Τρέχει να φύγει
βαρέθηκε να μην τη λένε πια των ανθρώπων τα χείλη
κι όσο απομακρύνεται πάλι στα ίδια γυρνά
λες κι ο δρόμος έχει σταματήσει να προχωρά.
Κοιτάζει γύρω όλα γνωστά και πονεμένα
από καιρό αρχινισμένα
μες τα δύο τα χέρια κρύβει το πρόσωπό της
να μην βλέπει τους καθρέφτες των ματιών της.
Φωνάζει, είναι εκεί
πρέπει ο κόσμος να τη δει.
Αδιάφορα την προσπερνούν
και για πραγματική δεν τη θωρούν.
Οργίζεται, θυμώνει
μα ξαφνικά το μετανιώνει.
Ένας είναι ο τρόπος
όταν δεν υπάρχει πια άλλος δρόμος.
Τα μάτια θολώνουν
δυο ρυάκια τ’ αυλακώνουν
που ξεχειλίζουν
και σπεύδουν όλους να συνετίσουν.
Αλίμονο είναι αργά
ο χρόνος δε γυρίζει πια
και σπεύδουν τα παιδιά να δουν
πού έφταιξαν και να ξεφύγουν δε μπορούν.
Ο κόσμος φεύγει αλλόφρων να σωθεί
πώς και την αγνοούσαν μέχρι αυτή τη στιγμή;
Τώρα τη βλέπουν καθαρά
και για το παρελθόν μετανιώνουν πικρά.
Οι άνθρωποι όσο και αν εθελοτυφλούν
στο τέλος θα τη δουν,
θα τους γνέφει λυπημένη
που την άφησαν να περιμένει.
Είναι η αλήθεια τελικά
αυτή που πέφτει θύμα πιο συχνά,
μα η Νέμεσις στο τέλος θα’ ρθεί
να φανερώσει την αλήθεια που’ χει φιμωθεί.
Η μετάνοια όμως είναι το καταφύγιο
του Άπειρου Θεού το δωρητήριο.
Οι άνθρωποι την αλήθεια να ομολογούν
και στο δρόμο του Χριστού θα ξαναβρεθούν.
Ευαγγελία Δημ. Δασκαλάκη, Μαθήτριας Λυκείου
1 σχόλιο:
Ωραίο ποίημα μέ ωραίο περιεχόμενο !
Δημοσίευση σχολίου