Η αποκάλυψη του Θεού δίνεται σε συγκεκριμένους ανθρώπους, οι οποίοι έφθασαν σε
έναν βαθμό πνευματικής ζωής και είδαν τον Θεό και έτσι γνώρισαν την αποκάλυψη.
Αυτοί οι άνθρωποι λέγονται φορείς της θείας αποκαλύψεως. Έτσι, ο Θεός δεν
φανερώνεται απλώς στην Ιστορία, αλλά στους Αγίους οι οποίοι ζουν στην ιστορία.
Άλλωστε, είναι γνωστός ο μακαρισμός του Χριστού: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία,
ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθαίος Έ, 8).
Ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή του λέγει: «Πολυμερώς και
πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις, επ’ εσχάτου των
ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υιώ» (Εβραίους Α', 1).
Στην συνέχεια θα εντοπισθούν μερικές πλευρές της αλήθειας ότι οι Άγιοι δια μέσου
των αιώνων είναι οι αποδέκτες, κληρονόμοι και φορείς της θείας αποκαλύψεως.
Στην πατερική ορολογία οι Άγιοι που μετέχουν της δόξης του Θεού λέγονται
Θεούμενοι. Η αντίστοιχη ορολογία στην Αγία Γραφή είναι Άγιοι, τέλειοι,
δοξασθέντες κλπ. Θα υπογραμμισθούν μερικές πλευρές της ζωής των
θεουμένων.
+ π. Ι. Ρωμανίδης
+ π. Ι. Ρωμανίδης
Η λέξη
θέωση προέρχεται από την λέξη Θεός, οπότε εκείνος, που με ποικίλους
βαθμούς μετέχει της Χάριτος του Θεού, λέγεται θεούμενος. Πρόκειται για
δωρεά του Θεού στον άνθρωπο, ο οποίος έτσι αποκτά μέθεξη του Θεού.
«Ο
Θεός ο ίδιος κάνει τον άνθρωπο κατά Χάρη θεό, ώστε ο άνθρωπος θεούται
δηλαδή, γίνεται θεούμενος, και δια της Θεώσεως βλέπει τον Θεό και μέσω
της δόξης του Θεού, που είναι η Χάρη, βλέπει την δόξα του Θεού, δηλαδή
εν τω φωτί σου οψόμεθα φως».
Η Χάρη
του Θεού λέγεται «δόξα», γιατί στην κατάσταση της θεωρίας οράται ως
φως-δόξα. Όποιος βρίσκεται σε κατάλληλη πνευματική κατάσταση, βλέπει την
δόξα-φως του Θεού, αλλά, εκείνος που δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση,
μετέχει του πυρός. Αυτό λέγεται από την άποψη ότι το κτιστό φως έχει δύο
ιδιότητες, την φωτιστική και την καυστική· άλλους
φωτίζει και άλλους καίει. Το ίδιο γίνεται και με το άκτιστο Φως.
«Οι
μεν Θεούμενοι βλέπουν την δόξα ως δόξα, και οι κολασμένοι την ίδια την
δόξα την βλέπουν ως πυρ αιώνιον και σκότος εξώτερον».
«Η
ίδια η δόξα του Θεού για τους μεν φωτισμένους και θεουμένους είναι φως,
δόξα, πηγή τελειότητος κ.ο.κ., άλλα και για τους κολασμένους το πυρ το
αιώνιον και το σκότος το εξώτερον είναι ο ίδιος ο Θεός».
Οι
Θεούμενοι είναι παρατηρητές της δόξης του Θεού και την περιγράφουν, ώστε
και οι ακροατές να επαναλάβουν την μέθοδο των θεουμένων, για να φθάσουν
και αυτοί στην θεοπτία. Παρά ταύτα, ο Θεός δεν ομοιάζει με τίποτε από τα
κτιστά και γι’ αυτό στην πραγματικότητα είναι απερίγραπτος.
«Υπάρχει
η εμπειρία της Θεώσεως, που είναι η εμπειρία, και αυτό που θεάται κανείς
είναι απερίγραπτο. Και επομένως, περιγράφεται κατά τέτοιο τρόπο, που να
φαίνεται το αν είναι απερίγραπτο. Και τονίζουν συνέχεια οι Πατέρες ότι ο
Θεός ο απερίγραπτος, και όμως τον περιγράφουν κ.ο.κ. Αλλά τον
περιγράφουν με αυτά τα νοήματα που έχουν συμβολικό χαρακτήρα και γι’
αυτό έχουμε και την αποφατική θεολογία».
«Διαβάζοντας
για τις εμπειρίες των θεουμένων (ο φωτισμένος Χριστιανός) κατανοεί τα
συγγράμματα των θεουμένων και μπορεί και ο ίδιος να φθάση καμιά φορά
στην θέωση, οπότε πλέον θα απόκτηση την πείρα του δόγματος που ήδη
διαπιστούται δια της πείρας του φωτισμού».
Οι
Θεούμενοι που βλέπουν τον Θεό είναι θεόπνευστοι, δηλαδή έχουν την
πραγματική γνώση του Θεού, η οποία δεν προέρχεται από βιβλία, αλλά από
την εμπειρία της θεοπτίας. Αυτό παρατηρείται σε όλες τις επιστήμες, όπου
υπάρχει παρατήρηση και πείραμα.
«Ο
βιολόγος είναι κυτταρόπνευστος, όταν βλέπη τους ιούς είναι ιόπνευστος,
όταν βλέπη τα μικρόβια είναι μικροβιόπνευστος κ.ο.κ., διότι τα βλέπει.
Όποτε ο θεόπνευστος δεν είναι κάτι παρόμοιο; Εκείνοι που βλέπουν τον
Θεό, είναι θεόπνευστοι. Ποιος άλλος μπορεί να είναι θεόπνευστος; Όποτε η
κάποιος είναι θεόπνευστος, επειδή έχει φθάσει στην θεοπτία, όπως όλοι οι
Θεούμενοι, γιατί αυτή είναι η έννοια των θεουμένων, οι οποίοι έχουν
φθάσει στο να βλέπουν τον Θεό η είναι θεόπνευστοι επειδή ευρίσκονται
στην κατάσταση φωτισμού».
Επειδή
είναι θεόπνευστοι, γι’ αυτό είναι απλανείς θεολόγοι στην Εκκλησία. Μόνον
αυτούς τους εμπειρικούς θεολόγους δεχόμαστε ως κριτήρια της αληθείας.
Όταν οι
Θεούμενοι μεταφέρουν την εμπειρία, το κάνουν με τα σχήματα και τα ρήματα
της ανθρώπινης σοφίας. Έτσι, οι Θεούμενοι έχουν άκτιστη αλήθεια, που
είναι η γνώση του Ακτίστου Θεού, και κτιστή αλήθεια, αφού γνωρίζουν τα
κτίσματα. Οι Θεούμενοι κάνουν σαφή διάκριση μεταξύ άκτιστης και κτιστής
αλήθειας.
«Άλλες
είναι κτιστές αλήθειες, άλλες άκτιστες αλήθειες. Και δεν υπάρχει καμία
ομοιότητα μεταξύ τους, δεν μπορεί η κτιστή αλήθεια να είναι ο τρόπος με
τον οποίον γνωρίζουμε την άκτιστη. Η εμφιλίωση των δύο αληθειών είναι
μόνον ο θεούμενος, δηλαδή εκείνος ο οποίος έχει την θεωρία και δια της
Θεώσεως γνωρίζει την άκτιστη αλήθεια.
Αυτή είναι η γέφυρα μας προς αυτή την αλήθεια, όχι ο φιλόσοφος η ο
ασχολούμενος με τις θετικές επιστήμες. Διότι, εκείνος ο οποίος
ασχολείται με την φύση, γνωρίζει την φύση, αλλά με την φύση μπορεί μόνον
να γνωρίση περί της υπάρξεως του Θεού, αλλά δεν μπορεί να γνωρίση τον
Θεό. Διότι άλλο είναι να γνωρίσης περί του Θεού και άλλο να γνωρίσης τον
Θεόν».
Οι
Θεούμενοι ενώνονται με τον Χριστό, ο Οποίος ενώνει στην υπόσταση Του το
κτιστό με το άκτιστο. Έτσι, δια του Χριστού και οι Θεούμενοι αποκτούν
εμπειρία του Ακτίστου. Δεν είναι δυνατόν με την φιλοσοφία να απόκτηση
κανείς γνώση του Θεού. Αυτό γίνεται δια των θεουμένων που έχουν εμπειρία
του Θεού.
«Δεν
υπάρχει κτιστή γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Η μόνη γέφυρα που
υπάρχει είναι η εμπειρία της Θεώσεως των θεουμένων. Επειδή η θέωση είναι
η θεοπτία, το ότι υπάρχει Θεός και τα μηνύματα του Θεού προς τον
άνθρωπο, ο άνθρωπος τα γνωρίζει μόνο δια της εμπειρίας και όχι δια της
φιλοσοφίας. Οπότε, η φιλοσοφία δεν δίδει στον άνθρωπο ακριβείς γνώσεις
περί Θεού, δίδει ορισμένες εικόνες υποψιών, δηλαδή υποψίες περί Θεού.
Ο μόνος τρόπος, που ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήση ακριβή γνώση περί
Θεού, είναι δια της εμπειρίας της Θεώσεως, την οποίαν έχουν βέβαια μόνον
οι Θεούμενοι, αυτοί που λέγονται Προφήτες, Απόστολοι και Άγιοι της
Εκκλησίας οι οποίοι έχουν άμεση εμπειρία του Θεού».
Γι’ αυτό
ο θεούμενος είναι ο πιο φυσικός άνθρωπος, διότι ο νους του λειτουργεί
κατά φύση, φθάνει στην θέωση και επιτυγχάνει τον αρχικό σκοπό της
δημιουργίας του ανθρώπου, που είναι η κοινωνία του με τον Θεό.
«Για
μας τους Χριστιανούς, νορμάλ άνθρωπος, βέβαια, κατ' εξοχήν άνθρωπος,
είναι ο Χριστός. Αλλά ο Χριστός είναι Θεός. Έτσι, ο κάθε θεούμενος για
μας είναι νορμάλ άνθρωπος. Διότι λειτουργεί ο νους του, δηλαδή
προσεύχεται κ.ο.κ., διότι είναι φωτισμένος. Γι’ αυτό είναι νορμάλ. Διότι
είναι φωτισμένος. Και πιο νορμάλ από όλους είναι εκείνος που έχει φθάσει
στην θέωση και συγκαταλέγεται μεταξύ των θεουμένων».
Αντίθετα,
όσοι δεν είναι Θεούμενοι και δεν γνωρίζουν τι είναι θέωση, αλλά
ισχυρίζονται ότι είναι Θεούμενοι, πλανώνται και πλανούν.
«Και
πόσο μάλλον αυτοί, που χωρίς να είναι στην κατάσταση της Θεώσεως, λένε
ότι είναι Θεούμενοι. Άλλο φρούτο αυτό, δηλαδή. Η απατεώνες είναι ή δεν
ξέρουν τι είναι η θέωση».
Επομένως,
θεούμενος είναι αυτός που «μετέχει στην δόξα του Θεού» και έχει φθάσει
στην θέωση, καθώς επίσης και οι φωτιζόμενοι χαρακτηρίζονται Θεούμενοι,
γιατί οδηγούνται προς την θέωση.
Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α'