Ξέρουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ πού ἐξῆλθε ἀπό τήν παρθενική γῆ. Ἡ γυναίκα πού ἔγινε ἡ αἰτία τῆς κατάρας τώρα ἐκφέρει τήν δρόσον τῆς εὐλογίας. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ νέος Νῶε πού ὑπόσχεται νά μᾶς διαναπαύσει ἀπό τίς λύπες καί τά ἔργα τῶν χειρῶν μας. Εἶναι ὁ ἀγενεαλόγητος Μελχισεδέκ πού ἔρχεται νά κληρονομήσει βασιλείαν καί ἱερωσύνην αἰώνιον. Παρῆλθε ἐπιτέλους ἡ μακρά νύχτα τοῦ σκότους καί τό ἑωθινό φῶς εἰσχωρεῖ μέσα στό γνόφο τοῦ Παλαιοδιαθηκικοῦ ἱερείου, τοῦ ναοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, πού εἶναι στραμμένος περισσότερο στήν αἰώνια ἀνατολή, παρά στήν καθημερινότητα.
Ἡ Ἁγία Παρθένος ὅταν ἀφιερώθηκε μέσα στόν ναό καί ἤτανε μέσα στόν ναό, προσευχομένη μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, βέβαια, εἶχε μέσα Της ὅλο τό κεφάλαιο τῆς ἁγιότητος τῶν Δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Σέ Αὐτήν κορυφωνόταν ὅλη ἡ ἁγιότητα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καί μέ τήν προσευχή Της κατέβασε τόν νοῦ Της στήν καρδιά Της, μᾶς λέγει ἡ παράδοση. Ἐκεῖ, μέσα στήν καρδιά Της ἔκανε δυό ἀνακαλύψεις: ἐκεῖ ἑνώθηκε μέ τόν Θεό καί τῆς μεταδόθηκε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει ἄλλη ἐπιθυμία ἀπό τό νά σωθεῖ ὅλος ὁ κόσμος. Καί ἄρχισε ἐκεῖ ἡ προσευχή τῆς μεσιτίας Της γιά ὅλο τό γένος τοῦ Ἀδάμ.
Τότε ἡ Παναγία Παρθένος διάβασε τό χωρίον τοῦ Ἠσαΐα πού λέγει «Ἰδού ἡ παρθένος ἔξει ἐν γαστρί καί τέξεται υἱόν καί καλέσουσιν τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ. Αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» . Ὅταν διάβασε αὐτό τό χωρίο, τότε θεϊκή ἐνέργεια ἔφλεξε τήν καρδιά Της καί ἀπό ἐκείνη τή στιγμή δέν μποροῦσε νά χωρίσει τόν νοῦ Της ἀπό αὐτό τό χωρίο καί ἄναψε μιά ζέουσα προσευχή μέσα Της: «Ὁ Θεός, ἀξίωσέ με νά γίνω ἡ θεραπαινίς, ἡ ὑπηρέτρια, ἐκείνης τῆς γυναίκας πού θά εἶναι ἡ μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ». Πάνω στή ζέση αὐτῆς τῆς προσευχῆς Της ἐμφανίστηκε ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ καί τῆς λέει «χαῖρε, Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ, εὐλογημένη Σύ ἐν γυναιξί» . Ἐσύ θά εἶσαι ἡ μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ καί ὄχι ἡ ὑπηρέτρια. Καί ἔχει νόημα αὐτό καί μποροῦμε νά τό διακρίνουμε καί πίσω ἀπό τά λόγια τοῦ Εὐαγγελίου. Διότι, ἀμέσως μετά, γίνεται μιά ἔκρηξη τοῦ λόγου στά χείλη τῆς Ἁγίας Παρθένου, ἔκρηξη πού ἐνεργεῖται ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Καί εἶπε Μαριάμ: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον, καί ἠγαλλίασεν τό πνεῦμα μου ἐπί τῷ Θεῶ τῷ σωτήρι μου» . Ἔτσι, ἦταν ἡ Ἁγία Παρθένος σέ μιά ἄβυσσο ταπεινώσεως. Προεξεπλήρωνε προφητικά τόν νόμο πού ἔμελλε νά δώσει ὁ Υἱός καί Θεός Της, ὅτι «ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται» . Γι’ αὐτό καί τήν ὕψωσε ὁ Θεός. Ἔβαλε τόν Ἑαυτό Της στήν ὁδό τοῦ Κυρίου, πού ἡ ὁδός τοῦ Κυρίου εἶναι κάθοδος, κατάβασις στή γῆ καί ἀκόμα καί στόν ἅδη καί μετά ἡ ἀνάβασις. Καί ἐπειδή ἔβαλε τόν Ἑαυτό Της καί τό Πνεῦμα Της σέ αὐτήν τήν κενωτική ὁδό, βρέθηκε στήν ὁδό τοῦ Κυρίου, καί ὁδός εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, καί ἑπομένως ὁ Κύριος ἔγινε συνοδοιπόρος Της, ἑνώθηκε μαζί Της, ἀξιώνοντάς Την νά γίνει τό κατοικητήριό Του.
Γέροντας Ζαχαρίας του έσσεξ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου