Θεού τεθνηκώς πυξίω προσεγράφη,
Θείου Σισώης Πνεύματος το πυξίον.
Βη δε Σισώης γήθεν εις ουρανόν έκτη αμύμων.
Ο Όσιος έλαμψε με την πνευματική του σύνεση, την ταπεινοφροσύνη, τη φιλαδελφία και το ενδιαφέρον του στο να επιστρέψει και ένα μόνο αμαρτωλό. Μεταξύ των ασκητών αναδείχτηκε ονομαστός και μέγας, αθλητής της πρώτης γραμμής, τύπος εγκράτειας, αλλά και ψυχή πού προσευχόταν για δικαίους και αδίκους, πλούσιους και φτωχούς, άρχοντες και ιδιώτες, κληρικούς και λαϊκούς και γενικά για όλο τον κόσμο. Στη γη ήταν, αλλά η ζωή του ήταν ουράνια. Υψωμένος πάνω από τη σάρκα, που χαλιναγωγούσε τέλεια με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τη θεία κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού. Η μνήμη του μένει υπόδειγμα σ' όσους θέλουν την ασκητική ζωή, για να είναι γνήσιοι και πραγματικοί ασκητές, όχι μόνο με την αντοχή του σώματος, αλλά και με την πνευματική αναγέννηση και τη λάμψη της αρετής.
Απο το Γεροντικό
Είπε κάποτε ο αββάς Σισώης σε κάποιους μοναχούς που τον ρωτούσαν: “Να έχετε θάρρος και υπομονή. Να, τριάντα χρόνια έχω που δεν παρακαλώ πλέον το Θεό για αμαρτία. Αλλά η προσευχή μου αυτή είναι: Κύριε Ιησού, φύλαξέ με από τη γλώσσα μου. Και έως τώρα, κάθε ημέρα, εξαιτίας της πέφτω κι αμαρτάνω”.
ΕΛΕΓΑΝ για τον Όσιο Σισώη τον Θηβαίο, πως, μόλις απόλυε η εκκλησία, έφευγε για το κελλί του σχεδόν τρέχοντας. Και έλεγαν· δαιμόνιο έχει. Αυτός όμως εποίει το έργο του Θεού.
Είπε δε ο αββάς Σισώης στον αββά Αδέλφιο, επίσκοπο Νειλουπόλεως:
– Εάν ο Θεός δεν δοξάσει άνθρωπο, η δόξα των ανθρώπων δεν είναι τίποτε.
ΕΜΕΝΕ κάποτε ο αββάς Σισώης στο όρος του αββά Αντωνίου και επειδή άργησε ο διακονητής του να πάει κοντά του, για δέκα μήνες περίπου δεν είδε άνθρωπο. Ενώ βάδιζε στο όρος βρίσκει έναν Φαρανίτη που κυνηγούσε άγρια ζώα και τον ρωτά ο γέροντας• «Από πού έρχεσαι και πόσο καιρό είσαι εδώ;». Κι αυτός είπε• «Αλήθεια, αββά, έχω ένδεκα μήνες σ’ αυτό το όρος και δεν είδα άλλον άνθρωπο εκτός από εσένα». Όταν άκουσε αυτά ο γέροντας μπήκε μέσα στο κελλί του και χτυπιόταν λέγοντας• «Να, Σισώη, νόμισες πως κάτι έκανες, αλλά ούτε αυτόν τον λαϊκό δεν έφτασες».
ΗΡΘΕ κάποτε ο αββάς Αμμούν από τη Ραϊθού στο Κλύσμα να επισκεφθεί τον αββά Σισώη. Βλέποντάς τον λυπημένο, επειδή άφησε την έρημο, του λέει• «Γιατί λυπάσαι, αββά; Τι μπορούσες πια να κάνεις στην έρημο αφού γέρασες τόσο;». Ο γέροντας τον κοίταξε με αυστηρότητα και είπε• «Τι μου λές, Αμμούν; Δεν έφτανε και μόνο η ελευθερία του λογισμού μου στην έρημο;».
Επισκέφθηκε
κάποιος από τους αδελφούς τον αββά Σισώη στο όρος του αββά Αντωνίου.
Και ενώ συνομιλούσαν, είπε στον αββά Σισώη: – Δεν έφθασες ακόμα στα
μέτρα του αββά Αντωνίου, πάτερ; Και του λέγει ο Γέρων:
– Εάν είχα ένα από τους λογισμούς του αββά Αντωνίου, θα γινόμουν όλος φωτιά, αλλ᾿όμως γνωρίζω άνθρωπο που με δυσκολία μπορεί να βαστάξει τον λογισμό του.
ΕΝΑΣ αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη• «Πες μου ένα λόγο». Κι εκείνος είπε• «Γιατί με αναγκάζεις να πω περιττά λόγια; Ιδού, ο,τι βλέπεις, κάνε το».
Αδελφός παρακάλεσε τον αββά Σισώη το Θηβαίο:
– Είπε μου ένα λόγο. Και λέγει:
– Τί έχω να σου πω; Ότι την Καινή Διαθήκη αναγινώσκω και στην Παλαιά γυρίζω.
Ο ΑΒΒΑΣ Σισώης ύστερα από πολλές παρακλήσεις αδελφού για να μιλήσει είπε• «Μείνε στο κελί σου με νήψη και εμπιστεύσου τον εαυτό σου στον Θεό χύνοντας πολλά δάκρυα και θα βρεις ανάπαυση».
ΕΛΕΓΑΝ ότι εκεί που καθόταν ο αββάς Σισώης φώναξε με δυνατή φωνή• «Ω, ταλαιπωρία!». Τον ρωτάει ο μαθητής του• «Τι έχεις, πάτερ;». Και ο γέροντας απαντά• «Έναν άνθρωπο ζητώ να μιλήσω και δεν βρίσκω».
Έλεγαν περί του αββά Σισώη, ότι, όταν επρόκειτο να πεθάνει, και ενώ ευρίσκονταν οι πατέρες της σκήτης γύρω του, έλαμψε το πρόσωπό του όπως ο ήλιος και είπε στους παρευρισκομένους ότι: «Ο Άγιος Αντώνιος ήλθε». Και μετά από λίγο είπε: «να ο χορός [=ομάδα] των Προφητών ήλθε». Και πάλιν το πρόσωπό του έλαμψε περισσότερο και είπε: «να ο χορός των Αποστόλων ήλθε». Και διπλασιάστηκε ο φωτισμός του προσώπου του και άρχισε να ομιλεί με κάποιους. Τότε τον ρώτησαν οι πατέρες: «με ποιόν ομιλείς πάτερ»; Και αυτός τους απάντησε: «με τους Αγγέλους που ήλθαν να παραλάβουν την ψυχή μου και τους παρακαλώ να με αφήσουν λίγο για να μετανοήσω».
Και λέγουν προς αυτόν οι πατέρες: «Δεν έχεις ανάγκη μετανοίας πάτερ». Και τους απάντησε ο αββάς Σισώης: «αλήθεια σας λέγω ότι δεν έχω βάλει ακόμη αρχή»! Και εγνώριζαν πάντες ότι ήταν τέλειος. Και πάλι ξαφνικά έγινε το πρόσωπό του ολόλαμπρο και εφοβήθηκαν όλοι, που ήσαν κοντά του, και είπε προς αυτούς: «Βλέπετε ο Κύριος ήλθε και λέγει, φέρετέ μου το σκεύος της ερήμου», και αμέσως παρέδωσε ο Γέρων το πνεύμα και γέμισε όλο το κελλί του από άρρητη ευωδία.
Απολυτίκιον οσίου Aββά Σισώη
Ήχος α’. Τού λίθου σφαγισθέντος.
Της ερήμου πολίτης και εν σώματι άγγελος, και θαυματουργός ανεδείχθης, θεοφόρε Πατήρ ημών Σισώη· νηστεία αγρυπνία προσευχή, ουράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τους νοσούντας, και τας ψυχάς των πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι διά σού πάσιν ιάματα.
Διαβάστε επισης:Πώς ο τάφος του Μ. Αλεξάνδρου συνδέεται με τον Όσιο Σισώη
1 σχόλιο:
Αθανάσιος, Μητροπολίτης Λεμεσού: Απελευθέρωση από τον κακό μου εαυτό.
https://www.youtube.com/watch?v=ck9gZBe9BF0
Δημοσίευση σχολίου