Η Αγία Καικιλία (ή Κικιλία) εγεννήθη στην Ρώμη κατά τις αρχές του τρίτου αιώνος από γονείς ευγενείς (ανήκαν στην ευγενή τάξη των «Καικιλίων») και πλουσίους πλήν όμως ειδωλολάτρες. Από νεαράς ηλικίας εβαπτίσθηκε Χριστιανή και διέθετε το χρόνο της στην προσευχή, την μελέτη των Θείων Γραφών και την ελεημοσύνη. Ακολουθούσε ασκητική πρακτική στην ζωή της νηστεύοντας, αγρυπνώντας και φορώντας τρίχινο ένδυμα για να δαμάζει τις κινήσεις της σαρκός.
Η ψυχή της διακατεχόταν από τον ιερό πόθο να φυλάξει την αγνότητά της και να αφιερωθεί στον Χριστό, τον εκλεκτό Νυμφίο της καρδιάς της. Όλα αυτά όμως εγίνοντο εν αγνοία των γονέων της οι οποίοι όταν ήλθε σε νόμιμη ηλικία και παρά την θέλησή της την αρραβώνιασαν με ένα νέο ονόματι Βαλεριανό που ήταν ειδωλολάτρης. Αυτή όμως η μακαρία αντί να του προσφέρει την συναισθηματική αγάπη, του απεκάλυψε ένα μυστήριο, ότι δηλαδή Άγγελος Κυρίου εφύλασσε ζηλότυπα την παρθενία της και ότι θα αξιωνόταν και εκείνος να τον δει, μόνον εάν δεχόταν την σφραγίδα του Αγίου Βαπτίσματος.
Κατ’εκείνα τα χρόνια οι χριστιανοί εβρίσκοντο ακόμη υπό διωγμόν. Έτσι ο πάπας της Ρώμης Άγιος Ουρβανός τελούσε τα καθήκοντά του κρυφά και κρυφά εβάπτισε τον καλόγνωμο Βαλεριανό. Όταν εκείνος γεμάτος χαρά επέστρεψε στο σπίτι βρήκε την Καικιλία να προσεύχεται μαζί με ένα ολοφώτεινο Άγιο Άγγελο. Ο απεσταλμένος λοιπόν του Θεού τους εστεφάνωσε με στέφανο δόξης και αφθαρσίας και τους προέτρεψε στο εξής να χωρίσουν για την αγάπη του Χριστού και να ακολουθήσουν τον βίο της εγκρατείας και της σωφροσύνης. Η διάνοια του Βαλεριανού εφωτίσθηκε τόσο ώστε επεθύμησε να δει και τον αδελφό του Τιβούρτιο στολισμένο με κάθε δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Βαπτίσθηκε λοιπόν και ο Τιβούρτιος αφού μετενόησε και εξαγορεύθηκε τα βάρη της ψυχής του∙ χάρη δε στην μετάνοιά του αξιώθηκε πολλές φορές να δει Αγίους Αγγέλους και να συνομιλήσει μαζί τους.
Ωστόσο οι διωγμοί εναντίον των Χριστιανών εντάθηκαν όταν την διοίκηση της πόλεως ανέλαβε ο έπαρχος Τούσκιος Αλμάτιος. Οι χριστιανοί μαρτυρούσαν με φρικτό τρόπο και με διάταγμα του επάρχου δεν είχαν δικαίωμα ταφής. Όμως οι δύο άνδρες και η Αγία περιφρονούσαν το διάταγμα και με κίνδυνο της ζωής τους την μεν νύκτα περιποιούνταν τα σώματα των μαρτύρων και τα έθαβαν προσευχόμενοι την δε ημέρα συμπαραστέκονταν παντοειδώς στους διωκόμενους ομοπίστους τους που εκρύβοντο. Ο Βαλεριανός και ο Τιβούρτιος όμως έγιναν αντιληπτοί και συνελήφθησαν. Η Αγία τους επισκέφθηκε στην φυλακή, προσευχήθηκε μαζί τους και τους ενθάρρυνε να μην εγκαταλείψουν το μαρτύριο για να κερδίσουν την προσωρινή ζωή τους και να επιδιώξουν το τέλος τους για να κερδίσουν την αιωνιότητα. Οι δύο νέοι καταδικάστηκαν σε αποκεφαλισμό. Την ποινή εκτέλεσε ο δήμιός τους καπικλάριος (ή καπηλάριος) Μάξιμος αφού τους οδήγησε σε ειδωλολατρικό ναό για να θυσιάσουν μήπως και σώσουν την ζωή τους. Κατά την ώρα του αποκεφαλισμού τους και καθώς έμενε εκστατικός από το θάρρος και την γενναιότητα των δύο αυταδέλφων μαρτύρων, είδε ανεωγμένους τους ουρανούς και πλήθος Αγίων Αγγέλων να παραλαμβάνουν τις ψυχές των Μαρτύρων και να τις οδηγούν ψάλλοντας στον ουρανό. Τότε υπέστη στην ψυχή του την καλήν αλλοίωσιν και αφού πίστευσε ολόθερμα στον Ιησού Χριστό, μαρτύρησε για να λάβει την δόξα των Αγίων Βαλεριανού και Τιβουρτίου που εζήλωσε να αποκτήσει. Το παράδειγμά του ακολούθησε η συνοδεία του και πλήθος ειδωλολατρών που παρακολουθούσαν το μαρτύριο. Την νύκτα εκείνη η Καικιλία ετέλεσε και πάλι το θεάρεστο έργο της προβαίνοντας στον ενταφιασμό του μνηστήρος της και του αδελφού του.
Με τον ίδιο αμείωτο ζήλο συνέχισε την ιεραποστολική διακονία της στην Ρώμη, θάβοντας τους Αγίους Μάρτυρες, διανέμοντας την περιουσία της στους πτωχούς και διαδίδοντας τον λόγο του Θεού. Επάνω της έφερε πάντοτε ένα Άγιο Ευαγγέλιο, το οποίο κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη της χρησίμευε «προς αμυντήριον αυτής και φυλακτήριον».
Η Αγία συνέχιζε την αποστολή της όπως και ο έπαρχος το αποτρόπαιο έργο του. Κάποτε λοιπόν που συγκέντρωνε τα υπάρχοντα των θυμάτων για να τα δημεύσει, ανεκάλυψε την χριστιανική ταυτότητα της παρθένου. Διέταξε αμέσως την σύλληψη και μαστίγωσή της. Η πίστη της στον Θεό, η καρτερία , το αμείωτο θάρρος της και η προσευχή για τους δημίους της προβλημάτισαν πολλούς από τους παρόντες ώστε κατ’εκείνη την νύκτα ο πάπας Ουρβανός βάπτισε τετρακόσια άτομα.
Στην συνέχεια ο Αλμάτιος διέταξε να δέσουν μαρμάρινη πλάκα στο στήθος της για να πεθάνει από ασφυξία, όμως δεν πέτυχε τον σκοπό του. Μανιασμένος τότε την έκλεισε στο βαλανείο (λουτρό) της οικίας της και διέταξε να την ρίξουν σε πυρακτωμένο λέβητα. Το μαρτύριο αυτό κράτησε τρεις ημέρες αλλά η Αγία εξήλθε πάλι σώα και αβλαβής. Έτσι διέταξε να την αποκεφαλίσουν. Ο δήμιος την έσφαξε μπήγοντας ανελέητα το μαχαίρι του επί τρεις φορές στον παρθενικό λαιμό της χωρίς να καταφέρει να την θανατώσει. Η Αγία αιμορραγώντας έζησε ακόμη τρεις ημέρες, ενισχύοντας τους χριστιανούς με την προσευχή της. Εκείνοι δε με ιδιαίτερη ευλάβεια άλειφαν με το τίμιο αίμα της υφάσματα με τα οποία ετελέσθησαν πάμπολλα θαύματα σε όσους «σταυρώνονται» με αυτά.
Δοξάζοντας τον Κύριο, παρέδωσε το πνεύμα της την 22α Νοεμβρίου του 230 επί Αυτοκράτορος Αλεξάνδρου Σεβήρου και Επάρχου Τουσκίου Αλματίου (ή του 288 επί Αυτοκράτορος Διοκλητιανού κατ’άλλους).
Το λείψανο της Αγίας Καικιλίας, παρέλαβαν αμέσως ευλαβείς χριστιανοί που ευεργετήθηκαν από την προσευχή της και είδαν από κοντά το μαρτύριό της και το ενταφίασαν με ιδιαίτερες τιμές στην Κατακόμβη του Αγίου Καλλίστου αφού το ενέδυσαν με χρυσοΰφαντο χιτώνα, μανδύα και καλύπτρα και τοποθέτησαν σε φέρετρο φτιαγμένο από κυπαρισσένιο ξύλο.
Μετά την λήξη των διωγμών ανηγέρθη επ’ονόματι της Αγίας Βασιλική στην θέση του μαρτυρίου της (στο βαλανείο της οικείας της) από τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Το έτος 817 ή 821 ο ορθόδοξος Πάπας Ρώμης Πασχάλης ο Α’, θέλησε να αναστηλώσει τον Ναό και να τον εξωραΐσει κινούμενος από ευλάβεια για την μορφή, το μαρτύριο και την θαυματουργία της Αγίας. Στόχος ήταν να ανεύρει τα λείψανά της και να τα εναποθέσει στον ανακαινισμένο Ναό αλλά δεν μπορούσε να εντοπίσει τον τάφο της. Ο Πάπας επιδόθηκε σε εκτενή προσευχή και η Αγία του εμφανίσθηκε σε όνειρο υποδεικνύοντάς του τον ιερό τόπο του ενταφιασμού της. Τότε ο Πάπας με την συνοδεία του έσπευσε στην Κατακόμβη του Αγίου Καλλίστου, στην κρύπτη των Παπών, όπου εκστατικοί ανεκάλυψαν το αδιάλυτο και ευωδιάζον λείψανο της Αγίας Καικιλίας ως και τους σκελετούς των συμμαρτυρησάντων μετ’αυτής Βαλεριανού, Τιβουρτίου και Μαξίμου. Με ιδιαίτερη ευλάβεια συνέστειλαν τα ιερά λείψανα και τα απέθεσαν με τιμές κάτω από την Αγία Τράπεζα του Ναού όπως και το λείψανο του Αγίου Ουρβανού εντός του ιδίου Ναού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου