Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Ο Γε­ρο Ἀ­γά­πιος ὁ Γρη­γο­ρι­ά­της


Ο γε­ροντας Ἀ­γά­πιος ὁ Γρη­γο­ρι­ά­της ἦ­ταν πρᾶ­ος καί ἁ­πλοῦς. Κάποτε, δι­α­κο­νών­τας στό μα­γει­ρεῖ­ο, ἔ­βρα­ζε τρα­χα­νᾶ καί ἐ­πει­δή φο­ύ­σκω­νε τό φα­γη­τό καί δέν εὕ­ρι­σκε τήν κου­τά­λα ἔ­βα­λε τό χέ­ρι του στόν τα­βᾶ καί ἀ­να­κά­τε­ψε τό φα­γη­τό χω­ρίς νά πά­θη τί­πο­τε.   

Ἄλ­λο­τε ἔ­γι­νε μί­α πα­ρε­ξή­γη­ση μέ τόν Γε­ρο Ἐ­φρα­ίμ πού τό­τε ἦ­ταν νέ­ο κα­λο­γέ­ρι. Με­τά τό Ἀ­πό­δει­πνο ὁ Γε­ρο Ἀ­γά­πιος τόν πε­ρί­με­νε σέ  μιά­ γω­νιά. Μό­λις ἔ­φθα­σε κοντά του ἔ­πε­σε μπρο­ύ­μυ­τα λέ­γον­τας, «συγ­χώ­ρε­σέ με, πά­τερ Ἐ­φρα­ίμ». 

Ὁ Γε­ρο Ἀ­γά­πιος ἦ­ταν πο­λύ ἀ­γω­νι­στής. Ξε­ψύ­χη­σε, λέ­γον­τας  τήν εὐ­χή καί ἦ­ταν κρε­μα­σμέ­νος μέ σχοι­νιά γιά νά στέ­κη ὄρ­θιος. 

Αὐ­τόν τόν γε­ρω–Ἀ­γά­πιο με­τά τήν κο­ί­μη­σή του τόν εἶ­δε ὁ 

πα­παΘα­νά­σης στόν ὕ­πνο του καί τόν ρώ­τη­σε:  

–Τί κά­νεις, παι­δί μου; Πῶς περ­νᾶς ἐ­κεῖ πού εἶ­σαι; 

–Κα­λά εἶ­μαι, Γέροντα. Ὅ­λα αὐ­τά ὅ­μως χά­ρις  στήν ὑ­πα­κοή μοῦ δό­θη­καν. Αὐ­τή μέ­τρη­σε σέ ὅ­λα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: