Γέρων Ηρωδίων της Καψάλας ο διά Χριστόν σαλός
Ένας αδελφός είχε πολλούς πειρασμούς. Όταν τον επισκέφθηκε του είπε. «Θέλει μεγάλη υπομονή. Πολύ υπομονή, κι εσύ μπορείς, «…Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με. Παπά Τυχων μεγάλη υπομονή πειρασμούς. Όσοι θέλουν Χριστό πρέπει υπομονή. Άγιοι μεγάλη υπομονή. Προσευχή αγάπη.»
Μετά
από λίγο καιρό, είχα κάποιους πειρασμούς και προσπαθούσα να βρω το
δίκαιό μου. Όταν πήγα στον γέροντα Ηρωδιωνα, μόλις με είδε άρχισε να
λέει: « Είχα πέντε εκατομμύρια ντράχμας, έρχεται Ιησούς έκλεψε τας
ντράχμας. Βρε, Ιησούς κλέφτης, μου πήρες τας ντράχμας». Γυρίζει τότε με
κοιτάζει και μου λέει. «Βρε ο Ιησούς σου μάζεψε, σου μάζεψε, και εσύ με το χέρι σου τα σκόρπισες όλα. Ο Ιησούς δεν αγαπάει τα δικαστήρια». Από τότε κατάλαβα ότι ποτέ δεν πρέπει να ζητάμε το δίκαιό μας.
Ιλαρίωνος Νεοσκητιώτου μοναχού, Γέρων Ηρωδίων Καψαλιώτης ο διά Χριστόν σαλός, Άγιον Όρος 2008.
***
Όταν κρύωνε, έλεγε σε έναν φίλο του: « Κάνε προσευχή να ανέβουν τα γράδα (δηλαδή η θερμοκρασία) ή γύρνα το κουμπί στο Μάη» και γελούσε.
Ρώτησαν τον γέρω Ηρωδίωνα τον δια Χριστόν σαλό της Καψάλας, τον Ρουμάνο τι κάνει όταν κρυώνει, και απάντησε: «Πάω στο Σινά και ζεσταίνομαι».
Όταν τον ρωτούσαν γιατί δεν ανάβει σόμπα τον χειμώνα, έλεγε: « Για να μην κάψω την Καψάλα».
Ένα απόγευμα, είχε βγει στον υποτυπώδη του κήπο δια να φύτευση κουκιά. Όμως ψιλόβρεχε. Υψώνει τα βλέμματα εις τον ουρανό και λέγει: «Σταμάτα». Και η βροχή σταμάτησε. Όταν φύτεψε τα κουκιά, υψώνει τα μάτια εις τον ουρανό και λέγε: «Τώρα βρέξε». Και άρχισε να βρέχη.
***
Πήγε
μια άλλη φορά ο φίλος μου έναν νέο μοναχό πού ήθελε να φύγει από το
μοναστήρι του. Είχε πολλούς λογισμούς, έντονους να φύγει. Ήταν χειμώνας.
Δέκα πόντους χιόνι σκέπαζε την γη και βαρειά μολυβένια σύννεφα τον
ουρανό.
Αφού τον άκουσε για κάμποση ώρα του λέει.
– Οι λογισμοί είναι σαν τα σύννεφα
πού μας κρύβουν τον ήλιο, δηλαδή την χάρη του Θεού. Άμα θέλεις να
ζεσταθείς πνευματικά πρέπει να διώχνεις τους λογισμούς, αλλιώς θα
παγώνεις.
– Πώς να διώχνω τους λογισμούς γέροντα;
– Για τον Θεό δεν είναι τίποτα να σου πάρει τους λογισμούς, όμως πρέπει εσύ να αγωνιστής να τους διώξεις.
Δεν μιλούσε ο νέος μοναχός, έδειχνε μια δυσπιστία.
– Θέλεις να σου πάρω τους λογισμούς; ρώτησε ο γέρο-Ηρωδίων.
– Θέλεις να πω στον Θεό να πάρει τα σύννεφα, να μας ζεστάνει ο ήλιος; ξαναρώτησε.
Πάλι δεν απάντησε, δύσπιστος.
Σήκωσε το χέρι του ο γέρο-Ηρωδίων στον ουρανό και έδιωχνε τα σύννεφα.
– Φύγετε σύννεφα, φύγετε… είπε και αμέσως άνοιξε μια τρύπα στον ουρανό και τους έλουσε το φως του ήλιου.
Τα χάσαμε και οι δύο.
– Θέλεις να κάνω έτσι με το χέρι μου και να γεμίσει ο τόπος λουλούδια; απευθύνθηκε ξανά στον νέο.
– Όχι γέροντα, όχι, φώναξε συγκινημένος και ταραγμένος. Σηκώθηκε, τον
ευχαρίστησε, πήρε την ευχή του και έφυγε πνευματικά στερεωμένος για το
μοναστήρι του. Είχε αλλάξει η εσωτερική του κατάσταση.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Αθανασίου Ρακοβαλή, Η έρημος της Καψάλας, 2013, Ο γέρων Ηρωδίων ,σελ. 31 κ.ε.
1 σχόλιο:
" για νά μήν κάψω την Καψάλα " !
Οι άγιοι έχουν χιούμορ !
Δημοσίευση σχολίου