Ένα τάμα στην Παναγία Σουμελιώτισα |
του Γιώργου Στυλ. Φωτιάδη
Στο χωριό Γουργενή που βρίσκεται 15 χιλιόμετρα νότια της Τραπεζούντας
και πάνω από τα υψώματα της Γεσήρογλη διέμενε η Βαλασία. Με τον άνδρα
της Χρήστο, τον κουνιάδο της Δημήτρη και τη συννυφάδα της Ανατολή
διέμεναν όλοι μαζί, όπως ήταν το πατριαρχικό συνήθειο με τα πεθερικά
της, Γιάννη και Ελισάβετ. Η οικογένεια ασχολούνταν με τη γεωργία, κυρίως
όμως με την κτηνοτροφία. Είχαν στην κατοχή τους αρκετές αγελάδες τις
οποίες έβοσκαν πάνω από το χωριό στο ρακάνι και το καλοκαίρι τις
ανέβαζαν ψηλότερα στο χωριό Λαραχανή της Ματσούκας. Η ζωή τους περνούσε
ήρεμα και ειρηνικά με τους μουσουλμάνους συγχωριανούς έως την εποχή που
Σουλτάνος έδωσε Σύνταγμα στο λαό. Από τότε άρχισαν να έχουν προβλήματα
με το Κράτος και τους φανατικούς μουσουλμάνους και λόγω του πολέμου,
χρόνο με το χρόνο εντείνονταν.
Παρόλα αυτά στην εκκλησία του χωριού κάθε Κυριακή τελούσε την Θεία
Λειτουργία ο παπα-Χρήστος από το χωριό Κοσμά. Αυτόν, λοιπόν, πήγε και
συνάντησε η Βαλασία για ένα πρόβλημα που αντιμετώπιζε το σπιτικό της. Ο
πρωτότοκος γιος της Σωκράτης ήταν βαριά άρρωστος. Τι πρακτικά έκανε, τι
γιατροσόφια του έδωσε, ο γιος της παρέμενε στο κρεβάτι και κινδύνευε.
Τελευταία ελπίδα της ήταν ο Θεός. Γι αυτό, πήγε στον παπά και του
ζητήσει να κάνει μια προσευχή, ένα ευχέλαιο για να γίνει καλά το παιδί
της. Στο τέλος,όμως, κατέφυγε στη Μητέρα όλων στην Παναγία τη Σουμελά.
«Θα έρχουμες και προσκυνούμεσε, Παναγία μου. Ποίσον καλά το πουλί΄μ»
είπε. Λίγες μέρες μετά ο Σωκράτης συνήλθε και σηκώθηκε από το κρεβάτι
του. Η Παναγία έκανε το θαύμα της.
Ήταν Αύγουστος του 1917. Η Βαλασία δεν ξέχασε να εκπληρώσει το τάμα της.
Έπρεπε να επισκεφθεί την Παναγία τρεις φορές. Το κλίμα στην περιοχή
ήταν πολύ καλό γιατί την προηγούμενη χρονιά τα τσαρικά στρατεύματα είχαν
καταλάβει την Τραπεζούντα και την ευρύτερη περιοχή του ανατολικού
Πόντου. Οι Έλληνες ησύχασαν με τους ομόδοξους Ρώσους. Οι φανατικοί
Τούρκοι έφυγαν δυτικότερα και παρέμεναν οι πιο φιλήσυχοι. Ξεκίνησαν,
λοιπόν, με τα άλογα το πρωί της παραμονής της μεγάλης εορτής, η Βαλασία
με τον εννέα χρονών Σωκράτη, ο άνδρας της Χρήστος και ο κουνιάδος της
Αριστείδης. Με τον Αριστείδη αρχηγό που ως καβάζης κάποτε στον Δεσπότη,
ήταν γνωστός σε όλους, στο ταξίδι τους η Βαλασία ένιωθε ασφαλής. Πήγαν,
λειτουργήθηκαν άναψε η Βαλασία μια λαμπάδα στην Παναγία τη Σουμελιώτισσα
και επέστρεψαν χωρίς προβλήματα.
Την επόμενη χρονιά τα γεγονότα που επακολούθησαν δυσκόλεψαν το
προσκύνημα της. Ο άνδρας της Χρήστος, κυνηγημένος από τους Τούρκους
ακολούθησε τους άλλους άνδρες του χωριού και ανέβηκε στο βουνό γιατί
εντωμεταξύ οι Ρώσοι εγκατέλειψαν την περιοχή. Έτσι επανερχόμενοι οι
Τούρκοι από τα δυτικά άρχισαν τα αντίποινα κατά των Ελλήνων. Άρχισαν οι
μέρες τρόμου. Παρόλα αυτά η Βαλασία αψηφώντας τους κινδύνους κατάφερε να
ανέβει ξανά με το γιο της στο μοναστήρι και να προσκυνήσει για δεύτερη
φορά.
Όμως την επομένη χρονιά το τρίτο προσκύνημα δεν έγινε. Δεν μπόρεσε να
εκπληρώσει το τάμα της. Με όλον αυτόν τον χαλασμό, τις διώξεις και τις
καταστροφές των περιουσιών τους ήταν αδύνατον. Άλλοι πήραν τον δρόμο της
εξορίας και άλλοι φυγόστρατοι, ανέβηκαν στα βουνά της Ματσούκας
αγωνιζόμενοι για την ανεξαρτησία του Πόντου.Τώρα υπήρχε θέμα επιβίωσης.
Μέσα σε αυτήν την κατάσταση τρομοκρατίας μια ακτίνα φωτός και σωτηρίας
πρόβαλε στη Γουργενή από την μεριά των αλλόδοξων συγχωριανών τους. Μια
Τουρκάλα Λιβέ ονόματι άκουσε από τους δικούς της πως την άλλη μέρα, θα
συγκεντρώσουν όλες τις Ελληνίδες γυναίκες και τα μικρά παιδιά τους,
αγόρια και κορίτσια για να τα στείλουν στο Τζεβιζλίκ, το κεφαλοχώρι της
Ματσούκας. Εννοείται πως θα τους έπαιρναν για εξορία. Ειδοποιεί λοιπόν
την Ανατολή, την συννυφάδα της Βαλασίας και έτσι για να γλυτώσουν, τη
νύχτα οι λιγοστές γυναίκες με τα παιδιά τους κατέβηκαν στη Γεσήρογλη και
από εκεί με τα πόδια έφθασαν στη Τραπεζούντα.
Στην πόλη ήταν διαφορετικά. Εκεί οι Τούρκοι κρατούσαν τα προσχήματα.
Τότε ο μικρός Σωκράτης άρχισε να δουλεύει με τον θείο του στο εστιατόριο
που βρισκόταν στην Δαφνούντα ενώ έμεναν όλοι μαζί σε ένα παλαιό σπίτι.
Πέντε χρόνια μετά, η οικογένεια της Βαλασίας αναχώρησε από τον Πόντο και
εγκαταστάθηκε σε ένα μικρό χωριό της Μακεδονίας ως πρόσφυγες. Το τάμα
δεν εκπληρώθηκε.
Το μοναστήρι της Σουμελά ερημώθηκε. Όμως η θαυματουργική της εικόνα,
καθώς και ο Σταυρός του Αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Μανουήλ του
Κομνηνού και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου βρίσκονται
κρυμμένα στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας. Τότε σε κάποια ομιλία του ο
Υπουργός Λεωνίδας Ιασωνίδης είπε: «Οι Πόντιοι ήλθαν στην Ελλάδα, ο
Πόντος όμως παραμένει εκεί». Το 1930 η Τουρκική κυβέρνηση, στα πλαίσια
της τότε Ελληνοτουρκικής φιλίας έδωσε άδεια μεταφοράς των κειμηλίων.
Τότε ο Σουμελιώτης μοναχός Αμβρόσιος αναχώρησε για την Τραπεζούντα
παρέλαβε από το παρεκκλήσι τα κειμήλια και τα μετέφερε στο Μουσείο των
Αθηνών. Είκοσι χρόνια μετά έγινε η ενθρόνιση της Αγίας Εικόνας στην νέα
Μονή της Παναγίας Σουμελά στο όρος Βέρμιο.
Ο καθένας μας φαντάζεται την ανυπομονησία του Σωκράτη να ανοικοδομηθεί η
Μονή για να εκπληρώσει επί τέλους το τάμα της μητέρας του. Όπως επίσης
φαντάζεστε τη χαρά του, όταν μπήκε στον νέο Ιερό Ναό της Σουμελά αλλά
και τα δάκρυα του όταν γονάτισε μπροστά στην Άγια Εικόνα της. Μετά από
σαράντα πέντε χρόνια, του έκανε η Παναγιά το μεγαλύτερο δώρο στη ζωή
του. Από τότε κάθε χρόνο παραμονή της μεγάλης εορτής έφευγε για τον ΝΕΟ
ΠΟΝΤΟ στην Καστανιά Βέροιας. Δεν φαντάζεστε πόσο φορτισμένος εθνικά και
πνευματικά γυρνούσε στο χωριό του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου