929), ἕνα Ἑωσφοριστή
καί ἀφοσιωμένο μαθητή τοῦ Γερμανοῦ ἱδρυτοῦ τῆς Ἀνθρωποσοφίας, Ροῦντολφ Στάινερ
(πρώην Ροδοσταύρου· ὁ Στάινερ ἐπαίνεσε τό θεατρικό ἔργο τοῦ Συρέ Τά τέκνα τοῦ Ἑωσφόρου[46]).
Στό συλλογικό αὐτό ἔργο (τῶν Ἐδ. Συρέ, Κ. Πόττερ, Κ. Μιμίκου, Ρ. Ρόλλαντ. Λ.
Φίσσερ, Φούνκ καί Μπρεντάνο) οἱ ἱδρυτές ὅλων τῶν θρησκειῶν συλλήβδην ὀνομάζονται
«μύστες» (οὔτε κἄν «μυητές») καί τίθενται στόν ἴδιο παρονομαστή, σάν νά ἦσαν
νόμιμοι ἐκφραστές μιᾶς κοινῆς, παγκοσμίου, θρησκευτικῆς πνευματικότητος. Ἄν καί
ὁ Λούβαρις ἀποστασιοποιεῖται ἀπό τόν τρόπο πού στό βιβλίο αὐτό ἐκτίθεται ἡ ἱστορία
τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τούς Ἐδ. Συρέ καί Κ.Φ. Πόττερ[47], δέν κάνει τό ἴδιο ὡς πρός τήν διήγηση τήν
σχετική μέ τόν Μωυσῆ, μέσα στήν ὁποία ὁ Κ.Φ. Πόττερ εἰσήγαγε πολλά ἀποκρυφιστικά
στοιχεῖα, ἀποδίδοντας μαγικές δυνάμεις στόν Μωυσῆ καί τόν Ἀαρών καί
διαζωγραφώντας τήν μωσαϊκή θρησκεία ὡς ἕνα βελτιωμένο ἀμάλγαμα πρωτογόνων,
βαρβαρικῶν ἐθίμων καί δεισιδαιμονιῶν[48].
Ὁ Λούβαρις ἐπίσης προλόγισε ἕνα ἀκόμη
ἀπό τά ἔργα τοῦ Συρέ, Ἀπό τήν Σφίγγα στόν
Χριστό· μία ἀπόκρυφη ἱστορία, ὅπου ὁ συγγραφεύς ἐπαινεῖ τήν συμβολή τοῦ Ἑωσφόρου
στήν ἀνθρώπινη καί συμπαντική ἐξέλιξη. Γράφει ὁ Συρέ: «Στήν ἰουδαιο-χριστιανική παράδοση ἡ πάλη στόν οὐρανό καλεῖται “Πτώση
τοῦ Ἑωσφόρου”. Αὐτό τό γεγονός, πού προηγήθηκε καί προκάλεσε τήν δημιουργία τῆς
Γῆς, δέν ὑπῆρξε ἕνα τυχαῖο περιστατικό. Ἀποτελοῦσε μέρος τοῦ θείου σχεδίου, ἀλλά
ἡ ἀπόφαση γι΄ αὐτό ἀφέθηκε στήν πρωτοβουλία τῶν Δυνάμεων [...] Ὁ Ἑωσφόρος δέν εἶναι
ὁ Σατανᾶς, τό Πνεῦμα τοῦ κακοῦ, ὅπως τόν παρέστησε ἡ ὀρθόδοξη καί λαϊκή
παράδοση [...] Θά δοῦμε ἀργότερα γιατί ὁ Ἑωσφόρος, Πνεῦμα τῆς Γνώσεως καί τῆς ἐλεύθερης
Ἀτομικότητας, ἦταν ἐξ ἴσου ἀναγκαῖος στόν κόσμο, ὅσο καί ὁ Χριστός, Πνεῦμα τῆς Ἀγάπης
καί τῆς Θυσίας· πῶς ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη ἐξέλιξη προκύπτει ἀπό τόν ἀνταγωνισμό
τους· πῶς, τέλος, ἡ τελική καί ἀνώτερη ἁρμονία τους ὀφείλει νά ἐπιστέψει τήν ἐπιστροφή
τοῦ ἀνθρώπου στήν θεότητα»[49].
Παρά ταῦτα, στόν πρόλογό του σέ αὐτό
τό ἴδιο βιβλίο ὁ Καθηγητής Λούβαρις ὁμιλεῖ περί τοῦ Ἐδουάρδου Συρέ, ὡς περί ἑνός
«ἐμπνευσμένου κήρυκα τοῦ ὑπερπέραν [...]
συμπαθοῦς φιλοσόφου καί ποιητοῦ [...] ἐκλεκτοῦ ραψῳδοῦ τῆς ποιήσεως καί τῆς
λυτρώσεως, ἐνθουσιώδους ἑρμηνευτοῦ τῆς μεγάλης νοσταλγίας τῆς ἀνθρωπότητος»[50].
Ὁ Καθηγητής Νικόλαος Λούβαρις ὑπερασπίσθηκε
μέ ἔνθερμο ζῆλο τήν εἰσαγωγή τῶν θρησκειολογικῶν σπουδῶν, ἰδιαιτέρως τῆς ψυχολογίας τῆς θρησκείας, στό πρόγραμμα
τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τῆς Ἑλλάδος[51] · εἶναι ἐμφανές στά γραπτά του ὅτι ὑπερασπιζόμενος
τήν θρησκεία ἐπέλεξε νά χρησιμοποιήσει τίς θρησκευτικές
σπουδές καί τήν ψυχολογία τῆς
θρησκείας ἀντί γιά τά δόγματα καί τίς πατερικές διδασκαλίες. Εἶχε τήν
πρόθεση νά ἐπιδείξει μέ ἕνα ἐπιστημονικῶς ἀποδεκτό τρόπο τόν παγκόσμιο
χαρακτήρα τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου καί, συνεπῶς, τό ὀντολογικό του ἔμφυτον
στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη· ἡ πρόθεσή του φανερῶς ἦταν νά ἐπιτεθεῖ στόν θετικισμό. Ὡστόσο,
αὐτή ἡ ἐκ μέρους τοῦ Λούβαρι ἄνευ διακρίσεως ἐξύψωση τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου (τό ὁποῖο φανερώνεται σέ διάφορες μορφές τοῦ
μυστικισμοῦ), ἀλλά ἀνεξαρτήτως ἀπό ὁμολογιακές ἐντάξεις, κατά φυσικό λόγο
θόλωνε τήν διάκριση μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως· σημείωνε: «Εἶναι ἀληθές ὅτι τήν χρήση τῆς ψυχολογίας
στήν Θεολογία καί ἰδιαιτέρως τόν ὑπερτονισμό τῆς γνώσεως τῶν ψυχολογικῶν τύπων
καί τῆς ποικιλίας τῶν θρησκευτικῶν τους ἐκδηλώσεων, τήν καυτηριάζουν πολλοί ὡς ὑπερβολή,
ὡς ψυχολογιαρχία, ὡς μονομερῆ θεώρηση θρησκευτικῶν φαινομένων μόνον ἀπό τήν ὑποκειμενική,
τήν ψυχολογική τους πλευρά. Αὐτό τό κάνει κυρίως ἡ διαλεκτική θεολογία.
Παραβλέπει, ὅμως, ὅτι οἱ διαφορές τῆς θρησκευτικότητος εἶναι καί αὐτές ἔργο τοῦ
Θεοῦ, καθώς καί τό ὅτι ἡ παραμέληση τῆς γνώσεως τῶν ψυχολογικῶν τύπων και τῆς
ποικιλίας τῆς θρησκευτικῆς τους ἐκφράσεως ὁδηγεῖ σέ ἀκρότητες, ἄν καί [ἀκρότητες]
ἀντίθετες ἀπό ἐκεῖνες πού προέρχονται ὡς ἀπειλή ἀπό τήν ψυχολογιαρχία»[52]. Μεταξύ τῶν πηγῶν πού χρησιμοποιεῖ ἡ
ψυχολογία τῆς θρησκείας, ὁ Καθηγητής Λούβαρις ἀπαριθμεῖ: «τέταρτον, βιογραφίες ὑπέροχων θρησκευτικῶν φυσιογνωμιῶν, τῆς ποιότητος
ἐκείνων πού ἔχουμε στά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στόν βίο τοῦ Πλωτίνου, τοῦ
Πορφυρίου, στίς πηγές τοῦ βίου τοῦ Βούδδα, στήν ἁγιολογία τοῦ μεσαίωνος»[53]. Ἡ λυδία λίθος τοῦ Λούβαρι γιά τήν ἀποτίμηση
τῶν θρησκευτικῶν φαινομένων δέν εἶναι τό πηδάλιον τοῦ πατερικοῦ «νοῦ», ἀλλά ...
ἡ μοντέρνα ψυχολογία(!): «Ἔπειτα, ἐμπρός
στήν ἱστορική θεολογία παρουσιάζεται μέγας πλοῦτος ἀπό ψυχικά γεγονότα καί
φαινόμενα τῆς ἐσωτερικῆς ἐμπειρίας, ὄνειρα, ὁράσεις, προφητεῖες, ἀσκητικές
κινήσεις, αἱρέσεις, μορφές ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος. Ἡ γνώση τῆς ψυχολογίας τῆς
θρησκείας καί, κατά συνέπεια, τῆς ἐσωτερικῆς
νομοτέλειας τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς τῆς ψυχῆς συμβάλλει στήν διάγνωση τῆς φύσεώς
τους, τῶν ἐλατηρίων καί σκοπῶν τους, τά καθιστᾷ ἔτσι ἐρευνήσιμα ἀπό μέσα, καί
προφυλλάττει ἀπό τόν κίνδυνο τῆς παραμελήσεώς τους, ἐπειδή δῆθεν εἶναι
φαινόμενα μή ἐπιδεκτικά λογικῆς»[54].
Δέν μπορεῖ κανείς νά μή παρατηρήσει
τό ὅτι ἡ ἱδρύτρια τῆς μοντέρνας Θεοσοφίας,
Ἕλενα Π. Μπλαβάτσκυ, ἐπίσης ἀντιλαμβανόταν τήν ψυχολογία, ὡς ὄργανο γιά τήν ἀπομύθευση καί ἐπανεκτίμηση τῶν
θρησκευτικῶν ἀληθειῶν: «... ἡ διαφορά στά
σύμβολα Πίστεως καί τήν θρησκευτική πρακτική ἦταν μόνον ἐξωτερική [...] Ἀπόκεινται
στήν φιλολογία καί τήν ψυχολογία νά βροῦν τό τέρμα τοῦ νήματος. Ὅταν θά ἔχει
γίνει αὐτό, τότε θά ἐπιβεβαιωθεῖ ὅτι, χαλαρώνοντας μία μεμονωμένη θηλειά τῶν
παλαιῶν θρησκευτικῶν συστημάτων, ἡ ἁλυσίδα τοῦ μυστηρίου μπορεῖ νά ξεμπερδευθεῖ»[55].
Ἡ οἰκουμενιστική παρακαταθήκη τοῦ
Λούβαρη ἔχει συνεχισθεῖ ἀπό τόν ἀγαπητό του μαθητή, Καθηγητή Εὐάγγελο Θεοδώρου
(1921 -), ἐκ τῆς ἐμπροσθοφυλακῆς τοῦ ἑλληνικοῦ Οἰκουμενισμοῦ· νομίζω, ὅτι εἶναι
ἀρκετά χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Καθηγητής Θεοδώρου (ἀνεπιγνώστως, ἐλπίζω) ἔχει κατά
καιρούς προβάλει νεο-εποχικές συλλήψεις καί συνθήματα, ὅπως ἐπί παραδείγματι τό
«ἑνότητα μέσα στήν ποικιλότητα»[56], τά ὁποῖα γιά πρώτη φορά εἰσήχθησαν στή
Δύση ἀπό τήν Ἕ. Π. Μπλαβάτσκυ καί τούς πνευματικούς ἐπιγόνους της[57].
συνεχιζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου