Ο γεροντας Ἀγάπιος ὁ Γρηγοριάτης ἦταν πρᾶος καί ἁπλοῦς. Κάποτε, διακονώντας στό μαγειρεῖο, ἔβραζε τραχανᾶ καί ἐπειδή φούσκωνε τό φαγητό καί δέν εὕρισκε τήν κουτάλα ἔβαλε τό χέρι του στόν ταβᾶ καί ἀνακάτεψε τό φαγητό χωρίς νά πάθη τίποτε.
Ἄλλοτε ἔγινε μία παρεξήγηση μέ τόν Γερο Ἐφραίμ πού τότε ἦταν νέο καλογέρι. Μετά τό Ἀπόδειπνο ὁ Γερο Ἀγάπιος τόν περίμενε σέ μιά γωνιά. Μόλις ἔφθασε κοντά του ἔπεσε μπρούμυτα λέγοντας, «συγχώρεσέ με, πάτερ Ἐφραίμ».
Ὁ Γερο Ἀγάπιος ἦταν πολύ ἀγωνιστής. Ξεψύχησε, λέγοντας τήν εὐχή καί ἦταν κρεμασμένος μέ σχοινιά γιά νά στέκη ὄρθιος.
Αὐτόν τόν γερω–Ἀγάπιο μετά τήν κοίμησή του τόν εἶδε ὁ
παπαΘανάσης στόν ὕπνο του καί τόν ρώτησε:
–Τί κάνεις, παιδί μου; Πῶς περνᾶς ἐκεῖ πού εἶσαι;
–Καλά εἶμαι, Γέροντα. Ὅλα αὐτά ὅμως χάρις στήν ὑπακοή μοῦ δόθηκαν. Αὐτή μέτρησε σέ ὅλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου