Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΑΡΚΩΣΙΝ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
Ἡ Κυριακὴ τῶν
Ἁγ. Προπατόρων δὲν εἶναι ἁπλῶς τιμὴ εἰς Δικαίους,
ἀλλὰ ἐνδεικτικὴ τοῦ θεολογικοῦ χάσματος Ὀρθοδόξων – παπικῶν.
Μέθοδος τοῦ διαλόγου ἔπρεπε νὰ ἦτο ἡ ἀμοιβαία
ἀποτίμησις τῶν λατρευτικῶν σχημάτων.
Γράφει ὁ π. Μάξιμος Λαυρεώτης, Πιτερχάους, Πανεπιστήμιον Κέμπριτζ
Τὰ προεόρτια τῶν Χριστοῦ Γεννῶν ἀποτελοῦν μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικώτερες ἐξελίξεις στὸ Ἀνατολικὸ Ὀρθόδοξο Λειτουργικὸ Τυπικό. Ἡ προέλευσή τους μπορεῖ νὰ ἀνιχνευθῆ στὴν Ἰουδαϊκὴ λατρεία τῶν προγόνων, ἕνα ἀπὸ τοὺς σημαντικώτερους ἱεροὺς θεσμοὺς τῶν ἀρχαίων Ἰσραηλιτῶν, ποὺ θεωροῦσαν τοὺς προγόνους τους ὡς διαιωνίζουσα ἐπέκταση τῆς συλλογικῆς ὀντότητος τοῦ Ἰσραήλ.
Ἔχοντας κληρονομήσει τέτοια παράδοση οἱ πρῶτοι Ἰουδαῖο- Χριστιανοὶ (1 Τιμ. 5: 4) ἦσαν σὲ θέση νὰ θεωρήσουν τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀποκορύφωμα ἑνὸς μακρόπνοου καὶ μοναδικοῦ Θείου Σχεδίου, ποὺ δικαίωνε ἀπόλυτα τὴν παρουσία τοῦ Ἰσραὴλ μέσα στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἔτσι ὁ ἑορτασμὸς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἔγινε στὴν οὐσία ἑορτασμὸς τοῦ γενεαλογικοῦ δέντρου τοῦ Χριστοῦ, γνωστοῦ ὡς Ρίζης τοῦ Ἰεσσαὶ (Ἡσ. 11: 1). Δύο Εὐαγγέλια γράφτηκαν μὲ αὐτή τὴν προοπτική, τοῦ Λουκᾶ καὶ τοῦ Ματθαίου, βλέποντας τὴν σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητος ὡς μετάθεση ἀπὸ τὸ γενεαλογικὸ δέντρο τοῦ πρώτου Ἀδὰμ σὲ ἐκεῖνο τοῦ Δεύτερου Ἀδὰμ (1 Κορ. 15: 47-49) καὶ ἀνοίγοντας ἔτσι τὸν δρόμο πρὸς λειτουργικὴ ὡριμότητα μιᾶς ἑορτῆς ἀφιερωμένης στοὺς Προπάτορες τοῦ Χριστοῦ, ὡς τοὺς πλέον καθοριστικοὺς παράγοντες τῆς Ἐνσαρκώσεώς Του.
Μόνη ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία διατήρησε ἄθικτο αὐτὸ τὸ πρωταρχικὸ δόγμα τῆς σωτηρίας μέχρι σήμερα καὶ ἔτσι οἱ Ἅγιοι Προπάτορες τοῦ Χριστοῦ κατεῖχαν πάντα ἐξέχουσα θέση μεταξὺ τῶν Ἁγίων – ὁ κύριος λόγος ἦταν ὄχι ἡ συγγένεια αἵματος μὲ τὸν Χριστὸ ὡς ἄνθρωπο, ἀλλὰ πρωτίστως ἡ Ταυτότης τους μὲ Ἐκεῖνον ὡς Θεὸν διὰ τῆς Θέας τῆς Ἀκτίστου Δόξης Του. Σωστὰ λοιπὸν ἀπεκλήθησαν Πατέρες τόσο τοῦ παλαιοῦ καὶ νέου Ἰσραὴλ κατὰ σάρκα (Ρωμ. 9: 4-5. 1 Κορ. 10: 1) ὅσο καὶ Προφῆτες (Ἰω. 1: 45) κατὰ Πνεῦμα, διὰ τοῦ Ὁποίου καὶ εἶδαν τὸν Χριστὸ πρὶν τὴν Ἐνσάρκωσή Του.
Ἐξ ἀρχῆς οἱ Χριστιανοὶ θεωροῦσαν τοὺς Προφῆτες καὶ Ἀποστόλους ὡς θεμέλιους τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφ. 2:20) καὶ τοὺς ἑαυτούς τους ὡς “συμπολίτας τῶν Ἁγίων” (2: 19) συνηθισμένοι καθὼς ἦσαν ἐξ αἰτίας τῶν Ἰουδαϊκῶν ριζῶν τους νὰ τιμοῦν “πνεύματα δικαίων τετελειωμένων” (Ἑβρ. 12: 23).
Ὑπάρχει μαρτυρία ὅτι ἡ ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Προφητῶν, δηλαδὴ ὅλων τῶν δικαίων Ἀνδρῶν καὶ Γυναικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Π.Δ.) ἐτελεῖτο πρὸ τῆς εἰκονομαχίας κατὰ τὴν Α’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Ἀλλὰ κατὰ τὸ ἔτος 842 μ.Χ. ἐντελῶς ἔνθεσμα οἱ Εἰκονόφιλοι ἐπέλεξαν εἰδικὰ αὐτὴν τὴν Κυριακὴ πρὸς πανηγυρισμὸ τῆς Ἀναστηλώσεως τῶν Ἁγίων Εἰκόνων καθὼς συνέδεαν στενώτατα τὴ Σωτήρια Θέα τοῦ Χριστοῦ πρὸ τῆς σαρκώσεώς Του ὑπὸ τῶν Προφητῶν μὲ τὴν σωτήρια θέα τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ ὑπὸ τῶν πιστῶν. Τὰ βιβλικὰ ἀναγνώσματα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς (Α’ Νηστειῶν), γνωστῆς πλέον ὡς Κυριακῆς τῆς “Ὀρθοδοξίας, παρέμειναν αὐτούσια, ὅπως ἦσαν πρὶν τὸ 842, ὅταν ἡ Κυριακὴ αὐτὴ ἦταν ἀκόμα Κυριακὴ τῶν Προφητῶν. Στὴν ἀρχὴ οἱ δύο ἑορτὲς συνεωρτάζοντο τὴν ἴδια ἡμέρα. Στὴν συνέχεια, ἡ ἑορτὴ τῶν Προφητῶν ὑπεχώρησε βαθμιαῖα χάριν τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀχράντου τοῦ Χριστοῦ Εἰκόνος καὶ ἐν τέλει μετατέθηκε. Ἡ μεγάλη λειτουργικὴ ἀναγέννηση ποὺ ἀκολούθησε κατὰ τοὺς ἑπόμενους τῆς εἰκονομαχίας αἰῶνες ἐπέφερε ἀναθεώρηση τῶν μεγάλων Ἑορτῶν τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἐγίνετο ὅλο καὶ πιὸ αἰσθητὴ ἡ ἀνάγκη νὰ ἑορτάζονται οἱ Προφῆται σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ Χριστούγεννα, καθὼς τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου ἔδινε ἔμφαση στὸν Γενάρχη τοῦ γενεαλογικοῦ δέντρου τοῦ Χριστοῦ Ἀβραάμ.
Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ θεώρηση τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου, ἐπισκόπου Λουγδούνου, ἤδη ἀπὸ τὸν δεύτερο αἰῶνα μ.Χ.:
Ἀλλὰ ὁ Υἱός, “φέρων πάντα” τὰ τοῦ Πατρός, “ἐργάζεται ἕως ἄρτι”, καὶ ἄνευ Υἱοῦ οὐδείς δύναται νὰ φθάσει εἰς γνῶσιν Θεοῦ. Διότι ὁ Υἱὸς εἶναι γνῶσις τοῦ Πατρὸς- ἀλλὰ ἡ γνῶσις τοῦ Υἱοῦ βρίσκεται μέσα στὸν Πατέρα καὶ ἔχει ἀποκαλυφθεῖ διὰ τοῦ Υἱοῦ- καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος διεκήρυξε: “οὐδείς ἐπιγινώσκει τὸν Υἱὸν εἰ μὴ ὁ Πατήρ, οὐδὲ τὸν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ Υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλύψαι”. Τὸ δὲ «ἀποκαλύψαι» δὲν ἀναφέρεται μόνον στὸ μέλλον, ὡσὰν ὁ Υἱὸς νὰ ἄρχισε νὰ φανερώνει τὸν Πατέρα μετὰ τὴν σάρκωσίν Του ἐκ τῆς Μαρίας, ἀλλὰ ἰσχύει ἀπόλυτα ἀνὰ τοὺς αἰῶνας. Διότι ὁ Υἱὸς ἐμφανιζόμενος ἐξ ἀρχῆς εἰς τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Του ἀποκαλύπτει τὸν Πατέρα σὲ ὅλους· σὲ ὅσους θέλει, καὶ ὅποτε θέλει, καὶ καθὼς ὁ Πατὴρ θέλει. Ὁπότε, εἰς πάντας καὶ διὰ πάντων διήκει ἕνας Θεός, ὁ Πατήρ, καὶ ἕνας Λόγος καὶ Υἱός, καὶ ἕνα Πνεῦμα, καὶ μία σωτηρία γιὰ ὅλους ποὺ πιστεύουν εἰς Αὐτόν.
Ἑπομένως ὁ Ἀβραάμ, γνωρίζοντας τὸν Πατέρα διὰ τοῦ Λόγου, τοῦ ποιήσαντος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, ὡμολόγησε Αὐτὸν Θεὸν καὶ ἔχοντας μάθει ἀπὸ τὴν ἐπαγγελία πρὸς αὐτὸν ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ θὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ θὰ ἀναστραφεῖ μεταξὺ ἀνθρώπων, καὶ μέχρις ἐλεύσεώς Του οἱ ἀπόγονοί του θὰ ἔχουν φθάσει σὲ ἀριθμὸ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ἐπεθὺμησε νὰ ἰδεῖ αὐτὴ τὴν ἡμέρα, ἔτσι ὥστε νὰ ἐναγκαλισθεῖ καὶ ὁ ἴδιος τὸν Χριστὸ- καὶ βλέποντάς την διὰ τοῦ πνεύματος τῆς προφητείας ἀγαλλίασε καὶ πανηγύρισε. Ἀλλὰ καὶ ὁ Συμεὼν ἐπίσης, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του. Ὁλοκλήρωσε τὴν ἀγαλλίαση τοῦ Πατριάρχου λέγοντας: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ- ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν· φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ”. Καὶ ὁ ἄγγελος μὲ τὸν ἴδιο τρόπο εὐηγγελίσθη χαρὰ μεγάλη στοὺς ποιμένες ποὺ ξαγρυπνοῦσαν στοὺς ἀγρούς. Καὶ ἡ Μαριὰμ εἶπε: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον, καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμα μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρι μου”. Αὕτη εἶναι ἡ ἀγαλλίασις τοῦ Ἀβραὰμ μεταβιβαζόμενη στοὺς ἀπογόνους ποὺ φύτρωσαν ἀπὸ αὐτόν, ὅλους ἐκείνους ποὺ ἔβλεπαν, ἐβάσταζαν καὶ ἐπίστευαν τὸν Χριστὸ- ἀφετέρου, ἀντίστροφος ἀγαλλίασις ἐξεδηλοῦτο ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Ἀβραὰμ κατευθυνόμενη πρὸς αὐτὸν ἀπὸ ὅλους τούς ἀπογόνους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἰδοῦν τὴν ἡμέραν τοῦ Χριστοῦ. Ὀρθότατα λοιπὸν ὁ Κύριος ἔδωσε μαρτυρία περὶ αὐτοῦ λέγοντας: “Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμὴν καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη».
Καὶ δὲν εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια γιὰ τὸν Ἀβραὰμ μόνον, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δείξει πώς ὅλοι ὅσοι εἶχαν γνωρίσει τὸν Θεὸ ἀπ’ ἀρχῆς τοῦ κόσμου καὶ εἶχαν εὐαγγελισθεῖ προφητικῶς τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, εἶχαν δεχθεῖ αὐτὴν τὴν ἀποκάλυψη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Υἱὸ – ὁ ὁποῖος “ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις” ἔγινε ὁρατὸς καὶ παθητὸς καὶ μίλησε μὲ τοὺς ἀνθρώπους – ὅτι θὰ ἀναστήσει ἀπὸ τοὺς λίθους τέκνα τῷ Ἀβραὰμ ἐκπληρώνοντας ἔτσι τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀβραὰμ ὅτι θὰ κάνει τὸ σπέρμα του σὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ”, ὅπως ὁ Ἰωάννης Βαπτιστὴς λέγει: “ὅτι δύναται ὁ Θεὸς καὶ ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ.” Τώρα ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς τὸ ἔπραξε αὐτὸ ἀποτραβώντας ὅλους ἐμᾶς ἀπὸ τὴν λατρεία τῶν λίθων, καὶ κάνοντάς μας νὰ ὑπερβοῦμε στεῖρες καὶ ἄγονες φιλοσοφίες, καὶ ἐγκαθιστώντας μέσα μας τὴν πίστη τοῦ Ἀβραάμ, ὅπως ὁ Παῦλος ἀπέδειξε, λέγοντας ὅτι εἴμαστε τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ καὶ κατ’ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι”… (Ἔλεγχος καὶ Ἀνατροπὴ τῆς Ψευδωνύμου Γνώσεως, βιβλίο Δ΄: 6-7).
Πολὺ ἀργότερα, κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Σταυροφοριῶν (13ος αἰώνας) κατάφερε ἡ ὑπόδουλη στοὺς Φράγκους Ἀνατολὴ νὰ ἐκφράσει τὶς θεολογικὲς ἀντιρρήσεις της στὴν Λατινικὴ Δύση.Αὐτὸ ἔλαβε χώρα ἔμμεσα ὑπὸ τὴν μορφὴ Λειτουργικῆς Ἀναγέννησης, κύριος ἐμπνευστὴς τῆς ὁποίας ἀναδείχθηκε ὁ Μητροπολίτης Νικαίας καὶ οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Γερμανὸς ὁ Νέος, ἀλλὰ καὶ ἄμεσα ὅταν ὁ τελευταῖος σὲ συνεργασία μὲ τὸν Αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Ἰωάννη Βατάτζη (1222-1254) συγκάλεσε τὸ 1232 τὴν Σύνοδο τοῦ Νυμφαίου (μεταξὺ Σμύρνης καὶ Σάρδεων, ὅπου εἶχε μεταφερθῇ ἡ πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας), ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ 1234 καὶ ἀπετέλεσε τὴν πρώτη ἀπόπειρα ἑνώσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν.
Ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς γεννήθηκε στὸν Ἀνάπλου, προάστιο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πιθανότατα μετὰ τὸ 1175, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὶς πρῶτες περὶ αὐτοῦ μαρτυρίες ἱστορικῶν ἦτο διάκονος τῆς Ἁγίας Σοφίας κατὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως ὑπὸ τῶν Σταυροφόρων (1204). Τὰ δυσάρεστα γεγονότα τὸν ὡδήγησαν στὴν Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Πανευμόρφου στὴν περιοχὴ Ἀχυράνης, ὅπου ἔζησε ὡς μοναχὸς ἐπὶ 18 ἔτη μέχρι τῆς ἐπιλογῆς του ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Βατάτζη ὡς διαδόχου τοῦ ἀποθανόντος Πατριάρχου Μανουὴλ Σαραντηνοῦ. Ἡ περίοδος τῆς μοναχικῆς ἡσυχίας ὑπῆρξε ἀσφαλῶς ἡ γονιμότερη τῆς ζωῆς τοῦ Γερμανοῦ καὶ στὴν διάρκειά της κατάφερε νὰ μελετήσῃ συστηματικὰ τὴν Λατινικὴ λειτουργικὴ καὶ θεολογικὴ παράδοση, ὅπως ἐτηρεῖτο ἀπὸ τὸν Λατινικὸ κλῆρο καὶ τοὺς εὐγενεῖς ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθῇ στὴν πρῴην Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία.
Συγκλονιστικὴ ἐντύπωση ἔκαναν στὸ Γερμανό, διακρινόμενο ἤδη γιὰ τὴν θεολογική του κατάρτιση καὶ τὴν ἁγιότητα βίου, θεμελιώδεις διαφορὲς στὸν Λειτουργικὸ χῶρο, καὶ κορυφαία μεταξὺ αὐτῶν ἦταν ἡ ἀνακάλυψη τοῦ ὅτι οἱ Πατριάρχαι, Προφῆται καὶ Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν ἐτιμῶντο ὡς Ἅγιοι, οὔτε ἐτελεῖτο ποτὲ ἡ μνήμη των.
Ἐξ ἴσου μεγάλη ἐντύπωση τοῦ ἔκαμε τὸ ὅτι τὰ δόγματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶχαν ἐντελῶς ξεχασθῇ καὶ ἐπικρατοῦσαν διδασκαλίες ἐντελῶς ἀντίθετες πρὸς αὐτὰ στὴν λατρεία καὶ τὴν θεολογία τῶν Λατίνων. Ἐπὶ πλέον τόσο ἡ βίαιη ἁρπαγὴ ἱερῶν λειψάνων ὅσο καὶ ἡ ἄρνησή των νὰ τιμοῦν αὐτὰ καὶ τὶς πολυπληθεῖς θαυματουργὲς εἰκόνες τῆς κατ’ Ἀνατολὰς Χριστιανοσύνης διὰ προσκυνήσεως εἶχε κυριολεκτικὰ σκανδαλίσει τόσο τοὺς ἁπλοϊκοὺς πιστοὺς ὅσο καὶ τὸν θεολογικὰ καλλιεργημένο ἀνώτερο κλῆρο τῶν ὀρθοδόξων.
Ἡ Αὐγουστίνεια θεολογία ἦταν ἄγνωστη ἐκείνη τὴν ἐποχὴ στὴν Ἀνατολὴ καὶ κανεὶς δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ φαντασθῇ ὅτι σύμφωνα μ’ αὐτὴν τὴν θεολογία ὅλοι ἀνεξαιρέτως ὅσοι ἔζησαν πρὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἦσαν ἀπωλεσμένοι ἁμαρτωλοί, λάφυρα τοῦ διαβόλου καὶ εὑρίσκοντο αὐτομάτως εἰς τὴν κόλαση μετὰ τὸν θάνατό τους. Οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μποροῦσε νὰ κάνῃ τίποτε γι’ αὐτοὺς ἔστω κι ἂν εἶχαν ζήσει ἐνάρετα, καθότι ἡ μόνη λύση ποὺ διέθετε πρὸς σωτηρίαν τους προϋπέθετε τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ προκειμένου νὰ ἰσχύσῃ. Παρὰ τὴν ἀντίθετη διδασκαλία τῆς Γραφῆς, ἡ ὁποία κάνει λόγο σαφέστατα γιά ἀναμάρτητους ἀνθρώπους πρὸ Χριστοῦ (Ρωμ. E΄: 14), ἡ προσαρμογὴ στὴν Αὐγουστίνεια πλάνη περὶ συλλογικῆς ἁμαρτωλότητος καὶ ἐνοχῆς ὅλων τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀδάμ, ὡδήγησε πολὺ νωρὶς τοὺς Λατίνους θεολόγους στὴν ἀπόρριψη τῶν Ἁγίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κατὰ πλήρη ἀντίφαση πρὸς τὴν πρῴιμη Χριστιανικὴ παράδοση. Σήμερα, κανεὶς δὲν φαίνεται νὰ ἀποδίδῃ ἰδιαίτερη σημασία στὶς τρομακτικὲς συνέπειες ποὺ ἡ ἀλλοίωση αὐτὴ συνεπάγεται, τόσο στὴν Χριστολογία ὅσο καὶ στὴν Ἀνθρωπολογία τῆς ἀρχαίας καὶ ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, οὔτε ἔχει μέχρι στιγμῆς τεθῆ τέτοιο θέμα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐνάρξεως τῶν οἰκουμενικῶν διαλόγων, πρὶν σχεδὸν ἑκατὸ χρόνια.
Ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ποὺ διεῖδε αὐτὲς τὶς συνέπειες καὶ ἐνὴργησε πάνσοφα ἀπαντῶντας στὴν πρόκληση ὄχι μὲ ἀπ’ εὐθείας ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῶν Αὐγουστίνειων πλανῶν, ἀλλὰ μὲ λειτουργικὴ ἀναγέννηση τῆς ὀρθόδοξης λατρείας καὶ ἔντονη προβολὴ τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος δι’ αὐτῆς, κατὰ τρόπο ποὺ ἐξέθετε τὴν ἀδυναμία τῶν Λατινικῶν θέσεων. Τὸ σημαντικώτερο ἐπίτευγμα τῆς πρωτοβουλίας τοῦ Γερμανοῦ ὑπῆρξε ἡ εἰσαγωγὴ Κυριακάτικων Ἑορτῶν, ἀφιερωμένων σὲ εἰδικὲς κατηγορίες Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι τόσο μὲ τὸν τρόπο βιοτῆς τους, ὅσο καὶ μὲ τὸ ἔργο τους συντέλεσαν ἀποφασιστικὰ στὴν ἀνάδειξη τῶν θεμελιωδῶν Ἀληθειῶν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.
Πρωτεύουσα θέση στὸν νέο κύκλο Ἑορτῶν ποὺ εἰσήγαγε, κατέχει ἡ Κυριακὴ τῶν Προπατόρων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοποθετημένη εὐστοχώτατα ὡς Προετοιμασία τῆς μεγάλης Ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Τὸ συγκλονιστικῆς σημασίας περιεχόμενο αὐτῆς τῆς Προετοιμασίας γιὰ τὴν χριστιανικὴ αὐτοσυνειδησία φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τὴν στενώτατη συνάρτησή της μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου, ἔτσι ὥστε ν’ ἀποτελῇ τὴν πιὸ οὐσιώδη πλευρὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς Σαρκώσεως. Μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς Ἑορτῆς τῶν Προπατόρων ὡς Κυριακάτικης Ἑορτῆς (ἀπὸ ἀκίνητη ἑορτὴ ποὺ ἦταν πρὶν), ἡ Προετοιμασία τῶν Χριστουγέννων ἀναδείχθηκε μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικώτερες ἐξελίξεις στὸ Ἀνατολικὸ Ὀρθόδοξο Λειτουργικὸ Τυπικό.
Ἡ μὴ ἀναγνώριση τῶν Ἁγίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπὸ τοὺς Λατίνους κατακτητὲς τῆς Κωνσταντινούπολης ἔθετε ἐπὶ τάπητος γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὸ ζήτημα τοῦ τρόπου σωτηρίας τοῦ κόσμου. Πιστοὶ στὴν ἀρχαία ὁλικὴ θεώρηση τῆς σωτηρίας οἱ Ἀνατολικοί, εἶχαν ἤδη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου (β΄ αἰών) ἀντιληφθῆ ὅτι ὡς ἄκτιστη προαιώνιος ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου ὄχι ἁπλῶς ἐνηργεῖτο ἀνέκαθεν χωρὶς κανένα κώλυμα, ἀλλὰ καὶ προηγεῖτο τῆς ἐν χρόνῳ δημιουργίας τοῦ κόσμου (Β΄ Τιμ. Α΄ 9). Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἦταν «ἐσφαγμένος ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» (Ἀποκ. ΙΓ΄ 8), αἰώνια «προεγνωσμένος» (Α΄ Πέτρ. Α΄18) καὶ ἀμετάκλητα ἀποφασισμένος νὰ θυσιασθῇ ὑπὲρ τῶν κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσίν Του πολλῶν ἀδελφῶν Του, ἡ ἐν Χριστῷ Σωτηρία τοῦ κόσμου εἶχε ὄχι ἁπλῶς συντελεσθῆ μὲ γενικὴ ἔννοια, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ μέρους πραγματωθῆ σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐξ ἀπαρχῆς τῆς δημιουργίας εἶχαν δεχθῆ τὴν Ἄκτιστη Ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑπὸ μορφὴν Θεοφανίας, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς πρωτόπλαστους.
Ἐπειδὴ ἡ Ἄκτιστη Ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Τριάδος σὲ ὁποιοδήποτε λογικὸ κτίσμα ἀποτελεῖ ὄχι μόνο ὕψιστη φανέρωση τῆς Ἀλήθειας περὶ Θεοῦ καὶ κόσμου ἀλλὰ καὶ θέωση τῶν δεχομένων τέτοια φανέρωση, ἦταν αὐτονόητο, ὄχι μόνο στοὺς πρώτους Χριστιανοὺς ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους τοὺς Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅτι οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι ποὺ ἐθεώθησαν καὶ ἐσώθησαν ἐν Χριστῷ ἦσαν οἱ Πρωτόπλαστοι, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ ἐν Χριστῷ Σωτηρία ἦτο προαιωνίως ἐνεργός.
Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος ἀναίρεσε μὲ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα τὸν ἰσχυρισμὸ τοῦ συγχρόνου του φιλοσόφου καὶ ἀπολογητοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ Τατιανοῦ, ὅτι δῆθεν ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ σώσῃ εἰδικὰ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, ἐπειδὴ ὑπῆρξαν πρωταίτιοι τῆς ἁμαρτωλότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τὸ νὰ ἀποδώσῃ κανεὶς τέτοια πρωτοφανῆ ἀδυναμία στὸν Παντοδύναμο καὶ Ἄκτιστο Λόγο τοῦ Θεοῦ, τόνισε ὁ Εἰρηναῖος, ἀποτελεῖ φρικτὴ βλασφημία, ποὺ θέτει σὲ ἀμφισβήτηση τὴν ἴδια τὴν δυνατότητα σωτηρίας κάθε ἀνθρώπου. Γιατὶ ἄν δὲν ἦταν ἱκανὸς νὰ θεραπεύσῃ τὸ σφάλμα τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ πρωτοεμφανίστηκε, δηλαδὴ στὸν Ἀδάμ, τότε ἡ ἐπὶ τῆς ἁμαρτίας νίκη Του θὰ ἦταν ἀμφίβολη, ὄχι ἀπόλυτη καὶ ἴσως δὲν θὰ ἐπαρκοῦσε νὰ ἄρῃ τὴν ἁμαρτία ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητος.
Ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς ἀντελήφθη ὀρθότατα ὅτι ἡ Λατινικὴ Σχολαστικὴ θεολογία εἶχε μία ἀπολύτως διαφορετικὴ ἄποψη περὶ Θείας Ἀποκαλύψεως ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ θεολογία καὶ -ἀναπόφευκτα- ἀπολύτως διαφορετικὴ ἀντίληψη περὶ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας.
Γιὰ τὴν Ἀνατολικὴ θεολογία μὲ ἀδιάλειπτη συνέπεια ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων μέχρι τον 15ο αἰῶνα, μόνη ἡ Ἄκτιστη Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο συνιστᾷ πλήρως τὴν ἐν Χριστῷ Ἄκτιστη Σωτηρία. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Τριαδικὸς Θεὸς δὲν μεροληπτεῖ, οὔτε διαβαθμίζει καθ’ οἱονδήποτε τρόπο τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἑαυτοῦ Του ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, οὕτως ὥστε νὰ μπορῆ νὰ γίνῃ λόγος περὶ ἀνωτέρων καὶ κατωτέρων ἀποκαλύψεών Του ἢ περὶ βαθμῶν προδευτικῆς Του ἀποκαλύψεως. Ἐντελῶς ἀντίθετα ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ εἶναι Ἄκτιστη καὶ ὄντως Ἀποκάλυψη τοῦ Ἑαυτοῦ Του, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαφέρῃ σὲ βαθμό, ἔνταση, σημασία, ποιότητα καὶ ἀποτέλεσμα ἀνάλογα μὲ τοὺς δέκτες καὶ τὶς ἐποχές, ἀλλὰ εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ἡ Αὐτὴ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» καθιστάμενη δυνατὴ μόνον «δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς τῆς Βίβλου ἀδυνατεῖ νὰ ἀποκαλύψῃ Ἑαυτὸν μὴ Τριαδικῶς ἢ κτιστῶς, διότι μία τέτοια «ἀποκάλυψη» θὰ ἀποτελοῦσε ψεῦδος καὶ ἀπάτη τῶν δεχομένων αὐτήν. Ἑπομένως ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει Ἑαυτὸν ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι σήμερα μόνον ὡς Τριάδα Ἄκτιστον, Ὁμοούσιον καὶ Ἀχώριστον (ἀχώριστον ὄχι ἁπλῶς κατὰ τὶς Ὑποστάσεις, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν μοναδικότητα ἑκάστης Ἐνεργείας Του ἐπὶ τοῦ κτιστοῦ κοσμοῦ).
Οἱ συνέπειες μιᾶς τέτοιας ἀπολύτως συγκεκριμένης καὶ ἀναλλοιώτου Ἀποκαλύψεως, κατὰ τὴν διάρκεια ὅλων τῶν αἰώνων, εἶναι συγκλονιστικὲς γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καθότι συνιστοῦν τὴν Σωτηρία της, ὅπως ἀκριβῶς τὴν περιέγραψε ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος: Ἡ Ἁγία Τριάς ἐμφανίσθηκε ἀπαρχῆς, ἐξακολουθεῖ νὰ ἐμφανίζεται καὶ θὰ ἐμφανίζεται μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων, «σὲ ὅσους θέλει καὶ ὅποτε θέλει καὶ καθὼς θέλει». Δέν ὑπάρχει καμμία ἀπολύτως προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀέναο αὐτὴ Ἀποκάλυψη τῆς Τριάδος στοὺς ἀνθρώπους, οὔτε ὑπάρχει ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία ὅτι ὅλοι οἱ δέκτες Τριαδικῆς Ἀποκαλύψεως ὅχι ἁπλῶς ἐσώθησαν ἀπὸ ἐνδεχόμενη «ἀπώλεια» ἀλλὰ καὶ ἐθεώθησαν ἐν Χριστῷ καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὅπως ὁ Ἀσιάτης Ἰὼβ ὁ Πολύαθλος, ὁ ὁποῖος δὲν ἦτο σπέρμα Ἀβραάμ, εἶναι ὅμως Μέγας Ἅγιος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Εἶναι, ἑπομένως, ἐσφαλμένη ἡ κρατοῦσα ἄποψη μεταξὺ μοντέρνων θεολόγων ὅλων τῶν Χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, ὅτι δῆθεν ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ ἀποτελεῖ ἁπλὸ «ἱστορικὸ» γεγονός, ὑψίστη δῆθεν ἔκφραση τοῦ ὁποίου εἶναι μόνη ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κάθε ἱστορικὸ γεγονὸς εἶναι κατ’ ἀνάγκην πεπερασμένο, ἀφοῦ μόνον ἐὰν συμβῇ σὲ συγκεκριμένο χῶρο καὶ χρόνο μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ κατ’ ἀκρίβεια «ἱστορικὸ», πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ὑπόκειται στοὺς φυσικοὺς νόμους τῆς γενικῆς θεωρίας τῆς σχετικότητος, ὅπως τοὺς διατύπωσε ὁ Einstein. Ἐπειδὴ ὁ Ἄκτιστος Θεὸς δὲν ὑπόκειται σὲ φυσικοὺς νόμους, οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποβληθῇ στοὺς περιορισμοὺς τοῦ χωροχρόνου, ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἑαυτοῦ Του πρὸς ὅσους ὑπόκεινται σὲ τέτοιους νόμους, ἂν καὶ φαίνεται ὡς «ἱστορικὸ» γεγονός, ἀποτελεῖ ὄντως ὑπεριστορικὴ πραγματικότητα, διότι ὑπέρκειται τῶν νόμων ποὺ διέπουν τὸν χωροχρόνο. Τὸ Μυστήριο ποὺ συντελεῖται κάθε φορὰ ποὺ ὁ Θεὸς αὐτοαποκαλύπτεται εἶναι πρωτίστως ἔξοδος ἐκείνων ποὺ Τὸν βλέπουν ἀπὸ τὴν Ἱστορία, καὶ μέσῳ αὐτῶν (ἐμμέσως) εἶναι καὶ εἴσοδος τοῦ Θεοῦ στὴν Ἱστορία. Οἱ κτιστοὶ δέκτες Ἀκτίστου Ἀποκαλύψεως ὑπερβαίνουν ὅλους τοὺς νόμους τοῦ χωροχρόνου γινόμενοι Ἄκτιστοι καὶ Ἄναρχοι κατὰ χάριν, διότι μόνον ἔτσι εἶναι δυνατὸν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Ἄκτιστο καὶ νὰ γίνουν δέκτες τῆς Ἀποκαλύψεώς Του. Ἐν ὅσῳ Αὐτὸς ποὺ ἀποκαλύπτει Ἑαυτὸν παραμένει «χθὲς καὶ σήμερον ὁ Αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ ὑπεριστορικὰ «γεγονότα» Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἑαυτοῦ Του σὲ ἀνθρώπους ἔχει ἀπολύτως τὴν ἴδια βαρύτητα καὶ σημασία. Δὲν ὑπάρχει, δηλαδὴ, πρόοδος ἀπὸ κατώτερες πρὸς ἀνώτερες Ἀποκαλύψεις μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἀφοῦ ὁ αὐτοαποκαλυπτόμενος Θεὸς δὲν βελτιώνει τὸν Ἑαυτό Του ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, οὔτε εἶναι δυνατὸν ποτὲ ὁ Τέλειος νὰ γίνῃ τελειώτερος… Εἰδικώτατα ἡ Ἐνσάρκωσις τοῦ Ἀκτίστου Θεοῦ δὲν εἶναι κἂν Θεία Ἀποκάλυψη -καθὼς ὀρθότατα ἐτόνισε ὁ συγγραφέας τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων-ἀφοῦ ἡ Θεία Φύση τοῦ Σαρκωθέντος παραμένει «κρύφιος καὶ ἐν τῇ ἐκφάνσει» (P.G.3:1069), δηλαδὴ οὐδόλως ἀποκαλύπτεται παρὰ μόνον «σὲ ὅσους θέλει καὶ ὅποτε θέλει καὶ καθὼς θέλει» καὶ μόνη ἡ ἀδιαίρετα ἑνωμένη μαζί Της ἀνθρώπινη Φύση ὑποβάλλεται ἑκουσίως μέχρι θανάτου Της στοὺς νόμους τοῦ χωροχρόνου…
Ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς πρέπει νὰ συγκλονίσθηκε βαθύτατα διαπιστώνοντας τὴν κολοσσιαία αὐτὴ διαφορὰ μεταξὺ Ἀνατολικοῦ καὶ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ ὁποία οὐσιαστικὰ σημαίνει ἀπόλυτα διαφορετικὴ ἀντίληψη περὶ Θεοῦ μεταξὺ τῶν δύο πλευρῶν. Βασιζόμενος στὴν ἀπ’ ἀρχῆς ἀταλάντευτη Πίστη τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας περὶ Ἀποκαλύψεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὀρθότατα προχώρησε στὴν ἀνύψωση τῆς Ἑορτῆς τῶν Προπατόρων σὲ μείζονα Ἑορτὴ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἐπρόκειτο κἂν περὶ καινοτομίας ἤ ἀλλαγῆς σὲ ἔμφαση, ἀφοῦ ἡ Ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Προφητῶν ἦταν ἀνέκαθεν Κυριακάτικη καὶ ἐξέφραζε ἐξ ἀρχῆς τὴν Ὀρθοδοξία Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως (ἑορταζόμενη στὴν Ρώμη μέχρι τὸν 11ο αἰῶνα) ἐπὶ τοῦ θέματος τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως.
Τὸ ὅτι διαφέρουν δύο ἐκκλησίες τόσο ριζικὰ καὶ ἀπόλυτα σὲ ἕνα τόσο θεμελιῶδες ζήτημα, ὅσο ἡ ἐν Χριστῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι ἀπὸ Ἀδὰμ ἀρξάμενη Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἐπιτρέπει σὲ κάθε σοβαρὸ μελετητὴ τῆς Ἱστορίας τοῦ Χριστιανισμοῦ νὰ ὁμιλῇ περὶ δύο ἐντελῶς διαφορετικῶν θρησκειῶν. Τὸ νὰ μὴ ἔχουν κάνει, ὅμως, ἀπολύτως καμμία πρόοδο ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ ἀρχομένου τοῦ 21ου Χριστιανικοῦ αἰῶνος, ἀποδεικνύει περίτρανα καὶ τὴν ἀπόλυτη ἀστοχία τῶν θεμάτων συζητήσεως ὅλων τῶν μέχρι τοῦδε θεολογικῶν διαλόγων καὶ τὴν φαντασιακὴ δόμησή τους ἐπὶ θεολογικῶς ἀνύπαρκτων ζητημάτων, ὅπως π.χ. ἡ σχέσις τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν πρὸς τὴν … «παγκόσμιο» ἐκκλησία!!!
Γιά τὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ἡ ἐν Ἀκτίστῳ Δόξῃ Ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Τριάδος δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀποτελεῖ ὄχι ἁπλῶς τὸν μοναδικὸ σταθερὸ καὶ μόνιμο τρόπο Θείας Ἀποκαλύψεως, ἀλλὰ καὶ τὴν μοναδικὴ δυνατότητα ἀληθινῆς Σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ πραγματικῆς καὶ αἰωνίου Ἑνώσεώς του μὲ τὴν Ἄκτιστο Τριάδα.
Ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν Παλαιά Διαθήκη ἤδη ἡ Σωτηρία ἦταν πραγματικὴ Ἕνωση μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ εἴσοδος τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴν Ἄκτιστη Δόξα ἡ Βασιλεία Του, οἱ κατὰ διαφόρους καιροὺς διὰ Χριστοῦ εἰσελθόντες Προφῆτες καὶ Δίκαιοι τῆς πρὸ Χριστοῦ περιόδου ἀπολάμβαναν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τὴν ἴδια ἀκριβῶς Σωτηρία καὶ θέωση μὲ ὅλους τοὺς μετὰ Χριστὸν Ἁγίους. Ἡ ἀδικία τοῦ ἐπισυμβάντος ἐν τῷ μεταξὺ σωματικοῦ θανάτου σὲ τέτοιους Ἁγίους καταργήθηκε αὐτόματα μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε ὅλοι οἱ κατὰ ψυχὴν ἤδη ἑνωμένοι μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ Προπάτορες ἀπέκτησαν αὐτοδικαίως ἄφθαρτο σῶμα «καὶ εἰσελθόντες εἰς τὴν Ἁγίαν Πόλιν ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς» (Ματθ. 27: 57).
Ἡ Ὀρθόδοξη Εἰκόνα τῆς εἰς Ἅδου καθόδου τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίζει τὸ πλῆθος αὐτὸ τῶν Ἁγίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τῶν συναναστηθέντων σωματικῶς μετὰ τοῦ Χριστοῦ μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα. Θὰ ἦταν παράλογο γιὰ τοὺς Ἀνατολικοὺς Χριστιανοὺς νὰ μὴ τιμοῦν ὡς Ἁγίους ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἤδη ἀναστηθῆ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ παραμένουν αἰωνίως ἑνωμένοι μὲ τὸ Ἄφθαρτο Σῶμα Του ἐν Δόξῃ.
Ἐντελῶς ἀντίθετη πρὸς τὴν Ἀνατολικὴ εἶναι ἡ Αὐγουστίνεια θεώρηση τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως. Κατὰ τὸν Αὐγουστῖνο ὁ Τριαδικὸς Θεὸς δὲν εἶναι σὲ θέση, ἀκόμη κι ἂν ἤθελε, νὰ ἀποκαλύψῃ ἀκτίστως καὶ ἀμέσως (χωρὶς μέσα καὶ κτιστὰ ἐνδιάμεσα τεχνάσματα) τὸν Ἑαυτό Του στοὺς ἀνθρώπους, διότι ἔτσι θὰ ἔθετε σὲ ἄμεσο κίνδυνο τὴν ἴδια τὴν ὑπερβατικότητά Του! Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὴν Πλατωνικὴ καὶ Νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν Φίλωνα, τοὺς Χριστιανοὺς δυαλιστὲς καὶ τοὺς Ἀρειανοὺς θεολόγους, ἔτσι καὶ στὴν Αὐγουστίνεια σκέψη ἡ ὑπερβατικότητα, ἀμεθεκτότητα καὶ ἀορατότητα ἀποτελοῦν τὶς κύριες ἰδιότητες τῆς Θείας Φύσεως χάρις στὶς ὁποῖες καὶ διατηρεῖται ἄτρεπτος καὶ ἀναλλοίωτος ὁ Θεός. Ἂν μποροῦσε νὰ τροποποιήσῃ αὐτὲς τὶς ἰδιότητές Του, ὥστε νὰ γίνῃ κατὰ κάποιο τρόπο ἔστω καὶ ἔμμεσα μεθεκτὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ ἔπαυε αὐτομάτως νὰ εἶναι Θεός, ἀφοῦ ἔτσι θὰ ἀλλοίωνε τὴν ἴδια τὴν Θεότητά Του καταργῶντας τρόπον τινα τὸν Ἑαυτό Του. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ αὐτὸ ἀποκλείεται νὰ συμβῇ ποτὲ στὸν Θεό, ἀφοῦ ἡ Φύσις Του παραμένει ἀπολύτως ἀμετάβλητη, ἀμέθεκτη, ὑπερβατικὴ καὶ «ὑπερεξηρημένη» πάντων τῶν κτισμάτων, ὁ Αὐγουστῖνος ἦταν πεπεισμένος ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀνίκανος νὰ ἐπικοινωνήσῃ καθ’ οἱονδήποτε ἄμεσο τρόπο (χωρὶς μέσα καὶ κτιστὰ ἐνδιάμεσα τεχνάσματα) μὲ τὰ κτίσματά Του. Μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνῇ μόνο ἔμμεσα μὲ τὰ κτίσματα κάνοντας χρήση διαφόρων κτιστῶν μέσων, τὰ ὁποῖα Τοῦ χρησιμεύουν τρόπον τινά σὰν μάσκες πίσω ἀπὸ τὶς ὁποῖες προστατεύεται ἡ ἀπόλυτη ὑπερβατικότητά Του. Ἔτσι, προκειμένου νὰ «διαβιβάσῃ» τὰ κατ’ ἀνάγκην κτιστὰ μηνύματά Του, ὁ Θεὸς χρησιμοποίησε σὰν μάσκες ἐκεῖνα ἀκριβῶς τὰ ὁρατὰ καὶ αἰσθητὰ «κτίσματα» ποὺ ἔβλεπαν ὅλοι οἱ Προφῆτες καὶ Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κάθε φορὰ ποὺ ὁ Θεὸς ἐπικοινωνοῦσε μαζί τους, δηλαδή τὴν καιομένη βάτο, τὸν γνόφο, τὴν νεφέλη, τὸν στῦλο πυρός, τὴν λεπτὴ αὔρα, τὸν σεισμό, τὶς σάλπιγγες καὶ προπαντὸς τὸν κτιστὸ Ἄγγελό Του, ἕνα λαμπερὸ ἀνθρώπινο ὁμοίωμα, ποὺ ἐκφωνοῦσε σὰν μαγνητόφωνο τὶς ἐντολὲς καὶ τὰ προστάγματά Του στοὺς ἀνθρώπους. Δὲν χωροῦσε ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία γιὰ τὸν Αὐγουστῖνο ὅτι ὁ Θεὸς ἦταν ἀναγκασμένος νὰ κατασκευάζῃ τέτοια ἐντυπωσιακὰ προσωπεῖα κάθε φορὰ ποὺ θεωροῦσε ἀπαραίτητο νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ ἀνθρώπους. Ὅταν τέλειωνε κάθε τέτοια ἐπικοινωνία Του κατέστρεφε ἀμέσως τὰ ὀπτικοακουστικὰ «μέσα» ποὺ χρησιμοποίησε, ἀφοῦ δὲν Τοῦ χρησίμευαν πλέον σὲ τίποτε, οὔτε ἦταν ἀνάγκη νὰ χρησιμοποιῇ διαρκῶς τὰ ἴδια ἀκριβῶς «μέσα» σὲ κάθε νέα ἐπικοινωνία Του, ἀφοῦ μποροῦσε νὰ δημιουργῇ διαρκῶς καινούργια καὶ πρωτότυπα μέσα γιὰ καινούργιες καὶ διαφορετικὲς ἐπικοινωνίες Του μὲ διαφορετικὰ κτίσματά Του. Ἐνόμιζε, ἔτσι, ὁ Αὐγουστῖνος ὅτι ἔλυσε τὸ πρόβλημα τῶν Θεοφανίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διασφαλίζοντας ἀπόλυτα τὴν ἀτρεψία καὶ ὑπερβατικότητα τῆς Θείας Φύσεως. Στὴν πραγματικότητα εἶχε ἁπλῶς ἀπαγορεύσει στὸν Θεὸ, γιὰ λόγους φιλοσοφικῆς δεοντολογίας, κάθε δικαίωμα νὰ ἐμφανίζῃ ἀκτίστως καὶ ἀμέσως Ἑαυτὸν «σὲ ὅσους θέλει καὶ ὅποτε θέλει καὶ καθὼς θέλει»…
Ἡ Αὐγουστίνεια θεώρηση τῆς Θείας ὑπερβατικότητος νοηματοδοτοῦσε μία ἀκόμη παραλλαγὴ Ἀρειανικοῦ ρασιοναλισμοῦ ποὺ θὰ θύμιζε ἔντονα Εὐνόμιο στοὺς Ἀνατολικοὺς θεολόγους, ἂν θὰ εἶχαν ποτὲ τὴν εὐκαιρία νὰ ἐνημερωθοῦν περὶ αὐτῆς. Ἀλλὰ δὲν εἶχαν ποτὲ τέτοια εὐκαιρία μέχρι τὸν 14ο αἰῶνα, ὁπότε γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Αὐγουστινιανὸς Μοναχὸς Βαρλαὰμ ἀπὸ τὴν Καλαβρία τοὺς ἐνημέρωσε πλήρως καὶ ἐπακριβῶς ὅτι ὅλες οἱ δῆθεν Θεοφάνιες τοῦ ὑπερβατικοῦ Θεοῦ τῆς Βίβλου, ὡς ὁρατὰ καὶ αἰσθητὰ φαινόμενα τῆς κτίσεως, ἦσαν «χείρῳ νοήσεως» καὶ ἐλαχίστης χρονικῆς διάρκειας καὶ γι’ αὐτὸ ἀνάξια λόγου, ὡς μὴ θεοπρεπῆ…
Μὲ τὰ Ἀντιαρειανικὰ κριτήρια τῶν πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἡ «ἐνημέρωση» αὐτὴ ἐσήμαινε γιὰ τοὺς Ἀνατολικοὺς θεολόγους ὅτι ὁ Θεὸς Πατὴρ δὲν εἶχε ἀνέκαθεν ἕνα καὶ μόνο κτιστὸ υἱό, ὅπως ἐσφαλμένως πρέσβευε ὁ Ἄρειος, ἀλλὰ πολλοὺς καὶ διαφορετικοὺς κατὰ καιρούς, τοὺς ὁποίους ἀνέκαθεν δημιουργοῦσε καὶ ἀνέκαθεν κατέστρεφε ὁ Ἴδιος, ἀφοῦ πρῶτα ὡς Ἄγγελοί Του ἐκπλήρωναν τὴν βραχύβια ἀποστολή τους καὶ μετέφεραν κάποιο Πατρικὸ μήνυμα στοὺς ἀνθρώπους. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν λογικὴ δὲν ἦταν καθόλου σίγουρο γιὰ τοὺς Ἀνατολικοὺς ἂν ὁ τελευταῖος ἐξ αὐτῶν τῶν κτιστῶν ἀγγέλων, ὁ ἀποσταλεὶς σὲ συγκεκριμένο χρόνο ὡς ἄνθρωπος καὶ σταυρωθεὶς καὶ ἀναστάς, ὑπάρχει ἀκόμη, ἔστω καὶ ὡς κτίσμα, μετὰ τὴν λήξη τῆς ἀποστολῆς του… Ἐπὶ πλέον ἡ Σωτηρία, ἡ Ἁγιότης, ἡ Θέωση, ἡ Ἕνωση μὲ τὴν Ἄκτιστη Τριάδα, ὁ συνδιαιωνισμὸς μετ’ Αὐτῆς, ἡ Ἀφθαρσία καὶ ἡ Ἀθανασία ὡς ἀποτελέσματα κτιστῶν θεατρικῶν ἐμφανίσεων ὑπῆρξαν καὶ αὐτὰ κτίσματα βραχύβια, ἀνίκανα νὰ διαρκέσουν ἐπὶ πολὺ ἢ νὰ καταστήσουν τοὺς δέκτες τους Xάριτι Ἄναρχους καὶ Ἀτελεύτητους…
Ἡ μεγάλη ἔμφαση ποὺ ἔδωσε ὁ Γερμανὸς στὴν κατηγορία τῶν Θεοπτῶν Ἁγίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐπιτρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι εἶχε διαπιστώσει πόσο ἀσήμαντοι εἶχαν καταστῆ στὴ Δυτικὴ Σχολαστικὴ ἀντίληψη. Ἐπειδὴ οἱ Λατῖνοι θεολόγοι δέχτηκαν τὴν Αὐγουστίνεια δοξασία περὶ συνεχοῦς καὶ ἐσαεὶ βελτιούμενης κτιστῆς θείας ἀποκαλύψεως καὶ μάλιστα ὑπὸ μορφὴ ἀτομικῆς νοήσεως, δηλαδὴ κτιστῶν ἐγκεφαλικῶν συλλήψεων καὶ ἐννοιῶν, κατὰ τρόπον ὥστε κάθε νεώτερη ἐγκεφαλικὴ «ἀποκάλυψη» νὰ συνιστᾶ βαθύτερη διείσδυση τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας μέσα στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ (credo ut intelligam), ἡ σημασία τῶν Θεοπτῶν Προπατόρων κατέστη μηδαμινὴ κατ’ αὐτούς, ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶχαν δεχθῆ χρονικῶς παλαιότερες καὶ κατ’ ἀνάγκην ποιοτικὰ κατώτερες κτιστὲς «ἀποκαλύψεις» περὶ Θεοῦ καὶ τῶν θείων. Ὁ Γερμανός, ἀντίθετα, ἐπειδὴ ἦταν πεπεισμένος ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Παρακαταθήκη, ὡς «χθὲς καὶ σήμερον ἡ αὐτὴ» Ἄκτιστη καὶ ἀναλλοίωτη Ἀποκάλυψη Θεοῦ, μόνο σὲ κεκαθαρμένες καὶ πεφωτισμένες καρδιὲς ἀνθρώπων μπορεῖ γόνιμα νὰ ἐναποτεθῇ καὶ ἐκεῖθεν ἀλαθήτως νὰ ἐκφρασθῇ, ἀπέδειξε ἀντὶ τῆς διάνοιας τὴν λατρεύουσα Σύναξη τῶν Πιστῶν ζῶντα «Ναὸν Θεοῦ» (Β΄ Κορ. ΣΤ΄ 16) ὡς διαρκῆ δέκτη Ἀκτίστου Θείας Ἀποκαλύψεως καὶ παραγωγὸ ἐπὶ μέρους δεκτῶν τέτοιας Ἀποκαλύψεως, δηλαδὴ Ἀσκητῶν, Προφητῶν, Μαρτύρων καὶ Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι οἱ μόνοι ἀλάθητοι ὁδηγοὶ Σωτηρίας λόγῳ τῆς κατὰ χάριν ἀπολύτου ταυτότητός των μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό…
Ὁ Γερμανὸς εἰσήγαγε, ἐπίσης, τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τοποθετῶντας την εὐστοχώτατα μέσα στὸν Πασχάλιο κύκλο τρεῖς μέρες μετὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως. Προφανῶς διέκρινε τὸν ἔντονα Ἀρειανίζοντα χαρακτῆρα ποὺ ἔφερε ὁ Λατινικὸς Χριστὸς καὶ τὴν ἔντονη διάκρισή Του ἀπὸ τὸν Ἄκτιστο Πατέρα, ὁ ὁποῖος ἀποκλειστικῶς ἀποκαλεῖται Θεὸς στὴν Λατινικὴ Λατρεία. Πιθανώτατα, ἐπίσης, θὰ εἶχε καταφέρει νὰ ἐνημερωθῇ γιὰ τὰ νέα δόγματα ποὺ διεκήρυξε ἡ Δ΄ Σύνοδος τοῦ Λατερανοῦ ποὺ συγκλήθηκε ἀπὸ τὸν Ἰννοκέντιο Γ΄ τὸ 1215 σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν θεία Εὐχαριστία ἁπλῶς ἐπιστρέφει σὲ μᾶς ὅ,τι δανείσθηκε ἀπὸ τὴν μητέρα Του πρὸς χάριν μας: «ut…accipiamus ipsi de suo, quod accepit ipse de nostro».
Αὐτὴ ἡ διαπίστωση ὡδήγησε τὸν Γερμανὸ στὴν σύσταση τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (μεταξὺ 11 καὶ 18 Ἰουλίου), ἀφοῦ ἡ ἀπόλυτη διαίρεση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦσε σαφέστατη ἔνδειξη Νεστοριανισμοῦ. Τὸ ὅτι δὲν εἶχε παρεξηγήσει ὁ Γερμανὸς τὴν Λατινικὴ θεολογία ἀποδείχθηκε περίτρανα ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατό του, ὅταν ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης διεκήρυξε στὴν Summa Theologiae ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «Sapientia genita et creata» (Σοφία γεννημένη καὶ δημιουργημένη) (Ι, 41: 3 ad. 4) καὶ ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του ἀπέκτησε ἐπίσης «potestatem excellentiae» (δύναμη τῆς ὑπεροχῆς) (ΙΙΙ, q. 64.a.4). Ἐξ αἰτίας τῶν δύο αὐτῶν θέσεων ἡ Σύνοδος τῆς Νικαίας εἶχε καταδικάσει τὸν Ἄρειο. Ἐξ αἰτίας τῆς δευτέρας θέσεως ἡ Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνος εἶχε καταδικάσει τὸν Νεστόριο καὶ ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὸ 553 τὸν Θεόδωρο Μοψουεστίας.
Τέλος, ὁ Γερμανὸς εἰσήγαγε καὶ τὴν Κυριακὴ τῶν Πατέρων τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787) μεταξὺ 11 καὶ 18 Ὀκτωβρίου, γιατὶ ἡ ἄρνηση προσκύνησης τῶν εἰκόνων ἐκ μέρους τῶν Σταυροφόρων εἶχε συγκλονίσει τοὺς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς.
Οἱ προσθῆκες ὅλων αὐτῶν τῶν Κυριακάτικων ἑορτῶν ἔλαβαν χώρα προφανῶς μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς Συνόδου τοῦ Νυμφαίου τὸ 1234, ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἀπόπειρα συνεννοήσεως τῶν δύο ἐκκλησιῶν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ σχίσματος. Τὰ κύρια θέματα ποὺ συνεζήτησε ὁ Γερμανὸς καὶ οἱ θεολόγοι συνεργάται του μὲ τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Πάπα Γρηγορίου Θ΄, παρουσίᾳ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου Βατάτζη, ἦσαν τὸ Φιλιόκβε καὶ ἡ χρήση ἄζυμου ἄρτου κατὰ τὴν Εὐχαριστία. Καμμία πρόοδος δὲν ἐπετεύχθη καὶ ἡ Σύνοδος ἔληξε ἄδοξα μετὰ μερικὲς ἑβδομάδες. Μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς Συνόδου ὁ Γερμανὸς ἔγραψε ἐπίσης καὶ ἀναιρετικὸ τῶν Λατινικῶν ἀπόψεων σύγγραμμα περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο πρώτη φορὰ δημοσιεύθηκε στὸν Τόμο Ἀγάπης τοῦ Δοσιθέου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων (Ἰάσιο 1698).
Ὁ Γερμανὸς ἀπέθανε τὸ 1240 καὶ ἐτάφη στὴν Μονὴ Καρυωτίσσης τῆς Νίκαιας «πολλὰ θαύματα ἔκτοτε ἐργαζόμενος» κατὰ τὸν βιογράφο του Κάλλιστο Ξανθόπουλο.
Ἡ μεγάλη σημασία τοῦ Γερμανοῦ ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι διέγνωσε ὀρθὰ ὅτι ἡ οὐσιαστικὴ δογματικὴ διαφορὰ μεταξὺ ἀνατολικῆς καὶ δυτικῆς Ἐκκλησίας ἔγκειται στὴν ἀποδοχὴ ἢ μὴ Ἀκτίστου Θείας Ἀποκαλύψεως, ἡ ὁποία «Θεοὺς ἀπεργάζεται» τοὺς Δέκτες Της (Ψαλ. 82:6). Διαφορὰ ἡ ὁποία δὲν ἔχει κἂν ἐπισημανθῆ μέχρι σήμερα. Ἀλλὰ ἡ ὕψιστη συμβολή του γιὰ τὴν Ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν ὑπῆρξε ἡ ἀπάντησή του στὶς ἄγνωστες μέχρι τότε Λατινικὲς θεολογικὲς ἀπόψεις ὄχι θεωρητικὰ καὶ ἀπ’ εὐθείας, ἀλλὰ πρωτίστως μέσῳ ἀναδιάρθρωσης τῆς Ὀρθοδόξου Λατρείας. Ἔδειξε, ἔτσι, τὸ σωστὸ δρόμο πρὸς τὴν Ἑνότητα τῆς Πίστεως καὶ τὴν Κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἕνα δρόμο ποὺ παραμένει ἀνοικτὸς πρὸς διάνυση μέχρι σήμερα: ὁ τρόπος ποὺ λατρεύει κάθε Ἐκκλησία τὸν Χριστὸ καὶ τιμᾶ ἢ δὲν τιμᾶ τοὺς Ἁγίους Του, συνιστᾶ τὴν αὐθεντικώτερη ἔκφραση τῆς Πίστεώς της. Ἂν θελήσουν νὰ ὁμονοήσουν ποτὲ ὁποιεσδήποτε διηρημένες ἐκκλησίες θὰ πρέπει νὰ ἀρχίσουν τὶς προσπάθειές τους μὲ ἀμοιβαία ἀποτίμηση τῶν λατρευτικῶν σχημάτων καὶ ἱστορικῶν μορφωμάτων ποὺ ἔχει προσλάβει ἡ Λατρεία τους. Αὐτό δὲν φαίνεται νὰ ἔχῃ ἀρχίσει νὰ συμβαίνῃ ἀκόμη, σχεδὸν ἕνα αἰῶνα μετὰ τὴν ἐπίσημη ἐκκίνηση τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως. Τὸ μάθημα ἐκ τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους εἶναι σαφὲς καὶ ἀξίζει νὰ προσεχθῇ κι ἀπὸ τὶς δύο πλευρές: Ὁ μόνος τρόπος «βεβαιώσεως» (Ἑβρ. ΙΓ΄ 9) καρδιῶν διαφωνούντων θεολογικὰ Χριστιανῶν δὲν εἶναι ἡ λογοκρατικὴ «πειθὼ», ποὺ ἀγωνίσθηκαν νὰ ἐπιβάλλουν στὴν ἀνατολὴ διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου τὰ Λατινικὰ κράτη τῶν Σταυροφόρων ὡς δῆθεν κράτη τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἡ εἰλικρινὴς καὶ ἀμοιβαὶα προσέγγιση, ἀξιολόγηση καὶ αἰτιολόγηση τῶν ἑκατέρωθεν φρονημάτων.
Ορθόδοξος Τύπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου