(+) π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ
Η αντορθόδοξη νεοειδωλολατρική κίνηση, στα πρόσωπα των επηρεαζόμενων έξωθεν ηγετών της, στερείται αντικειμενικότητας, καλής θελήσεως, συχνά δε και δυνατοτήτων έρευνας και αμέσου κατανοήσεως των φιλολογικών πηγών, λόγω ανεπαρκούς (ελληνικής) παιδείας. Κάθε, λοιπόν, προσπάθεια εκ μέρους μας πρέπει να απευθύνεται σ’ εκείνους, που δεν εντάχθηκαν ακόμη «ολοτελώς» σ’ αυτήν και διαθέτουν ακόμη την διάθεση ειλικρινούς και έντιμου διαλόγου. Διαφορετικά ισχύει και εδώ ο λόγος του απ. Παύλου προς τον Τίτον για τον «αιρετικόν άνθρωπον» (3,10). Στις περιπτώσεις αυτές αποτελεσματικότερη είναι η προσευχή, η επίκληση γι’ αυτούς της Χάρης του Θεού. π.Γ.Μ
Η ανάπτυξη του κινήματος των αρχαιολατρών ή νεοειδωλολατρών εξελίσσεται, ως μη ώφειλε, σε ανηλεή πόλεμο εναντίον της Χριστιανικής Ορθοδοξίας και των Ορθοδόξων Ελλήνων. Οι ηγέτες δε αυτού του «νεοϊουλιανισμού» φροντίζουν με κάθε τρόπο να καθιστούν αισθητή την παρουσία τους στην ελληνική κοινωνία, διεκδικώντας μάλιστα την επίσημη-κρατική αναγνώρισή τους ως «γνωστής θρησκείας» (έχουν γίνει γι’ αυτό ήδη πολλά διαβήματα, βλ. Μαρτυρία Α’). Ο θριαμβικός τρόπος της μαρτυρίας της παρουσίας τους είναι στα διάφορα δημοσιεύματά τους αισθητός. Αρκεί να διαβάσει κανείς ένα πρόσφατο δημοσίευμα του «Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας (Ιούλιος 2001), με τίτλο «Φουντώνει το κίνημα, “ω Πεισίστρατε”»! Οι νεοειδωλολάτρες-δωδεκαθεϊστές αυτοαποκαλούνται, μάλιστα, «ελληνολάτρες» —παραπλανητικά— διατεινόμενοι ότι η αρχαία προχριστιανική θρησκεία δεν είναι ειδωλολατρική, αλλά η πλέον εξευγενισμένη θρησκεία στην ιστορία της ανθρωπότητος και «η γνησιότερη έκφραση του Ελληνισμού». Βέβαια, η μόνιμη απάντησή μας είναι ότι δεν παύει ποτέ η αρχαία ελληνική θρησκεία να είναι «ειδωλολατρία», έστω και όχι στην παχυλή μορφή άλλων ανατολικών θρησκειών, αφού οι θεοί της δεν είναι μόνο κατασκευάσματα της ευρετικής —είναι γεγονός· φαντασίας των προγόνων μας, ή μεταφορά στις διάφορες ελληνικές θεότητες στοιχείων της ανθρώπινης χαρακτηρολογίας και πραγματικότητας. Είναι, έτσι, ειδωλολατρία ειδικού τύπου.
Όπως επανειλημμένα έχουμε διακηρύξει, η επιθετική μανία των νεοειδωλολατρών —ανεξάρτητα από τον αριθμό τους- είναι ουσιαστικός κίνδυνος για την ενότητα και ομοψυχία του Έθνους μας σήμερα. Είναι η απειλή από το παρελθόν, που βαίνει παράλληλα με την εξ ίσου μεγάλη για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία απειλή από το μέλλον, που είναι η Νέα Εποχή και η παγκοσμιοποίηση, στην πολιτισμική κυρίως διάστασή της. Η νεοειδωλολατρία ζητεί την επιστροφή στην αρχαιότητα με μία εντελώς αντιϊστορική στροφή προς τα πίσω· η παγκοσμιοποίηση επιδιώκει την πολτοποίηση όλων των πολιτισμών, συνεπώς και του ελληνορθοδόξου, για την επικράτηση, πλανητικά, του αμερικανικού «πολιτισμικού» παραδείγματος.
Η νεοειδωλολατρία —για να μείνουμε σ’ αυτήν— προωθεί τον σπαραγμό του εθνικού μας σώματος, ταυτιζόμενη με τις διαθέσεις και τα αναπτυσσόμενα σχέδια του διεθνούς Σιωνισμού, παρόλο που κατά κανόνα —και μάλλον φαινομενικά— οι νεοειδωλολάτρες θέλουν να εμφανίζονται ως «αντισημίτες», χωρίς να γίνεται όμως φανερό, αν αυτό σημαίνει και «αντισιωνιστές»! Το ευρύ στρώμα των Ορθοδόξων Ελλήνων δεν μπορεί να συλλάβει τους στόχους των νεοειδωλολατρών, θεωρώντας την κίνησή τους ως αφελή ρομαντισμό. Μόνος ένας μικρός αριθμός Ελλήνων Ορθοδόξων μπορούν να αντιληφθούν την αλήθεια, ότι δηλαδή πρόκειται για την περίπτωση ενός «Julianus redivivus», αναβίωση δηλαδή του «ιουλιανισμού», με όλο το πάθος και το μίσος κατά του Χριστιανισμού και τη διάθεση όχι μόνο απλής υποκατάστασης, αλλά και αφανισμού του. Χρειάζεται γι’ αυτό από πλευράς Ορθοδόξων ψυχραιμία, όχι όμως και αφέλεια. Είναι, έτσι, ωφέλιμο να αντιμετωπίζεται η περίπτωση με συντονισμό και κυρίως με αγάπη και όχι εκδικητικότητα η πάθος. Και πρώτα-πρώτα χρειάζεται μελέτη της νεοειδωλολατρικής τακτικής και μεθοδολογίας στον πόλεμό της εναντίον της Ορθοδοξίας.
Όποιος μελετήσει τα επιχειρήματα – όπλα των νεοειδωλολατρών του Ελληνικού χώρου και τη στρατηγική τους, διαπιστώνει προκλητικές εμμονές και πλήρη άγνοια του πολεμουμένου μεγέθους, λόγω της εμπαθούς και a priori απορρίψεώς του, οφειλομένης σε προκατάληψη, αλλά και παρερμηνεία των ιστορικών πηγών, λόγω αδυναμίας κατανοήσεώς τους. Παράλληλα διαπιστώνεται εμπλοκή σε καθιερωμένες και αναπαραγόμενες άκριτα ερμηνείες, που αδικούν κυρίως τον Ελληνισμό, διότι ζητεί δικαίωση εκεί, όπου δοξάζεται παγκόσμια ως Ελληνορθοδοξία. Αυτό συνέβαινε όμως ήδη τον 4ο αιώνα (εποχή του αυτοκράτορος Ιουλιανού), όταν η διάθεση των διωκομένων ως τότε χριστιανικών μαζών για αντεκδίκηση (revanche) αντιμετώπιζε την πεισματική εμμονή των διωκτών τους στη θρησκεία των «ειδώλων», με διάσπαση του Ελληνισμού σε παρατάξεις, οι οποίες στη μεταξύ τους σύγκρουση αποδείκνυαν ότι είχαν τελείως αποξενωθεί από το πνεύμα του Χριστιανισμού των αγίων η μία και από το πνεύμα του αυθεντικού Ελληνισμού της φιλοσοφίας η άλλη. Ανάλογο είναι το κλίμα που συνήθως επικρατεί και σήμερα σ’ αυτή την αντιπαράθεση, όταν κυριαρχεί το πάθος και η τυφλή ακρισία, αλλά προ πάντων η άγνοια.
Θα επιμείνω σε κάποια μεθοδολογικά προβλήματα για την κατανόηση της στρατηγικής τακτικής των Νεοειδωλολατρών και της παθολογίας της.
1) Πρώτη διαπίστωση είναι η παντελής απουσία στους περισσότερους νεοειδωλολάτρες κάθε διάθεσης και —συνεπώς και— προσπάθειας κατανοήσεως και ορθής ερμηνείας των χρησιμοποιουμένων εναντίον των Χριστιανών πηγών. Κινούμενοι όχι από ειλικρινή αγάπη για τον Ελληνισμό, αλλά από φανατική προσήλωση στην ειδωλολατρία, στην οποία έχουν μυηθεί οι περισσότεροι έκτος Ελλάδος, αποδεικνύουν αδυναμία κατανοήσεως και των αρχαιοελληνικών κειμένων, όπως θα δούμε, αντιγράφοντας και μεταφέροντας απλώς έτοιμες θέσεις.
2) Τους Νεοειδωλολάτρες διακρίνει κατά κανόνα αδυναμία ερμηνευτικής προσεγγίσεως των πρωτοτύπων πηγών και λόγω άγνοιας της γλωσσικής μορφής των, αλλά και απουσίας της αναγκαίας συμπάθειας και ευαισθησίας. Η θεώρηση δεν γίνεται μόνο «άπ’ έξω», αλλά και με προκατάληψη και πάθος, που εξαφανίζει κάθε δυνατότητα νηφάλιας αντικειμενικότητας. Χωρίς δε την αναγκαία στην ιστορική ερμηνευτική αποστασιοποίηση δεν είναι δυνατή η αντικειμενικότητα.
3) Σε κάθε αντιχριστιανική κίνηση των αρχαιολατρών το συμπέρασμα είναι προειλημμένο (λήψη του αιτουμένου). Επιδιώκεται απλώς, μέσω του βιασμού των κειμένων ή της υποκειμενικής ερμηνείας των, ή «τεκμηρίωση» έτοιμων θέσεων. Και αυτό διευκολύνει η απομόνωση των ιστορικών ειδήσεων και η σκόπιμη παρερμηνεία τους.
4) Αγνοείται, έτσι, παντελώς ή και αθετείται προκλητικά, η ιστορική ερμηνευτική μέθοδος, βάσει της οποίας: α) Η κατανόηση ενός κειμένου είναι δυνατή μόνο στο πλαίσιο της εποχής του (πως λ.χ. κατενοείτο στην αρχαιότητα ο Καιάδας;) και των νοοτροπιών τους (π.χ. η εκτέλεση στη Σπάρτη του Παυσανία, με τη συμμετοχή της μητέρας του). Έτσι, κάθε ενέργεια των Χριστιανών κατά των ει- δώλων εκλαμβάνεται ταυτόχρονα και ως ανθελληνισμός. Η πατερικότητα όμως είναι άμεσα συνδεδεμένη, στο χώρο της παιδείας, με την Ελληνικότητα (πρβλ. λ.χ. τους Τρεις Ιεράρχες και γενικά την πατερική ισορροπία σ’ αυτή την ζεύξη Χριστιανισμού και Ελληνισμού). Αυτό που απερρίφθη χριστιανικά είναι η θρησκεία των ειδώλων και όχι η Ελληνικότητα ως «ζήτησις αληθείας» ή η ελληνική παιδεία, για την οποία ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος είπε το περίφημο εκείνο: «Ούκουν ατιμαστέον την παίδευσιν, επειδή ούτω δοκεί τισιν» (Επιτάφιος εις τον Μ. Βασίλειο, κεφ. ΙΑ’). Δεν πρέπει, άλλωστε, να λησμονείται εδώ η αντικειμενική κρίση του μεγάλου Κ. Παπαρρηγοπούλου: «Εντός της σεσαθρωμένης παλαιάς κοινωνίας» διαμορφώθηκε «κοινωνία ερρωμενεστέρα», η χριστιανική. Η πτώση του Ελληνισμού ως ειδωλολατρικής θρησκείας δεν ήταν αποτέλεσμα των αυτοκρατορικών μέτρων. «Οι ναοί κατέπιπτον και η πίστις εμαραίνετο και εν γένει το αρχαίον θρήσκευμα εφθείρετο, άλλ’ εφθείρετο ήρεμα ως εξ οργανικού θανατηφόρου νοσήματος μάλλον, ή δια πληγών έξωθεν καταφερομένων». Γι’ αυτό όμως απορρίπτεται ο Παπαρρηγόπουλος από τους Νεοειδωλολάτρες ή γίνεται απ’ αυτούς επιλεκτική χρήση του…
5) Απαιτείται σεβασμός στο contextus, κατανόηση δηλαδή της μαρτυρίας μέσα στη συνάφεια της και διακρίβωση των γενετικών σχέσεων των ιστορικών δρωμένων. Στην ιστορία ούτε η αιτιοκρατία ισχύει απολύτως, ούτε όμως και παρθενογενέσεις υπάρχουν. Εδώ ανήκει η δυναμική των προκλήσεων. Π.χ. η εφαρμογή αντιποίνων εκ μέρους των νικητών «χριστιανών» για όσα είχαν υποστεί, διωκόμενοι από την ελληνορωμαϊκή κοινωνία. Είναι ανάγκη, επίσης, να συνεκτιμώνται και η πολιτική των αυτοκρατόρων, αλλά και οι ειδικοί λόγοι των αντιδράσεων των θιγομένων από αυτοκρατορικούς νόμους, όπως εκείνοι του Μ. Θεοδοσίου (378-395). Ο αυτοκράτορας αυτός εξέδωσε λ.χ. το 390 νόμο κατά των ομοφυλοφίλων (καταδίκη σε θάνατο). Η αυστηρότητα όμως του νόμου δεν μπορεί να γίνει κατανοητή, αν δεν ληφθεί υπόψη η επικίνδυνη εξάπλωση της ομοφυλοφιλίας. Κατά την εύστοχη επισήμανση του καθηγ. κ. Στεργ. Σάκκου, «οι αρχαίοι αθλούνταν ολόγυμνοι· γι’ αυτό τα γυμναστήρια ήταν μία από τις αφετηρίες των ανωμάλων πράξεων μεταξύ των ανδρών». Επίταση δε αυτών των φαινομένων σημειώθηκε στην περίοδο της ρωμαιοκρατίας. Ήταν φυσικό, συνεπώς, οι θιγόμενοι να μη τον συγχωρήσουν ποτέ…
Θα προχωρήσουμε όμως και σε καθαρά πρακτικές όψεις, για να καταδειχθούν τα παραπάνω. Συγκεκριμένες προκλήσεις λ.χ. προσφέρουν οι αντιχριστιανικές (αντορθόδοξες) θέσεις του κ. Βλάσση Ρασιά, διατυπωμένες σε ένα φυλλάδιο που έλαβα με τον τίτλο: «Χριστιανικές διώξεις (εναντίον Ελλήνων» και συγκεντρωμένες από το βιβλίο του Βλάσση Ρασιά Γκρεμίστε τους… Πρόκειται για χαρακτηριστική αντιϊστορική και αντιφιλολογική —και σαφώς ιδεολογική— χρήση των πηγών. Θα σταθούμε δειγματοληπτικά σε επισημάνσεις του, σχετιζόμενες με την πολιτική των αυτοκρατόρων και την πολυδιαφημιζόμενη καταστροφή των αρχαίων μνημείων από τους χριστιανούς. Πρόκειται για θεματική που βρίσκεται συνήθως στο επίκεντρο της αντιχριστιανικής στρατηγικής. Κυρίως όμως υποδεικνύονται οι εξαρτήσεις. Σημειώνει, έτσι, ο συγγραφέας:
«326 μ.χ. (sic): Ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος, ακολουθώντας τις οδηγίες της μητέρας του Ελένης (σημ. ήταν Ελληνίδα), καταστρέφει (…) πολλούς ναούς (…) στα Ιεροσόλυμα, Aphaca, Mambrè, Phoenice… κ.λπ.». Η χρήση λέξεων με λατινικούς χαρακτήρες δείχνει την αυτούσια μεταφορά τους από ξένα έργα, από όπου αντλούνται και οι πληροφορίες. Αγνοούνται οι ελληνικές μορφές: Μαμβρή, Φοινίκη! Το ίδιο γίνεται και παρακάτω. Στο έτος 401 λ.χ. διαβάζουμε: «Ο Χριστιανικός όχλος της Καρθάγης» (!). Αγνοείται το ελληνικό όνομα Καρχηδών ή Καρθαγένη και έχει μεταφερθεί το λατινικό Carthago (;) άκριτα. Στο έτος 692 σημειώνεται: «Το Πένθηκτο συμβούλιο της Κωνσταντινουπόλεως…». Μάταια θα προσπαθήσει κανείς να καταλάβει τι σημαίνει «το Πένθηκτο συμβούλιο», αν δεν είναι θεολόγος ή βυζαντινολόγος και δεν γνωρίζει την «Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο» (691/2) «εν Τρούλλω» (στην Κωνσταντινούπολη). Το ότι, βέβαια, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συνεχώς τον όρο «ειδωλολάτρης-ειδωλολατρικός» δικαιολογεί την χρήση τους και από Χριστιανούς συγγραφείς! Με αυτά όμως δεν θέλουμε να ειρωνευθούμι τα λάθη εκ της άγνοιας, που σε όλους μας μπορούν να επισημανθούν, αλλά την άκριτη μεταφορά θέσεων, που διαμορφώνονται σε ανθελληνικά και, κυρίως, αντορθόδοξα κέντρα εκτός Ελλάδος και προωθούνται —πρακτορεύονται καλύτερα— από τους Έλληνες συνεργάτες τους για την διάσπαση και τελικά την διάλυση του Ελληνισμού.
Σοβαρότερο όμως θέμα, από πλευράς πλάνης ή και αλλοιώσεως της ουσίας των πραγμάτων, είναι η περίπτωση καταστροφής των «ειδωλολατρικών» ναών, στην οποία επανέρχεται συνεχώς ο συγγραφέας. Και το ότι, μέσα στο ανταποδοτικό πάθος πολλών «χριστιανών», που τον 4ο αιώνα πέρασαν στην εποχή της revanche, κατεστράφησαν αρχαιοελληνικά μνημεία, που συντηρούσαν τη λατρεία των ειδώλων, είναι γεγονός. Μόνο όμως μέσα στις νοοτροπίες της εποχής είναι δυνατόν να επιχειρηθεί στο σημείο αυτό επιστημονική ερμηνεία. Αρκεί να μελετήσει κάποιος το νεανικό έργο του Μ. Αθανασίου Κατά Ειδώλων (318, όχι «Κατά Ελλήνων», ο τίτλος αυτός είναι μεταγενέστερος και προσετέθη από τους εκδότες), για να κατανοήσει το θεολογικό υπόβαθρο παρομοίων ενεργειών. Άλλωστε, η ιστορία δεν ασχολείται με κατάρες, αλλά με ερμηνείες. Παρ’ όλα αυτά, η επιστημονική προσέγγιση των πραγμάτων μας προσφέρει δυνατότητες ασφαλεστέρων κρίσεων και συμπερασμών.
Επικαλούμεθα τα πορίσματα της ερεύνης διακεκριμένων αρχαιολόγων, που συνοψίζουν τα δεδομένα μακροχρόνων επιστημονικών ερευνών, συναδέλφων τους, αλλά και δικών τους. Το 1994 δημοσιεύθηκε (περ. Ελληνικά, τ. 44, Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 31-50) μελέτη της κ. Πολύμνιας Αθανασιάδη, καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τον τίτλο «Το λυκόφως των Θεών στην Ανατολική Μεσόγειο: Στοιχεία ανάλυσης για τρεις επί μέρους περιοχές». Η κ. Αθανασιάδη, με βαθειά γνώση και επιμέλεια, αξιοποιεί τα δεδομένα των ερευνών του χώρου της για το επίμαχο αυτό θέμα. Πρώτα επιλέγει «τρεις περιοχές της αυτοκρατορίας με διαφορετική γεωγραφική φυσιογνωμία, ιστορικό υπόβαθρο και δημογραφική σύνθεση», εξασφαλίζοντας έτσι για την έρευνά της μεγαλύτερη αξιοπιστία. Οι περιοχές δε αυτές είναι η Ελλάδα, η Κωνσταντινούπολη και Συρία-Παλαιστίνη. Έτσι αντιμετωπίζει εύκολα τις «γενικεύσεις του Λιβανίου», όσο και τον «υπερβολικά μεγάλο αριθμό φιλολογικών μαρτυριών» σε χριστιανούς και εθνικούς συγγράφεις για την καταστροφή ναών, που καταντά, όπως λέγει, «ύποπτος»! «Στην προσπάθειά τους να ηρωοποιήσουν επισκόπους και αυτοκράτορες, σε μια περίοδο, κατά την οποία ο θρησκευτικός φανατισμός θεωρείτο αρετή, συχνά οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς απέδιδαν σ’ αυτούς φανταστικές καταστροφές ναών ή, στην καλύτερη περίπτωση, μεγαλοποιούσαν τα ηροστράτεια ανδραγαθήματά τους». Από την άλλη πλευρά, απαντά η «κινδυνολογία» των εθνικών, για να παρουσιάσουν «τους εαυτούς τους ως μάρτυρες και την κοσμοθεωρία τους ως αντικείμενο συστηματικού και βάναυσου διωγμού, που διεξήγετο παράνομα, στο πλαίσιο μιας θεωρητικά ανεξίθρησκης αυτοκρατορίας». Γι’ αυτό η αντικειμενική συγγραφέας συνιστά «επιφυλακτική στάση» στις όποιες κρίσεις. Η ανεξιθρησκεία άλλωστε αυτοκρατόρων, όπως ο Μ. Κωνσταντίνος, είναι αποδεδειγμένη.
Η μεταφορά «ειδωλολατρικών» μνημείων στη νέα πρωτεύουσα (Κωνσταντινούπολη – Νέα Ρώμη) για την διακόσμησή της ναι μεν εμποδίζει τη συνέχεια των τοπικών λατρειών, αλλά τα αναδεικνύει ακόμη περισσότερο στην ίδια την (χριστιανική, αργότερα) πρωτεύουσα. Εν τούτοις ο Μ. Κωνσταντίνος «επεδίωξε συνειδητά να εξασφαλίσει για την πόλη του τη συνδρομή όλων των θείων δυνάμεων». Έτσι, εκτός από χριστιανικούς ναούς (Αγία Ειρήνη, Άγιοι Απόστολοι) αφιέρωσε και δύο ναούς σε εθνικές θεότητες, τη Ρέα και τη θεά Τύχη. Συνεχίζει όμως η κ. Αθανασιάδη: «Σε τόπους όπως η Αθήνα ή οι Δελφοί, ο κανόνας είναι ότι τα μεταγενέστερα στρώματα έχουν καταστραφεί από τους ίδιους τους αρχαιολόγους στην προσπάθειά τους να φτάσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο κλασικό υπόστρωμα». Τις παρατηρούμενες καταστροφές αποδίδουν οι αρχαιολόγοι στους σεισμούς, τις βαρβαρικές επιδρομές (4ο-6ο αι.) και την εγκατάλειψη. Τα αρχαία μνημεία των Αθηνών και των Δελφών έμειναν απείραχτα από τους χριστιανούς. Η μετατροπή τους σε χριστιανικές εκκλησίες δείχνει περίτρανα τη συνείδηση της ιστορικής συνέχειας. Όσο και αν αυτό δεν ικανοποιεί τους σημερινούς αρχαιολάτρες. Όπως συνηθίζω να λέγω, Πατέρες όπως οι Τρεις Ιεράρχες, όχι μόνο Έλληνες ήσαν, αλλά και φορείς υψηλής ελληνικής παιδείας. Δεν ήσαν επήλυδες, που ενέσκηψαν στον ελληνικό χώρο, για να «θύσουν και απολέσουν», αλλά Έλληνες που γνώριζαν να αποτιμούν αντικειμενικά τα πράγματα, έξω από φανατισμούς και εξαλλοσύνες. Τα κριτήριά τους ήταν πνευματικά, όπως αναπτύξαμε επαρκώς στην προηγουμένη ενότητα. Γνώριζαν την ειδωλική πλάνη, αλλά δεν ήσαν ικανοί για βιαιότητες.
Την συνείδηση της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων – Χριστιανών, που δεν απέρριψαν τον πολιτισμό των προγόνων τους, αλλά μόνο την θρησκεία τους —η οποία δεν ήταν παρά νοσταλγία της εν Χριστώ αληθείας, όπως επεσήμανε ήδη ο Απόστολος Παύλος στον Άρειο Πάγο των Αθηνών (Πράξ. 17,23)— υποστηρίζει και η κ. Αθανασιάδη: «Οι εκκλησίες και τα παρεκκλήσια, που βρέθηκαν σπαρμένα μέσα και γύρω από το τέμενος του Απόλλωνα (= στους Δελφούς) υπογραμμίζουν τη συνέχιση της πανάρχαιης θρησκευτικής παράδοσης του τόπου». Όπως, άλλωστε, θρησκειολόγοι και λαογράφοι έχουν παραδεχθεί, αν «ξυπνούσε» σήμερα ένας αρχαίος Έλληνας και βρισκόταν σε ένα χριστιανικό πανηγύρι, δεν θα ένοιωθε ξένος στο περιβάλλον. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι πολλοί σύγχρονοι επικριτές της ορθόδοξης λαϊκής θρησκευτικότητας, κυρίως της ελληνικής, σ’ αυτό το «επιχείρημα» καταφεύγουν, λησμονώντας ότι η ελληνική θρησκευτικότητα παρέμεινε ακέραιη, άλλαξε όμως ο προσανατολισμός της (Πράξ. 17, 23: Ο Απόστολος Παύλος δεν καταστρέφει ή διαστρέφει την ελληνική θρησκευτικότητα, αλλά την στρέφει προς τον αναμενόμενο Αληθινό Θεό). Άλλωστε, η ελληνική πολυθεΐα δεν ήταν, κατά πολλούς θρησκειολόγους (π.χ. Λ. Φιλιππίδης), παρά θεοποιητική αποστασιοποίηση των ιδιοτήτων της μιας ενιαίας θεότητας. «Ο βανδαλισμός ιερών αντικειμένων (από χριστιανούς Έλληνες) ήταν πράξη σπάνια στην Ελλάδα», δέχεται η κ. Αθανασιάδη. Τέτοιες περιπτώσεις είναι «μεμονωμένες». «Η γενική εντύπωση από την Ελλάδα είναι ότι η φθίνουσα αρχαία πίστη ενέπνεε στους νεοφώτιστους χριστιανούς, παρά τη δομική μισαλλοδοξία της θρησκείας τους, σεβασμό και συχνά κάποια συγκίνηση». Ακόμη και ο όχι τόσο ανεξίθρησκος Κωνστάντιος (337-361) «δεν φαίνεται να πείραξε ναούς», αλλά και «οι καλλιεργημένοι χριστιανοί του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος αντιμετώπισαν τα αρχαία ιερά ως έργα τέχνης και όχι ως κατοικία των δαιμόνων».
Οι φανατικοί, βέβαια, δεν έλειπαν —όπως σε κάθε εποχή—, αλλά οι προτροπές τους για καταστροφή κατά κανόνα έπεφταν στο κενό. Ως την εποχή του Ιουστινιανού εισέρρεαν αρχαία εθνικά μνημεία στην Κωνσταντινούπολη. Μόνο εκεί, που δεν υπήρχε «επαφή με την αστική παιδεία του ελληνορωμαϊκού κόσμου», εκτός δηλαδή του ιστορικού ελληνικού χώρου, και οπού «η παραδοσιακή θρησκεία είχε ισχυρές ρίζες», παρατηρείται φανατισμός και γίνονται καταστροφές. Αυτό συνέβαινε περισσότερο στην Ανατολή (Συρία – Φοινίκη – Παλαιστίνη). Η κ. Αθανασιάδη όμως ερμηνεύει με τα επιστημονικά κριτήριά της τις συμπεριφορές και σε περιοχές όπως η Συρία: «…εδώ δεν έχουμε μίαν αμιγή περίπτωση θρησκευτικού φανατισμού, αλλά ένα ξέσπασμα κοινωνικού και φυλετικού μίσους, ένα υποσυνείδητο εθνικό κίνημα με αμφίεση, βέβαια, θρησκευτική». Και αυτό στηρίζεται σε έρευνες διαφόρων ειδικών (βλ. Μαρτυρία Β’). Με αυτό το κριτήριο μπορούν να ερμηνευθούν και μεταγενέστερες συμπεριφορές, χωρίς βέβαια να αγνοούνται και οι προκλήσεις εθνικών ομάδων. Όπου δε κυριαρχούν προκλήσεις (προβοκάτσιες), οι συμπεριφορές μένουν ανεξέλεγκτες.
Σκόπιμα «εκμεταλλευθήκαμε», καθ’ υπερβολήν μάλιστα, την έρευνα της εκλεκτής Συναδέλφου, διότι προσφέρει σημαντικές δυνατότητες για την ερμηνεία και κατανόηση πραγμάτων, που η κακοπιστία, κακεντρέχεια, αλλά και η ανθελληνική σκοπιμότητα των ξένων κέντρων συστηματικά παρερμηνεύει. Τα πορίσματα της κ. Αθανασιάδη μου επιβεβαίωσε σε μια —σπουδαιότατη για με— επικοινωνία μας (19.7.2000) και ο γνωστός αρχαιολόγος (+) Άγγελος Χωρέμης, ερμηνεύοντας την περίπτωση του Μεγάλου Θεοδοσίου. Κατά την γραπτή δήλωσή του, «το διάταγμα του Θεοδοσίου του Μεγάλου (391-3 μ.Χ.) αναφέρει απαγόρευση λατρείας σε αρχαία ιερά και την είσοδο στους ναούς, δεν εντέλλεται όμως την καταστροφή τους. Άλλωστε δεν φαίνεται ανασκαφικά τέτοια καταστροφή… Τα μεγάλα κέντρα της αρχαίας λατρείας, εκείνα ακριβώς που λογικά θα έπρεπε να υποστούν τη μεγαλύτερη καταστροφή, όπως οι Δελφοί, η Ολυμπία, η Δωδώνη, τα ιερά των Αθηνών κ.α. δεν φαίνεται, ανασκαφικά τουλάχιστον, να έπαθαν ζημιές από ανθρώπινο χέρι στα τέλη του δ’ αι. μ.Χ. Εξ άλλου, πολλοί ναοί της αρχαίας λατρείας σώθηκαν ως τις ημέρες μας σχεδόν ανέπαφοι, κυρίως στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία (όπου επίσης βασίλευε ο Μ. Θεοδόσιος), αλλά και την κυρίως Ελλάδα, όπως το συγκρότημα της Ακροπόλεως των Αθηνών, ο ναός του Ηφαίστου (Θησείον) και ο Ναός του Ιλισού». Μάλιστα, στον Θεοδοσιανό Κώδικα (XVI, 10,25) «επιτρέπεται στους χριστιανούς να μετατρέπουν τους αρχαίους ναούς σε χριστιανικούς» και γι’ αυτό δεν καταστράφηκαν, αλλά σώθηκαν αυτούσιοι (βλ. τον αρχαίο ναό κάτω από τον ανηγερμένο από την αγία Ελένη τον δ’ αιώνα ναό της Παναγίας της Καταπολιανής ή Εκατονταπυλιανής στην Πάρο, που ανακάλυψε ο αρχαιολόγος Α. Ορλάνδος. Κατά τον μεγάλο βυζαντινό λόγο Διον. Ζακυθηνό η διάταξη αυτή έγινε ακριβώς για να σωθούν οι ναοί. «Δεν υπάρχει —λοιπόν— καμμία κρατική πολιτική, που να ενθαρρύνει την καταστροφή των αρχαίων ιερών». Εκδηλώσεις φανατισμού μεμονωμένων προσώπων παρατηρούνται —και κατά τον Άγγ. Χωρέμη— στο πνεύμα της «revanche», αυτό όμως ουδέποτε υπήρξε πολιτική του Μεγάλου Θεοδοσίου, για να μείνουμε σε έναν τόσο παρεξηγημένο στο σημείο αυτό αυτοκράτορα. Ακόμη και η περίπτωση της κατάργησης των Ολυμπιακών Αγώνων, με την οποία βαρύνεται από τους νεοειδωλολάτρες ιδιαίτερα ο Θεοδόσιος, κατανοείται διαφορετικά από εκείνους, φυσικά, που μπορούν να «αναγνώσουν» και αποκρυπτογραφήσουν τις πηγές επιστημονικά, διασταυρώνοντας δηλαδή τις πληροφορίες και, το σημαντικότερο, μη αρκούμενοι στη μία και μοναδική πηγή πληροφόρησης «άνευ ετέρου», διότι αυτό «βολεύει» την αντιχριστιανική πολεμική.
Το 392, με διάταγμα του Θεοδοσίου, παρακωλύονται οι αθλητικοί αγώνες λόγω του θρησκευτικού (ειδωλολατρικού) χαρακτήρα τους, με αποκορύφωμα την κατάργηση των Ολυμπιακών αγώνων (393), στο πλαίσιο όμως της απαγορεύσεως κάθε εθνικής θρησκευτικής εκδηλώσεως και όχι από φανατικό «ανθελληνισμό». Διότι ούτε τα ιερά της Ολυμπίας καταστράφηκαν, ούτε πολύ περισσότερο το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Ολυμπίου Διός, που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, για την διακόσμηση της νέας πρωτεύουσας του Κράτους. Το πρόβλημα ήταν, λοιπόν, η λατρεία των ειδώλων και όχι το πνεύμα του Ολυμπισμού. Η παύση των Ολυμπιακών αγώνων, που είχαν από μακρού περιέλθει σε κατάσταση πτώσεως και παντελούς ανυποληψίας, ήταν η μεγαλύτερη γι’ αυτούς ευεργεσία. Οι Ολυμπιακοί αγώνες είχαν πεθάνει ηθικά πολύ προ του Θεοδοσίου. Θα επικαλεστούμε εδώ την γνώμη του μεγάλου αθλητικογράφου Άγγ. Παλαιολόγου: «Όταν το 393 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας διέτασσε την κατάπαυση των Ολυμπιακών Αγώνων, διέπραττε βεβαίως μια βάρβαρη πράξη. Όμως η πρακτική αξία αυτής της απαγόρευσης δεν ήταν το ίδιο μεγάλη, γιατί ο Θεοδόσιος στην πραγματικότητα παραβίαζε ανοικτάς θύρας, αφού οι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν πια περιπέσει σε κατάσταση ύψιστης παρακμής και ανυποληψίας. Οι αγώνες μπορεί να μην είχαν σταματήσει ακόμα, είχε όμως εκλείψει η Ολυμπιακή Ιδέα» (βλ. Μαρτυρία Γ’).
Εξ άλλου, είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αντιόχεια, την πόλη του Λιβανίου, αλλά και του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, την πόλη των μεγάλων φιλοσοφικών και θεολογικών αναζητήσεων, αλλά και των μεγάλων θρησκευτικών παθών, διεξάγονταν κανονικά ως το 510 ή 521 μ.Χ. γυμνικοί αγώνες προς τιμήν του Ολυμπίου Διός, με το όνομα «Ολυμπιακοί», μολονότι οι κυρίως Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν προ πολλού καταργηθεί. Θα επαναλάβουμε, λοιπόν, ότι χωρίς αντικειμενικότητα και αμεροληψία, αλλά και επαρκή γνώση των πηγών, δεν μπορεί να γράφεται ιστορία. Προ πάντων είναι τελείως αντιεπιστημονική η ιδεολογική «χρήση» μιας πηγής και η απολυτοποίησή της.
Μετά από αυτά φαίνεται πόση αξιοπιστία μπορεί να αναζητήσει κανείς στη δήλωση του κ. Βλ. Ρασιά για το έτος 393 μ.Χ.: «Οι αγώνες Πύθεια, Άκτια και ΟΛΥΜΠΙΑKOI κηρύσσονται παράνομοι σαν μέρος της Ελληνικής Ειδωλολατρίας. Οι Χριστιανοί καταστρέφουν τα ιερά της Ολυμπίας».
(…)
Στο σημείο αυτό μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποιες συμπερασματικές διαπιστώσεις. Η παραπάνω αναφορά μας ήταν δειγματοληπτική και καθόλου εξαντλητική. Παρ’ όλα αυτά επιτρέπονται κάποιες σαφείς εξακριβώσεις:
α) Η αντορθόδοξη νεοειδωλολατρική κίνηση, στα πρόσωπα των επηρεαζόμενων έξωθεν ηγετών της, στερείται αντικειμενικότητας, καλής θελήσεως, συχνά δε και δυνατοτήτων έρευνας και αμέσου κατανοήσεως των φιλολογικών πηγών, λόγω ανεπαρκούς (ελληνικής) παιδείας. Κάθε, λοιπόν, προσπάθεια εκ μέρους μας πρέπει να απευθύνεται σ’ εκείνους, που δεν εντάχθηκαν ακόμη «ολοτελώς» σ’ αυτήν και διαθέτουν ακόμη την διάθεση ειλικρινούς και έντιμου διαλόγου. Διαφορετικά ισχύει και εδώ ο λόγος του απ. Παύλου προς τον Τίτον για τον «αιρετικόν άνθρωπον» (3,10). Στις περιπτώσεις αυτές αποτελεσματικότερη είναι η προσευχή, η επίκληση γι’ αυτούς της Χάρης του Θεού.
β) Θα πρέπει γι’ αυτό να προσεγγίζουμε τις κινήσεις αυτές ως νέες προκλήσεις για την χριστιανική μας πίστη και, μέσα από την αναγκαία ιστορική αναδρομή, να τις αντιμετωπίζουμε, όπως ακριβώς οι πρώτοι Χριστιανοί αντιμετώπιζαν τον τότε εθνικό κόσμο. Οι εργασίες θεολόγων, όπως ο π. Ι. Ρωμανίδης, μας έχουν προσανατολίσει και πάλι στην φύση της Εκκλησίας ως «Σώματος Χριστού» και στον τρόπο ιεραποστολικής ενέργειάς της στον κόσμο. Ο Χριστιανισμός δεν εμφανίσθηκε στην ιστορική σκηνή ως μία νέα θρησκεία, με στόχο την διεκδίκηση ανωτερότητας έναντι των άλλων. Αν ήταν έτσι, θα είχε γίνει αποδεκτός από το ελληνορωμαϊκό πάνθεο της εποχής χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Αυτό που προκάλεσε τόσες αντιδράσεις ήταν η διεκδίκηση μοναδικότητας και αποκλειστικότητας στη σωτηρία (πρβλ. Πράξ. 4,12: «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία», παρά μόνο στον Ιησού Χριστό, ως μοναδική ένσαρκη παρουσία του Θεού στην ιστορία). Παρενθετικά δε, μπορούμε να πούμε, ότι αυτό ακριβώς είναι που απειλείται σήμερα στο πνεύμα της νεοεποχικής πανθρησκείας, με την ισοπέδωση του Χριστιανισμού στην αναγκαστική σύμφυρσή του με όλα τα θρησκεύματα του κόσμου. Επανήλθαμε δηλαδή, με τη Νέα Εποχή, στις ίδιες περίπου συνθήκες, γι’ αυτό και επιβάλλεται η ίδια ιεραποστολική μέθοδος και τακτική.
ΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ Ή ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΙΑ;
Απάντηση στη Νεοπαγανιστική Πρόκληση
Εκδόσεις Αρμός – σελ.123-149 (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου