ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ που Βάνδαλοι, σαν πραγματική θεομηνία, σάρωναν αλύπητα τις χώρες της Ευρώπης κι άφηναν μόνο ερείπια στο πέρασμά τους, η Ιταλία πέρασε τα πιο πολλά δεινά. Οι ωραίες πόλεις της αφανίζονταν η μία μετά την άλλη. Οι άνθρωποι ωδηγούντο, σαν κοπάδια, αιχμάλωτοι στα βάθη της Αφρικής.
Τα δύστυχα αυτά χρόνια ο Παυλίνος, ο Επίσκοπος μιας πόλεως της Καμπανίας, ξώδευσε την περιουσία του κι όλα τα χρήματα της Εκκλησίας για την εξαγορά αιχμαλώτων. Το κακό όμως ήτο τόσο μεγάλο, που, αν και έμεινε μόνο με τα ρούχα που φορούσε, ο φιλάνθρωπος Επίσκοπος, δε μπόρεσε να επαρκέση για όλους.
Μια μέρα πήγε και τον βρήκε μια φτωχή
χήρα με σπαραγμένη καρδιά. Έπιασαν το μοναχογυιό της αιχμάλωτο και
ζητούσε από τον καλόν Επίσκοπο να τον απελευθερώση. Οι θρήνοι της
ράγιζαν ακόμη και τις πέτρες.
Ο Παυλίνος τη συμπόνεσε, έκλαψε μαζί της.
Έψαξε και ξανάψαξε το αδειανό του σπίτι. Απελπισμένος διεπίστωσε πως δεν
είχε μείνει πια τίποτε για να δώση. Ξαφνικά του ήρθε κάποια έμπνευσις.
— Βλέπεις κι εσύ ή ίδια, είπε στην πονεμένη μητέρα, πως δεν μου έμεινε πια τίποτε για να ανακουφίσω τη δυστυχία που μας βρήκε από τις αμαρτίες μας. Ό,τι διαθέτω αυτή τη στιγμή είναι ο εαυτός μου. Ευχαρίστως τον προσφέρω για να πάρης πίσω το παιδί σου.
Η απαρηγόρητη γυναίκα τα έχασε προς στιγμήν. Νόμιζε πως ο Επίσκοπος ήθελε να την ξεγελάση και ξέσπασε σε ασυγκράτητο οδυρμό. O Παυλίνος της είπε τότε να τον ακολουθήση. Επήγαν στον βάρβαρο που κρατούσε το γυιό της και για μεγάλη της ανακούφισι είδε πως κατώρθωσε να κάνη την ανταλλαγή.
Μαζί με πολλούς άλλους αιχμαλώτους
ωδηγήθηκε και ο Παυλίνος στην Αφρική. Όταν έγινε η διανομή, αυτόν τον
κράτησε στην υπηρεσία του ο γαμβρός του Ηγεμόνος των Βανδάλων και τον
έβαλε να καλλιεργή τον κήπο του.
Με μεγάλη επιμέλεια επεδόθηκε ο Άγιος
Επίσκοπος στη δουλειά που του ανέθεσαν να κάνη. Κάθε μέρα έφερνε στο
τραπέζι του αφέντη του καλοπεριποιημένα λαχανικά και φρούτα. Με την
καλωσύνη και την εργατικότητά του κέρδισε την εκτίμησί του. Συχνά
πήγαινε στον κήπο και κουβέντιαζαν μαζί χίλια δυό πράγματα. Ο βάρβαρος
θαύμαζε τη σοφία και την πολυμάθεια του δούλου του. Συν τω χρόνω
δημιουργήθηκε μία στενή φιλία μεταξύ του ξένου αιχμαλώτου και του νεαρού
δουκός.
Ύστερα από πολύ καιρό είπε μία μέρα, εκεί που συνομιλούσαν στον κύριό του ο Παυλίνος, κάπως αινιγματικά:
— Είναι καιρός να φροντίσετε για τη μελλοντική διοίκησι του βασιλείου σας.
— Γιατί το λες αυτό, Παυλίνε; ρώτησε ο νεαρός δούκας.
Στην αρχή ο Παυλίνος αρνήθηκε να δώση περισσότερες εξηγήσεις. Ύστερα όμως εξαναγκάσθηκε να του φανέρωση, πως του είχε αποκαλύψει ο Θεός, ότι θα πέθαινε πολύ γρήγορα ο γέρο-βασιλιάς. Ο δούκας, αν και δεν το πολυπίστεψε, το είπε στον πενθερό του. Εκείνος πάλι θέλησε από περιέργεια να γνωρίση αυτόν τον παράξενο άνθρωπο που άκουγε, καθώς έλεγε, τον Θεό του να του ομιλή.
— Έλα αύριο να φάμε μαζί το μεσημέρι και θα τον δης στο τραπέζι μου, του είπε ο γαμβρός του.
Την άλλη μέρα ο βασιλιάς πήγε στο παλάτι του δουκός. Ο Παυλίνος, όπως συνήθιζε πάντοτε, έφερε φρέσκα φρούτα στο τραπέζι. Σαν τον είδε ο βασιλιάς ταράχτηκε.
— Κάποιο μυστήριο κρύβει ο άνθρωπος αυτός, ψιθύρισε στ’ αυτί του γαμβρού του.
Όταν ο Παυλίνος απομακρύνθηκε, του διηγήθηκε ένα παράξενο όνειρο που είχε ιδεί την περασμένη νύκτα.
— Μου φάνηκε πως με πήγαιναν δεμένο στο κριτήριο, για να δικασθώ τάχα για όλες μου τις πράξεις. Ανάμεσα στους δικαστάς μου, που ήσαν πολλοί, βρισκόταν και τούτος ο άνθρωπος. Έδειχνε πως κατείχε ξεχωριστή θέσι, γιατί πρόσταξε να πάρουν το σκήπτρο από τα χέρια μου και μ’ αυτό να με δείρουν. Για ρώτησε τον να σου φανερώση ποιός είναι. Μα την άλήθεια, δεν μου φαίνεται συνηθισμένος άνθρωπος.
Παραξενεμένος ο δούκας απ’ όσα άκουσε από το στόμα του πενθερού του, πήρε παράμερα τον αιχμάλωτό του κι άρχισε να τον εξετάζη για την πατρίδα και την καταγωγή του.
— Είμαι δούλος του Θεού, έλεγε ο Παυλίνος, που συ δέχτηκες να τον κρατήσης αντί του γιού της χήρας.
Ο δούκας όμως, δεν ήθελε πια να πεισθή. Τον ώρκιζε λοιπόν με όρκους φοβερούς να του φανερώση την αλήθεια.
Έτσι ο Παυλίνος αναγκάσθηκε να φανέρωση,
πως ήτο Επίσκοπος και πως θεληματικά παραδόθηκε αιχμάλωτος για την αγάπη
του πλησίον του. Σαν άκουσε αυτές τις αποκαλύψεις ο κύριός του, τόσο
τον ευλαβήθηκε, που έπεσε στη γη και του φιλούσε τα πόδια. Ύστερα τα
διηγήθηκε όλα στο βασιλιά κι οι δυο μαζί φώναξαν τον Παυλίνο και τον
είπαν:
— Ζήτησέ μας ό,τι θέλεις, για να σε στείλωμε με πολλά δώρα, όπως σου ταιριάζει, πίσω στην πατρίδα σου, γιατί είναι άπρεπο να κρατάμε εδώ αιχμάλωτο έναν άνθρωπο σαν κ’ εσένα.
Ο Παυλίνος τους ευχαρίστησε για τις καλές τους διαθέσεις, αλλά δεν δέχτηκε να πάρη δώρα.
— Σε τίποτε δεν θα μου χρησιμεύσουν, έλεγε. Αν όμως επιθυμήτε πραγματικά να κάνετε κάποιο καλό, ελευθερώστε όλους τους συμπατριώτες μου που κρατάτε εδώ αιχμαλώτους.
Οι ηγεμόνες δέχτηκαν ευχαρίστως να
κάνουν για χατήρι του αυτή την προσφορά. Έγιναν έρευνες σ’ όλο το
βασίλειο, για να βρεθούν οι συμπατριώται του Παυλίνου. Αφού τους
συγκέντρωσαν όλους, τους έστειλαν με πλοία πίσω στην πατρίδα τους μαζί
με τον Επίσκοπό τους και με πολλά τρόφιμα και δώρα από τον βασιλιά.
Ύστερα από λίγο καιρό πραγματοποιήθηκε η
προφητεία του Παυλίνου. ο γέρο-βασιλιάς πέθανε και τον διαδέχθηκε ο
νεαρός δούκας, που σ’ όλη του τη ζωή θυμόταν τον άγιο Επίσκοπο και το
φωτεινό παράδειγμά του.
(Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)
Απολυτίκιον Αγίου Παυλίνου του Ελεήμονος, επισκόπου της Νόλα. Ήχος πλ. δ’.
Εν τη υπομονή σου εκτήσω τον μισθόν σου Πάτερ Όσιε, ταις προσευχαίς αδιαλείπτως εγκαρτερήσας, τους πτωχούς αγαπήσας, και τούτοις επαρκέσας. Αλλά πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, Παυλίνε Ελεήμον μακάριε, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Άγιος Παυλίνος ο Ελεήμων, επίσκοπος της Νόλα (+431)
Εορτάζει στις 22 Ιουνίου και 23 Ιανουαρίου
Ο άγιος πατέρας μας Παυλίνος γεννήθηκε στο Μπορντώ περί το 353. Η οικογένειά του ανήκε στην ανώτερη ρωμαϊκή αριστοκρατία και κατείχε απέραντες εκτάσεις στην Γαλατία, την Καμπανία και την Ισπανία.
Έλαβε υψηλή μόρφωση κοντά στον Αυσόνιο, τον μεγαλύτερο ρήτορα της εποχής του, και τόσο διακρίθηκε στην ποιητική τέχνη ώστε τιμάται ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της λατινικής Χριστιανοσύνης.
Μόλις ενηλικιώθηκε τού ανατέθηκαν υψηλές πολιτικές θέσεις: έγινε μέλος της Συγκλήτου, έλαβε το αξίωμα του υπάτου και χρημάτισε μάλιστα διοικητής της Καμπανίας (380). Διαμένοντας ένα διάστημα στην Ισπανία για υποθέσεις του, νυμφεύθηκε εκεί την πλούσια αρχόντισσα Θηρασία, κατόπιν δε εγκαταστάθηκε στην Ακουϊτανία στα κτήματά του μοιράζοντας τον χρόνο του ανάμεσα στην διαχείριση των υποθέσεών του και στις λογοτεχνικές δραστηριότητές του.
Η συνάντηση με τον άγιο Βικτρίκιο της Ρουέν (7 Αυγ.) και τον άγιο Μαρτίνο Τουρώνης (11 Νοεμ.), ο οποίος τον θεράπευσε από μία ασθένεια του ματιού, καθώς και το προσκύνημα στον τάφο του αγίου Φήλικος στη Νόλα της Καμπανίας (14 Ιανουαρ.), αλλά κυρίως η σωτήρια επιρροή του Δελφίνου, επισκόπου του Μπορντώ (24 Δεκ.), , συνέβαλαν να συνειδητοποιήσει τη ματαιότητα του κοσμικού βίου και να στραφεί προς τον Θεό. Βαπτίσθηκε στη Νόλα το 389 από τον Δελφίνο και άρχισε αμέσως να διάγει ασκητική πολιτεία και να απομακρύνεται από τα αγαθά τού κόσμου τούτου.
Εγκαταστάθηκε στην Ισπανία επί τέσσερα έτη, όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος παρά την θέλησή του στη Βαρκελώνη, μετά από τις πιέσεις του λαού που θαύμαζε τις αρετές του (393). Κατά την παραμονή του αυτή ο θάνατος του νεογέννητου γιου του εμβάθυνε την μεταστροφή του και την αποταγή του από τον κόσμο και άρχισε να σκορπίζει την περιουσία του για να αποκτήσει τα ουράνια. «Με όλα μου τα πλούτη», έγραφε, «εξαγόρασα το δικαίωμα να φέρω τον σταυρό μου• με όλα τα επίγεια αγαθά μου πλήρωσα την ελπίδα του ουρανού• γιατί η ελπίδα και η πίστη αξίζουν περισσότερο από τα πλούτη της σαρκός». Επιστρέφοντας κατόπιν στην Ακουιτανία ελευθέρωσε τους δούλους του, άνοιξε τις αποθήκες του στους φτωχούς και χρησιμοποίησε τα χρήματα από τις πωλήσεις των γαιών του και των σπιτιών του στην εξαγορά αιχμαλώτων και στην αρωγή των απόκληρων.
Από εκεί μετέβη στο Μιλάνο, όπου συνάντησε τον άγιο Αμβρόσιο (7 Δεκ.), τον οποίο θεωρούσε πνευματικό πατέρα του και εν συνεχεία στη Ρώμη, όπου ο θαυμασμός που έδειξαν στο πρόσωπό του πολλοί για τη μεταστροφή του επέσυρε επάνω του τον φθόνο ορισμένων μελών του ανώτερου κλήρου, αφού ακόμη και ο ίδιος ο πάπας τον δέχθηκε με ψυχρότητα. Όσο για τα μέλη της αριστοκρατίας που είχαν παραμείνει ειδωλολάτρες, θεωρούσαν αυτή την μεταστροφή ως ακρότητα και κατηγορούσαν τον Παυλίνο ότι είχε στερήσει από το Κράτος τις υπηρεσίες του.
Παρά το γεγονός ότι ο άγιος κατακρίθηκε από όλους τους κοσμικούς, εγκωμιάσθηκε από τους ανθρώπους του Θεού: ο άγιος Μαρτίνος έλεγε γι’ αυτόν ότι ήταν ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που εφάρμοσε πλήρως στην πράξη τα ευαγγελικά προστάγματα και ο άγιος Ιερώνυμος του έγραφε για να του επιδαψιλεύει συμβουλές για την ασκητική πολιτεία.
Ο άγιος Παυλίνος αποσύρθηκε τότε στη Νόλα, όπου οργάνωσε κοντά στον ξενώνα, τον οποίο είχε ανεγείρει για τους φτωχούς προσκυνητές κατά το πρώτο του προσκύνημα, μία αδελφότητα ασκητών. Η σύζυγός του, με την οποία ζούσε μετά τη μεταστροφή του σαν αδελφός με αδελφή, εγκαταστάθηκε εκεί κοντά για να τον βοηθά στα φιλανθρωπικά του έργα. Απογυμνωμένος από υπάρχοντα, φορούσε χιτώνα από τρίχες καμήλας, έτρωγε το βράδυ ψωμί με χόρτα και λαχανικά και επιδιδόταν με ακρίβεια στις προσευχές και στους ύμνους κατά τη νύχτα όπως και κατά την ημέρα.
Κάθε χρόνο, στις 14 Ιανουαρίου, έρχονταν εκεί πλήθη προσκυνητών για να εορτάσουν τον άγιο Φήλικα στη μεγάλη βασιλική που είχε ανεγείρει ο Παυλίνος, μαζί με βαπτιστήριο και πολλά οικοδομήματα προς εξασφάλιση φιλοξενίας. Η φήμη όμως του ανθρώπου του Θεού προσείλκυε επίσης και επισκέπτες, ευσεβείς αριστοκράτες και ασκητές, όπως η αγία Μελάνη η Πρεσβυτέρα (ήταν ξάδελφος της) (8 Ιουν.) και κατόπιν η εγγονή της Μελάνη η Νεωτέρα (31 Δεκ.).
Ο αποτραβηγμένος και αυστηρός βίος δεν απέτρεπε, ωστόσο, τον Παυλίνο από την ποιητική δραστηριότητά του, συνέχισε δε να διατηρεί εκτενή αλληλογραφία με τους μεγάλους ανθρώπους της Εκκλησίας του καιρού του, συγκεκριμένα τον άγιο Αυγουστίνο, τον άγιο Αμβρόσιο και τον άγιο Σουλπίκιο Σεβήρο, όπως και με υψηλά πρόσωπα της Γαλατίας και της Ρώμης στα οποία ενέπνεε τις ευαγγελικές αρετές.
Το 409 χειροτονήθηκε επίσκοπος Νόλης και υποχρεώθηκε να ασκήσει το αξίωμά του σε μία περίοδο ιδιαίτερα ταραγμένη. Τον επόμενο χρόνο, μετά την κατάληψη της Ρώμης, οι βάρβαροι διείσδυσαν μέχρι τη Νόλα και συνέλαβαν τον άγιο επίσκοπο, ο οποίος, στερεωμένος από μία εμφάνιση του αγίου Φήλικος, τους αντιμετώπισε με γενναιότητα. Στην φυλακή ανέπεμψε την προσευχή αυτή: «Κύριε, κάνε να μη βασανιστώ ούτε για τον χρυσό μου ούτε για τα χρήματά μου, γιατί Εσύ γνωρίζεις πού βρίσκονται όλα τα αγαθά μου». Λέγεται μάλιστα ότι παραδόθηκε για να γίνει δούλος στους βαρβάρους ώστε να εξαγοράσει τον γιο μιας φτωχής γυναίκας.
Συνοψίζοντας τη δραστηριότητά του ως ποιμένος, ο βιογράφος του αναφέρει: «Δεν φρόντιζε να τον φοβούνται, αλλά μελετούσε πώς να τον αγαπούν όλοι. Καθώς δεν τον άγγιζαν οι ύβρεις εναντίον του, τίποτε δεν ήταν ικανό να τον οργίζει. Δεν διαχώριζε την ευσπλαγχνία από τη δικαιοσύνη, κι αν ήταν υποχρεωμένος να τιμωρήσει, το έκανε σαν πατέρας που εκπαιδεύει. Ο βίος του ήταν το υπόδειγμα όλων των καλών έργων και η υποδοχή του παραμυθία όλων εκείνων που δοκιμάζονταν. Κανείς δεν απομακρυνόταν από αυτόν χωρίς την επιθυμία να τον πλησιάσει πάλι, και κανείς δεν είχε την ευτυχία να του μιλήσει, δίχως την επιθυμία να μην τον αποχωριστεί». Ακόμη και οι αυτοκράτορες τον εκτιμούσαν τόσο που τον κάλεσαν σε μία Σύνοδο που έγινε στη Ραβέννα, προκειμένου να επιλέξει ανάμεσα σε δύο υποψήφιους για την διαδοχή του πάπα Ζωσίμου (419).
Όταν έφθασαν οι τελευταίες ημέρες του αγίου, ενώ υπέφερε από σοβαρή ασθένεια στο πλευρό, εμφανίσθηκαν σε αυτόν ο άγιος Ιανουάριος (21 Απριλ.) και ο άγιος Μαρτίνος για να του αναγγείλουν ότι η λύτρωσή του δεν θα αργούσε. Τέλεσε την θεία Λειτουργία σε θυσιαστήριο που ανήγειραν κοντά στο κρεβάτι του, μαζί με δύο επισκόπους που είχαν έλθει να τον επισκεφτούν, και κάλεσε να μεταλάβουν όλους τους μετανοούντες στους οποίους είχε στερήσει τη θεία Κοινωνία. Κατόπιν απηύθυνε φλογερή προσευχή στον Θεό με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό. Χάρις στα χρήματα που είχε φέρει από θεία Πρόνοια ένας ιερέας μπόρεσε να πληρώσει το χρέος που είχε συνάψει για να φτιαχτούν ρούχα για τους φτωχούς και αφού αποχαιρέτησε τον κλήρο του με ευχές για ειρήνη, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο τη νύχτα της 22ας Ιουνίου 431. Τα τίμια λείψανά του βρίσκονται σήμερα στον καθεδρικό ναό της Νόλας.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Ιούνιος, 22. Εκδόσεις Ορμύλια.
/iconandlight
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου