Ὁ
σπουδαῖος γιὰ τὴν ἀρετὴ του αὐτὸς ἡγούμενος, κατὰ κόσμον ὀνομαζόταν
Κυριάκος Βαμβάκος. Εἰκοσάχρονος ἔρχεται ἀπὸ τὰ Βουρλὰ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας,
τὴν πατρίδα του, στὴ δεύτερη πολυαγαπημένη πατρίδα του, τὸ ἁγιοτρόφο
Ἅγιον Ὅρος, τὸ 1879 καὶ μετὰ τριετία κείρεται μοναχός. Μετὰ
ὑπερεικοσάχρονη θητεία στὴν ὑπακοὴ καὶ στὴ διακονία του παραδίδεται ἡ
ἡγουμενικὴ ράβδος τῆς μάνδρας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῆς ἱερᾶς κοινοβιακῆς
μονῆς Καρακάλλου. Συνεχίζει καὶ ἀπὸ τὴν πρώτη αὐτὴ θέση τὰ φιλόπονα ὅσο
καὶ φιλόθεα ἔργα του.
Στὴν
κοινή, καθημερινή, πολύωρη θεία λατρεία ἦταν ἕνας στύλος, ποὺ μὲ τὸ
παράδειγμά του φώτιζε τοὺς μοναχούς του. Τίποτε δὲν τὸν εὔχαριστοϋσε
περισσότερο ἀπὸ τὴν προσευχή. Ἀργολογίες καὶ ἀνυπακοὲς τὸν πλήγωναν,
γιατί ἔβλεπε ἐκεῖ προσφορὰ λύπης στὸν Κύριο. Ἡ πολυτέλεια, ἡ πολυλογία,
οἱ κοσμικότητες, οἱ καινοτομίες δὲν ἤθελε ποτὲ νὰ διαβαίνουν τὴν πύλη
τῆς ἀρχαίας μονῆς του. Ποτὲ δὲν τὸν εἶδε κανένας ἀργό. Σὰν ξέφευγε ἀπὸ
τὰ καθήκοντά του, θὰ τὸν εὕρισκες μὲ τὸ κομποσχοίνι ἢ τὸ βιβλίο. Ὁ ὕπνος
του λίγος. Μερικὲς φορὲς τὸν ἔπαιρνε πάνω στὸ μπαστούνι του, σὰν τὸν
τσομπάνη, καὶ χάμω στὸ πάτωμα, γιὰ νὰ θυμᾶται τὸν τάφο του.
Μοναχός,
ἔλεγε, σημαίνει νὰ θέλεις νὰ κοιμηθεῖς καὶ νὰ μὴν κοιμᾶσαι. Νὰ θέλεις
νὰ φᾶς καὶ νὰ μὴν τρῶς. Νὰ θέλεις νὰ πιεῖς καὶ νὰ μὴν πίνεις… Τέτοιος
μοναχὸς καλὸς...
ἦταν
ὁ ἴδιος. Ποτὲ δὲν εἶδαν κατεβασμένο τὸ ἡγουμενικὸ στασίδι, οὔτε στὶς
πολύωρες, ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες, καὶ ἂς ἔπασχε ἀπὸ κήλη. Ἕνα ὁλόκληρο
μῆλο δὲν μποροῦσε νὰ τὸ φάει μόνος του, ἔπρεπε νὰ τὸ μοιράσει. Ὅσο
αὐστηρὸς ἦταν μὲ τὸν ἑαυτό του, τόσο ἐπιεικὴς ἦταν μὲ τοὺς ἄλλους,
ἰδιαίτερα στὶς ὧρες τῆς ἐξομολογήσεως. Ἔλεγε στὸν μετανοοῦντα: «Ἔλα,
παιδί μου, νὰ κάνουμε μερικὲς μετάνοιες, νὰ παρακαλέσουμε τὸν Χριστὸ νὰ
σὲ διαφυλάξει». Τὸ παρεκκλήσι τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Γεδεῶν, ποὺ
ἐξομολογοῦσε, εἶχε ποτιστεῖ μὲ πολλά του δάκρυα. Ἤξερε ν΄ ἀγαπᾶ τοὺς
ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ μισεῖ τὴν ἁμαρτία, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν
Χρυσόστομο. Οἱ δοκιμασίες τὸν δυνάμωναν στὸν ἀγώνα του καὶ ποτὲ δὲν τὸν
ἀπόκαμαν. Τὶς λύσεις ὅλων τῶν προβλημάτων του ζητοῦσε μὲ τὴν προσευχή.
Ἤξερε νὰ προσεύχεται. Νὰ κρούει τὴ θύρα τοῦ θείου ἐλέους καὶ νὰ τοῦ
ἀνοίγεται. Σπάνιος πνευματικὸς πατέρας, ἄγρυπνος, γλυκύς, ἀκούραστος
στὴν ἄσκηση τῆς ἀγάπης.
Ὅταν
προσκυνοῦσε τ΄ ἅγια λείψανα, γέμιζε δάκρυα. Συχνὰ στὶς θεῖες
Λειτουργίες δάκρυζε. Ἰδιαίτερα ὅταν ἔλεγε: «Πάντων ἠμῶν μνησθείη…». Μὲ
τὸν ἐξομολογούμενο ἔκλαιγε μαζί του ὁ ἐξομολόγος πατέρας. Προσευχόμενος
εἶχε τὴ μακαρία, εὐλογημένη καὶ θεοδώρητη κατάνυξη.
Ἕνα
μήνα πρὶν τὴν ἐκδημία του παρητήθη οἰκειοθελῶς τῆς ἠγουμενείας.
Προαισθάνθηκε τὸ τέλος του. Εἶχε 58 ἔτη στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἀνεπαύθη στὶς
31.1.1940. Ὁ θάνατος ἦλθε ἀπὸ γηρατειά. Μέχρι τὶς τελευταῖες του ὧρες
συμβούλευε, καθοδηγοῦσε, νουθετοῦσε τοὺς πατέρες κι ἀδελφούς του. Στὸ
μοναχολόγιο τῆς μονῆς ἀναφέρεται: «Τὴ 1η Ἰανουαρίου 1940 παρητήθη
οἰκειοθελῶς λόγω γήρατος καὶ ἀσθενείας, τὴν δὲ 31ην τοῦ ἰδίου μηνὸς (13
Φεβρουαρίου 1940 μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο) ἀπέθανε περὶ ὥραν 2αν ἑσπέρας».
Ὁ
Γέροντας Βασίλειος Καρακαλλινὸς ἔγραφε: «Ὁ σωματικὸς θάνατος τοῦ
ἀειμνήστου Κοδράτου κατελύπησε πάντας τοὺς χριστιανοὺς τοὺς μακρὰν καὶ
τοὺς ἐγγύς τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὅσοι ἐγνώρισαν αὐτὸν καὶ ἐξωμολογήθησαν. Ἦτο
ὁ πρῶτος, δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν, τῶν πνευματικῶν τοῦ Ἁγίου Ὅρους, τὴν
ὠφέλειαν δέ, ἢν ἀπεκόμιζον οἱ ἐξομολογούμενοι παρ΄ αὐτοῦ, δύνανται οἱ
ἴδιοι νὰ ὁμολογήσουν. Ὁ ἁγνὸς καὶ ἅγιος βίος του, τὸν κατέταξεν ἀσφαλῶς
εἰς τὰ ἐπουράνια σκηνώματα».
Ὁ
καλὸς βιογράφος του ἀρχιμανδρίτης Χερουβεὶμ († 1979), τῆς μονῆς
Παρακλήτου, γράφει προλογικὰ γι΄ αὐτόν: «Τὸ βιβλίο εἶναι ἀφιερωμένο στὴν
δυναμικὴ φυσιογνωμία τοῦ Ἱερομονάχου Κοδράτου (1859-1940), πού διέλαμψε
ὡς ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Καρακάλλου καὶ ὡς ἐξομολόγος καὶ
πνευματικὸς καθοδηγητὴς πολυαρίθμων ψυχῶν. Τὰ πολλά του φυσικὰ
χαρίσματα, τὸ σπινθηροβόλο του πνεῦμα, ἡ ἀσκητική του καρτερία, ἡ ἀρτία
ἐσωτερική του συγκρότησις τὸν ἀνέδειξαν πρότυπο πνευματικοῦ ἠγέτου.»
Ἡ
δεξιοτεχνία του στὴν διοίκησι τῆς Μονῆς καὶ ἡ ἱκανότης του στὴν
διαποίμανσι τῶν ψυχῶν, συνδυασμὸς δυσεύρετος, ὑπῆρξε τὸ πιὸ ἔντονο
χαρακτηριστικό τῆς προσωπικότητός του». Ὁ ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης
†1973) ἔλεγε περὶ αὐτοῦ: «Ὁ παπα-Κοδράτος ἦταν ἕνας πραγματικὸς ψαράς.
Κατώρθωνε μὲ ἀπαράμιλλη τέχνη νὰ ψαρεύη τὶς ψυχές. Γιὰ δίχτυ εἶχε τὴν
κατάνυξι. Γιὰ καλάμι τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ. Γιὰ δόλωμα τὴν ἀγάπη».
Πηγές–Βιβλιογραφια: Βασιλείου
Καρακαλλινοῦ μονάχου, Ἱερὰ Μονὴ Καρακάλλου, Ἁγιορείτικη Βιβλιοθήκη
47-48/1939-1940, σ. 383. Χερουβεὶμ ἀρχιμ., Κοδράτος Καρακαλληνός, Ὠρωπὸς
Ἀττικῆς 1986(4).
Ἀναδημοσίευση
ἀπό: Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, Μέγα Γεροντικὸ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου