Βασισμένο σε καταγραφή της Δόμνας Σαμίου στα Τσιμάντρια της Λήμνου το 1973.
Εδώ μας στείλαν’ κι ήρταμε σε τούτα τα παλάτια,
που ‘ναι τα σπίτια δίπατα, γι’ αυλές μαρμαρωμένες.
Τρεις άρχοντες τα φτιάχνανε κι οι τρεις αντρειωμένοι.
Με το ψηφί με το γυαλί, με το μαργαριτάρι
από μέσα με το μάλαμα κι’ από ‘ξω με τ’ ασήμι,
κι από ‘ξω απ’ την πόρτα τους αγιόκλημα θεμένο.
Κάνει σταφύλι ροζακί, κάνει κρασί μοσχάτο,
όσες μανάδες το ‘πιανε καμιά παιδί δεν κάνει,
κι αν το ‘πινε κι η μάνα μας δεν ήθελε μας κάνει.
Είπαμε για το σπίτι σας, ένα καλό τραγούδι,
ο Θος να το πολυχρονά και να το στερεώνει.
Έχει αφέντη όμορφο, κερά μαλαματένια,
κι αν πεις και τα παιδάκια τους είν’ ούλα ένα-ένα.
Να πουμ’ για τον αφέντη μας κανέ καλό τραγούδι.
Σένα σε πρέπ’ αφέντη μου καρέκλα καρυδένια,
για ν’ ακουμπά η μέση σου η μαργαριταρένια.
Σένα σε πρέπ’ αφέντη μου, σκαμνί και μαξιλάρι,
να κοσκινίζεις το φλουρί, να πέφτει τ’ αλογάρι.
Σένα σε πρέπ’ αφέντη μου, καράβια ν’ αρματώνεις,
και τα σκοινιά του καραβιού, να τα μαλαματώνεις.
Είπαμε για τον αφέντη μας, ο Θός να τον φυλάγει,
Ο Θός να τον πολυχρονά και να τον στερεώνει.
Να πούμ’ και για τ’ κυράτσα μας κανέ καλό τραγούδι.
Κυρά ψιλή, κυρά λιγνή, κυρά καμπανοφρύδα,
σήκω κυρά μου, κι άλλαξε να πας ταχιά στα φώτα,
στα φώτα, στα φωτίσματα κι από καιρού και πάντα,
πούναι το χρόνο μια φορά κι έχουν και νοστιμάδα.
Στα φώτα στα φωτίσματα και στου Θεού το σπίτι,
βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθη,
και του κοράκου το φτερό, βάλτο καμπανοφρύδι.
Την όχεντρα, την πλουμιστή, γιορντάνι στο λαιμό σου,
τα κοχλιδάκια του γιαλού, κουμπιά στον κάβαδό σου,
τον άμμο, τον αμέτρητο, ψιλό μαργαριτάρι.
Είπαμ’ για την κυράτσα μας ένα καλό τραγούδι,
ο Θός να την πολυχρονά και να την στερεώνει.
Να πούμ’ και για το γιόκα σας κανέ καλό τραγούδι.
Αν έχεις γιο στα γράμματα και σέρνει το κοντύλι,
να δώσ’ ο Θός κι η Παναγιά να βάλει πετραχείλι.
Κορώνα στο κεφάλι του σαν είν’ στη λειτουργία
και πατερίτσα με σταυρούς μέσα στην εκκλησία.
Να πούμ’ και για το μικρέλι σας ένα καλό τραγούδι.
Πιάνει στους κάμπους πέρδικες και στα βουνά λαγκάδια,
και μεσ’ στα πετροχτίσματα πιάνει περιστερούδια.
Να πούμ’ και για την κόρη σας κανέ καλό τραγούδι.
Προξενητάδες έρχονται, προξενητάδες φεύγουν
ρωτούνε και ξαναρωτούν ποιανού ‘ναι αυτή η κόρη,
που ‘χει τα μάτια σαν ελιές, τα φρύδια σαν γαϊτάνι,
που ‘χει το μελιτζανοχειλο, ζωγράφος δεν το φκιάνει,
πούναι η ομορφότερη, απ’ όλες τις κοπέλες.
Την κόρη σου την όμορφη γραμματικός τη θέλει,
μ’ αν είναι και γραμματικός πολλά προικιά γυρεύει.
Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχυα,
γυρεύει και τη θάλασσα με ούλα τα καράβια.
Γυρεύει και τον κυρ-Βοριά να τα καλαρμενίζει,
γυρεύει και τον κυρ-Νοτιά, να τα καλοαράζει.
Να πουμ’ και για τα μικρέλια σας κανέ καλό τραγούδι.
Για λούζεται, για χτένζιτα, για μοσχοσαπνιζέτα,
για στέλνετά στο σχολειό, γράμματα μάθαινέτα.
Ο δάσκαλος τα μάλωσε μια μια χρυσή βεργίτσα,
δασκάλισσα τα μέρωσε με μια ποδιά καρύδια.
Βάζουν τα κλάματα στ’ ποδιά και το χαρτί στο χέρι,
και πάνε στη μανούλα τους, την κρυφοχαϊδεμένη.
Πούνε παιδί μ’ τα γράμματα, πού είν’ ο λογισμός σου;
Τα γράμματα είναι στο σχολειό και τα καρύδια στ’ τσέπη μ’.
Έχουμε κι άλλα πιότερα μα η ώρα δεν μας σώνει,
γιατί είν’ ο Αυγερινός κοντά κι η Πούλια ξημερώνει.
Φέρτε πανέρια κάστανα, πανέρια λεπτοκάρυα,
φέρτε και το γλυκό κρασί, να πιούν’ τα παλικάρια.
Σήκω κυρά μου, κι άνοιξε, μην κάνεις τόσο νάζι,
γιατί είν’ πασ’ τα μεσάνυχτα, μας έφαγε τ’ αγιάζι.
Σήκω κυρά μου, κι άνοιξε την αργυρένια πόρτα,
κι αν έχεις γρόσια δώστα μας, φλουριά μην τα λυπάσαι.
Κι από το μαύρο γούρτζελο κανένα κομματάκι,
κι από τη μαύρη κότα σας, κανένα αυγουλάκι.
Ακόμα δεν τον εύρηκες τον μάνταλο ν’ ανοίξεις,
να μας κεράσεις ‘να κρασί και πάλε να σφαλίσεις.
Μαλαματένιος ποταμός να τρέξ’ μεσ’ την αυλή σας,
να πλύντε τα ρουχάκια σας, να λάμπει το κορμί σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου