Ἂν θελήσουμε νὰ χορτάσουμε τρώγοντας, θὰ βαρεθοῦμε γρήγορα καὶ θὰ ἐπιθυμήσουμε κάτι ἄλλο· καὶ ὅταν καὶ τοῦτο τὸ φᾶμε καὶ τὸ χορτάσουμε, καὶ αὐτὸ παρόμοια θὰ τὸ ἀποδοκιμάσουμε, ὅπως τὸ προηγούμενο, καὶ θὰ τὸ παρατήσουμε. Δὲν γίνεται δηλαδή, ἐνόσω χορταίνουμε, νὰ μείνουμε στὶς ἴδιες ἐπιθυμίες ποὺ ἐπινοοῦμε γιὰ τὴν εὐχαρίστησή μας. Ποιὸ φαγητὸ ἦταν πιὸ γλυκὸ ἢ πιὸ ἐκλεκτὸ ἀπὸ τὸ μάννα; Ὅταν ὅμως οἱ Ἰσραηλίτες τὸ ἔφαγαν καὶ τὸ χόρτασαν, καθὼς δὲν εἶχαν κάτι καλύτερο νὰ ἐπιθυμήσουν, ἐπιθύμησαν τὸ κατώτερο, τὰ σκόρδα καὶ τὰ κρεμμύδια (Ἀριθ. 11:5-7). Ἐπομένως ο χορτασμὸς ἔχει ἔμφυτη τὴν ἐπιθυμία κάποιου ἄλλου. Ἂν λοιπόν, καθὼς χορταίνουμε τὸ ψωμί, ἐπιθυμοῦμε καὶ ἄλλες τροφές, ἂς τὸ τρῶμε χωρὶς νὰ χορταίνουμε. Ἔτσι, μὴ χορταίνοντας τὸ ψωμί, πάντοτε θὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ τὸ χορτάσουμε, ὅποτε καὶ τὴ βλάβη ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία ἄλλων θὰ ἀποφύγουμε, καὶ την αρετὴ τῆς ἐγκράτειας θα ἀποκτήσουμε.
Ἴσως ὅμως θὰ πεῖ κάποιος ἀπὸ ἐκείνους πού εἶναι κάπως ἀπρόθυμοι γιὰ τὴ νηστεία: «Μήπως εἶναι ἁμαρτία νὰ φάει ὁ ἄνθρωπος;» Μὰ οὔτε καὶ ἐμεῖς συμβουλεύουμε νὰ φυλάγεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ φαγητὸ σὰν νὰ εἶναι ἁμαρτία, ἀλλά επειδη τὸ ἀκολουθεῖ ἡ ἁμαρτία. Οἱ Ἰσραηλίτες δὲν ἁμάρτησαν, ἐπειδὴ ἐπιθύμησαν, ἀλλὰ διέπραξαν ἀσέβεια, ἐπειδὴ ἐξαιτίας τῆς ἐπιθυμίας κακολόγησαν τὸν Θεό. Εἶπαν δηλαδή: «Μήπως θὰ μπορέσει ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἑτοιμάσει τραπέζι στὴν ἔρημο;» (Ψάλμ. 77:19). Καὶ ἀφοῦ τοὺς τὸ ἑτοίμασε ὁ Θεός, ξέσπασε σὲ αὐτοὺς ἡ ὀργή του σὰν φωτιὰ καὶ ἔριξε νεκρούς τους ἰσχυροὺς ἀνάμεσά τους (Ψάλμ. 77:31), γιὰ νὰ μὴν ἐπιθυμήσουν, μένοντας ζωντανοί, καὶ ἄλλη τροφὴ καὶ ποῦν λόγια ἐναντίον τοῦ Ὑψίστου καὶ ἔτσι ἐξοντωθοῦν καὶ οἱ ὑπόλοιποι.
Εἶναι δύσκολο νὰ κυριαρχήσει κανεὶς στὴν ἀδιάντροπη κοιλιά. Είναι θεὸς (Φιλιπ. 3:19) γιὰ ἐκείνους ποὺ θὰ νικηθοῦν ἀπὸ αὐτήν, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀθωωθεῖ ὅποιος τὴν ἀνέχεται.
Ὁ κίνδυνος ὅμως δὲν εἶναι μόνο ἀπὸ τὸν χορτασμό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀκηδία. Όταν δηλαδὴ περάσουμε ἀρκετὲς ἡμέρες χωρὶς νὰ τρῶμε τίποτε, βρίσκει ἔδαφος ἡ ἀκηδία καὶ θὰ ἐπιτεθεῖ νὰ μᾶς πολεμήσει. Τη νυχτερινή μας ἀγρυπνία θὰ τὴ μετατρέψει σὲ ὕπνο καὶ τὴν προσευχὴ τῆς ἡμέρας σὲ σαρκικοὺς λογισμούς, ὥστε νὰ μὴν ὠφεληθοῦμε καθόλου ἀπὸ τὸν ὕπνο καὶ νὰ ζημιωθοῦμε πάρα πολὺ ἀπὸ τοὺς σαρκικοὺς λογισμούς. Αρχίζουμε δηλαδὴ νὰ ἔχουμε μεγάλη ἰδέα, ὅτι κάνουμε περισσότερη ἄσκηση ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ καταφρονοῦμε τοὺς μικρότερους, πράγμα ποὺ εἶναι τὸ πιὸ βαρὺ σφάλμα. Ἂν ἕνας γεωργός, ἀφοῦ ξοδέψει πολλὰ γιὰ τὴν καλλιέργεια τοῦ χωραφιοῦ του, τὸ ἀφήσει ἄσπαρτο, οἱ κόποι του καταλήγουν σὲ ζημία. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς· ἂν ὑποτάξουμε μὲ πολλὴ προσοχὴ τὴ σάρκα μας, ἀλλὰ δὲν σπείρουμε τὴν προσευχή, μᾶλλον ἐναντίον μας ἀγωνιστήκαμε.
Ἴσως ὅμως θὰ πεῖ κάποιος: «Εἴτε στὴν προσευχὴ εἴτε στὴν ἀρετή, ποιὰ εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς νηστείας;» Εἶναι μεγάλη ἀπὸ κάθε ἄποψη. Ὅπως δηλαδὴ ἕνας φτωχὸς γεωργός, ἂν σπείρει σὲ χέρσο χωράφι χωρὶς πρῶτα νὰ τὸ ὀργώσει, ἀντὶ γιὰ σιτάρι θὰ μαζέψει ἀγκάθια, ἔτσι καὶ ἐμεῖς: ἂν δὲν σπείρουμε τὴν προσευχή, ἀφοῦ πρῶτα ταλαιπωρήσουμε τὴ σάρκα μας μὲ τὴ νηστεία, ἡ σοδειά μας θὰ εἶναι ἁμαρτία καὶ ὄχι ἀρετή. Γιατί αὐτὴ ἡ σάρκα εἶναι ἀπὸ χῶμα ὅπως καὶ τὸ χωράφι, καὶ ἂν δὲν τὴ φροντίσουμε τόσο, ὅσο ἐκεῖνο, ποτέ δεν θὰ βλαστήσει καρπὸ ἀρετῆς.
Αὐτὰ τὰ λέμε ὄχι γιὰ νὰ ἐμποδίσουμε ἐκείνους ποὺ μποροῦν νὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὴ νηστεία, ἀλλὰ γιὰ νὰ παρακινήσουμε αὐτοὺς ποὺ δὲν θέλουν νὰ βλαφτοῦν. Γιατί ἡ νηστεία, ὅπως ὠφελεῖ ἐκείνους ποὺ τὴν ἀσκοῦν μὲ περίσκεψη, ἔτσι βλαπτει ὅσους τὴν ἐπιχειροῦν ἀπερίσκεπτα. Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ φροντίζουν νὰ ὠφεληθοῦν, ὀφείλουν νὰ φυλάγονται ἀπὸ τὴ βλάβη ποὺ προξενεῖ, δηλαδὴ την κενοδοξία. Τὸ ψωμὶ ποὺ ἦταν νὰ φᾶμε μετὰ τὴ συμπλήρωση τῆς νηστείας, τὴν ὁποία ὁρίζουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἂς τὸ μοιράσουμε στὶς μέρες τῆς ἀσιτίας, τρώγοντας λίγο κάθε μέρα, γιὰ νὰ φιμώσουμε τὸ σαρκικό μας φρόνημα καὶ γιὰ νὰ ἔχει στήριγμα ἡ καρδιά μας στὴν προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι πιὸ ὠφέλιμη. Καὶ ἔτσι θα φυλαχτοῦμε, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ θὰ φροντίσουμε νὰ περάσουμε ὅλες τὶς μέρες τῆς ζωῆς μας με ταπεινοφροσύνη, χωρὶς τὴν ὁποία κανεὶς δὲν θὰ εὐαρεστήσει στὸν Θεό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου