Τώρα δεν ακούω πια κανένα είναι το καλύτερο για μένα. Ξέρει η καρδιά μου τι επιτρέπει βαρέθηκα τα πρέπει, τα δεν πρέπει
Οι νόμοι κι οι κανόνες σας με βάζουν σε κλουβί εμένα το ελεύθερο πουλί μα πριν η πόρτα κλείσει ξεφεύγω και πετώ ψηλά στο γαλανόλευκο τον ουρανό.
Έχω τα φτερά μου τσακισμένα δύο χρόνια πέρασαν σα ψέμα. Λαχταρώ αγάπη μου να ζήσω στο μπαλκονάκι σου φωλιά να χτίσω.
Οι νόμοι κι οι κανόνες σας με βάζουν σε κλουβί εμένα το ελεύθερο πουλί μα πριν η πόρτα κλείσει ξεφεύγω και πετώ ψηλά στο γαλανόλευκο τον ουρανό.
1 σχόλιο:
Αφιερωμένο στον Λεωνίδα.
“- Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο Ποιητής μοιράζεται στα δυο.
Τάκη Σινόπουλου, «Ο καιόμενος»
Δημοσίευση σχολίου