Στήν
Ἱερά Μονή Μεγίστης Λαύρας ζοῦσε παλαιότερα ἕνα
γεροντάκι, ὀνόματι Μᾶρκος. Στόν κόσμο ἦταν χωροφύλακας.
Ἔγινε μοναχός καί τοῦ ἔδωσαν τό διακόνημα τοῦ βορδονάρη
(φρόντιζε τά ζῶα). Στήν ἀρχή κάπνιζε κανένα τσιγάρο καί ἔπινε
κανένα κρασάκι ἀλλά ἀργότερα ἔδειξε μετάνοια καί ἔγινε
μεγαλόσχημος. Ὕστερα ἀρρώστησε καί ἔπεσε στό κρεββάτι.
Κάποιο πρωϊνό τοῦ Φεβρουαρίου τόν
ἐπισκέφθηκαν δύο Ταξίαρχοι στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς. Μόλις
τούς εἶδε, γνώρισε τό ἀξίωμά τους καί ἔκανε νά σηκωθῆ.
–Γέροντα, τοῦ λένε, κάθησε ὅπως εἶσαι. Ἤρθαμε νά σέ δοῦμε καί νά σοῦ δώσουμε χαρά. Τί κάνεις;
–Δόξα τῷ Θεῶ, εἶπε.
–Εἶσαι εὐχαριστημένος;
–Δοξάζω τόν Θεό.
–Ἔτσι
νά δοξάζης καί νά εὐχαριστῆς τόν Θεό, νά λές τήν εὐχή καί νά
κοινωνᾶς, ὅπως βέβαια γνωρίζουμε ὅτι κάνεις. Ἤρθαμε μόνο νά
σέ χαιρετήσουμε καί σέ τρεῖς μέρες θά ξανάρθουμε.
–Σᾶς εὐχαριστῶ, ὁ Θεός μαζί σας.
Τήν ὥρα πού ἔφευγαν ἔμπαινε ὁ
διακονητής. Εἶδε ὁ π. Μᾶρκος ὅτι συναντήθηκαν καί ρώτησε
τόν διακονητή νά τοῦ πῆ, ποιοί ἦταν αὐτοί οἱ Ταξίαρχοι καί
ἀπό ποῦ ἦρθαν.
Ὁ διακονητής μέ ἀπορία ἀπάντησε
ὅτι δέν εἶχε δεῖ κανέναν. Σέ τρεῖς μέρες ἐκοιμήθη ὁ π. Μᾶρκος
καί κατάλαβαν ὅτι οἱ δύο Ταξίαρχοι ἦταν οἱ Ἀρχιστράτηγοι
Μιχαήλ καί Γαβριήλ.
Καί ὅλα αὐτά συνέβησαν στόν π. Μᾶρκο,
διότι εἶχε ταπείνωση. Θεωροῦσε τόν ἑαυτό του τιποτένιο
καί κακομοίρη, ἦταν στήν ἀφάνεια, διότι ἦταν βορδονάρης στό
διακόνημα καί δοξολογοῦσε τόν Θεό γιά τίς εὐεργεσίες Του
καί τά ἀγαθά Του.
Περιστατικά απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου