Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2021

Η Αγία Ευφημία: ο βίος και το θαύμα της Αγίας και ο Άγιος Παΐσιος

Η Αγία Ευφημία εορτάζεται στις 16 Σεπτεμβρίου, και 11 Ιουλίου η ανάμνηση του θαύματος στην λύση που επέφερε στην εν Χαλκηδόνα Δ' Οικουμενική Σύνοδος (451 μ.Χ.).

Ο Πρίσκος υπέβαλε την Αγίαν εις νέον μαρτύ­ριον

Η Αγία Ευφημία έζησε κατά τούς χρόνους του Διοκλητιανού καί ήθλησε τό έτος 303. Κατήγετο από την Χαλκηδόνα. Ήτο θυγάτηρ του περιφανούς και πλουσίου Συγκλητικού Φιλόφρονος και της ευσεβούς και φιλοπτώχου Θεοδοσιανής. Η Αγία επαιδαγωγήθη «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» διό ηγάπησε τον Χριστό, την παρθενίαν και την μετά ζήλου ομολογίαν του Χριστού.

O ανθύπατος της Ανατολής Πρίσκος έχων συγκάθεδρον τον φιλόσοφον και ιερέα του Άρεως Απελιανόν, εκήρυξε, κατά την απόφασιν και εντολήν του Διοκλητιανού, διωγμόν κατά των Χριστιανών εις την Ανατολήν. Κατά την εορτήν του ψευδωνύμου Θεού Άρεως εζήτησε άπαντες οι κάτοικοι να προσέλθουν εις την εορτήν. Όσoι δεν θα προσήρχοντο θα ετιμωρούντο με φοβερά κολαστήρια. Οι χριστιανοί καθ' ομάδας εκρύπτοντο άλλοι εις οικίας και άλλοι εις ερημικάς περιοχάς. Ή Αγία Ευφημία ηγείτο μιας τοιαύτης ομάδος στηρίζουσα τούς πιστούς διά του φλογερού λόγου της.

Συνελήφθη η Αγία μετά των τεσσαράκοντα εννέα μελών της ομάδος της. Εις την πρόσκλησιν του Πρί­σκου νά θυσιάσουν εις το είδωλον του Άρεως η Αγία και η ομάδα της ηρνήθησαν με τόλμην και παρρησίαν, από την απάντησίν των εθυμώθη ο Πρίσκος και έδωκεν εντολήν να δέρουν επί είκοσι ημέρας τους Αγίους και να τους φυλακίσουν.

Μετά τας είκοσι ημέρας εδοκίμασε και πάλιν να πείσει τούς μάρτυρας να θυσιάσουν. Μετά την αρνησίν των, τους έδειραν τόσον, ώστε κατεπονήθησαν οι δέροντες στρατιώται. Τότε τούς λοιπούς μάρτυρας ο Πρίσκος έκλεισεν εις την φυλακήν, την δε Αγίαν προσεπάθησε να την πείσει να θυσιάσει. Μετά την άρνησίν της και την ομολογίαν της πίστεώς της εις τον Χριστόν την έβαλον εις τον τροχόν και έτσι κατεκόπτετο όλον το σώμα της Αγίας. Κατά το μαρτύριόν της η Αγία προσηύχετο διαρκώς.

Μετά το πέρας της προσευχής της θαυμα­τουργικώς ελύθη από τον τροχόν και αποκατεστάθη τέλειον και υγιές το σώμα της. Εν συνεχεία ερρίφθη η Αγία εις πυρακτωμένην κάμινον. Οι προεστώτες των υπηρετών Σωσθένης και Βίκτωρ ηρνήθησαν να ρίψουν την Αγίαν εις την κάμινον, διότι έβλεπον να ίνστανται παρά το πλευρόν της Αγίας δύο φοβεροί άνδρες, οι οποίοι απειλούσαν ότι θα διασκορπίσουν το πυρ. Ο Σωσθένης και ο Βίκτωρ ομολόγησαν τον Χριστόν και εμαρτύρησαν. Προσευχηθείσα η Αγία ερρίφθη εις την κάμινον. Η φλόξ δεν ήγγισε την Αγίαν, αλλά διεσκορπίσθη έξω της καμίνου και έκαυσε πολλούς.

Ο Πρίσκος υπέβαλε την Αγίαν εις νέον μαρτύ­ριον. Εκτύπωv την Μάρτυρα με οξείς λίθους και σίδηρα αιχμηρά και έτσι κατεκόπη και κατεξεσχίσθη το σώμα της. Και πάλιv θαυματουργικώς αποκατεστά­θη υγιής. Ακολούθως ερρίφθη η Αγία εις μεγάλην δεξαμενήv, όπου ύπηρχον σαρκοβόρα θηρία της θαλάσ­σης.

Τα θηρία όχι μόνον δεv έβλαψαv την Αγίαν, αλ­λά και τηv εβάσταζοv επάνω των. Έπειτα έβαλοv την Μάρτυρα εις λάκκον με σουβλιά. Και εκείθεν εξήλθεν αβλαβής. Επεχείρησεv ο Πρίσκος να πριονίσει και να καύσει την Αγίαν. Οι οδόντες εστράβωσαν και το πυρ εσβέσθη και ουδέν αύτη έπαθεν.

Τέλος ερρί­φθη η Μάρτυς εις θηρία, τα οποία ήλθον πλησίον της προσκυvούντα αυτήv. Επειδή η Αγία προ του μαρτυ­ρίου αυτού ικέτευσε τον Χριστόν vα την αναπαύση πλησίον Του, μία άρκτος τηv εδάγκωσε και ούτω παρέδωκε την αγίαv της ψυχήv εις χείρας του Νυμφίου της.

Χαίροvτες οι γονείς της έθαψαv μετά πάσης τιμής το πάνσεπτόν της λείψανον εις την Χαλκηδόνα και εδόξαζαν τοv Κύριον, διότι ηξιώθησαν της τιμής να έχουν τηv θυγατέρα των Μεγαλομάρτυρα της Εκκλησίας και πρέσβειράν των πλησίον Του.

O Κύριος ετίμησε την καλλίνικον παρθένον και μάρτυρα Ευφημίαν με την δωρεάν της αφθαρσίας του πολυάθλου και παρθενικού της σώματος.

Ή Σύνοδος αυτή καταδίκασε τον αιρετικό Ευτυχή, ο οποίος εκήρυττε την πλάνη, ότι ο Χριστός έχει μόνο μία φύση και μία ενέργεια, αυτή της Θεότητος.

Οι Άγιοι Πατέρες εδογμάτισαν την πίστη της Εκκλησίας, ότι ο Χριστός έχει δύο τελείας φύσεις, θελήσεις και ενεργείας, την θεία και την ανθρωπίνη, σε μία Yπόσταση. Είναι δε ενωμένες οι δύο φύσεις ατρέπτως, ασυγχύτως, αναλλοιώτως και αδιαιρέτως. Κατά την ανωτέρω Σύνοδο οι Όρθόδοξοι Πατέρες συνέταξαν Τόμο, ο οποίος περιείχε την πίστη την αληθή, την οποία πάντοτε πίστευε και εκήρυττε η Εκκλησία του Χριστού.

Το θαύμα της Αγίας Ευφημίας  και οι μονοφυσίτες 11 Ιουλίου 

Επίσης οι αιρετικοί Μονοφυσίτες συνέταξαν τόμο που περιείχε τις πλάνες τους. Τότε ομοφώνως Ορθόδοξοι και αιρετικοί απεφάσισαν να τεθούν και τα δύο κείμενα επί του στήθους της Αγίας Ευφημίας και ανοίγοντας την λειψανοθήκη έπραξαν ούτως και εσφράγισαν πάλι αυτήν. Όταν δε άνοιξαν την θήκη, βρήκαν τον Τόμο των Ορθοδόξωνv στα χέρια της και των αιρετικών Μονοφυσιτών το κείμενο στα πόδια της.

Έτσι η Μεγαλομάρτυς Ευφημία με το εξαίσιο αυτό θαύμα επικύρωσε και υπέγραψε τον ορθόδοξο Τόμο και διεσάλπισε το Χριστολογικό δόγμα περί των δύο φύσεων του Χριστού μας στα πέρατα της οικουμένης και απέδειξε ότι η διδασκαλία του Ευτυχούς και των οπαδών του Μονοφυσιτών ήταν σατανική πλάνη.

 

Η Εμφάνιση της Αγίας Ευφημίας στον Άγιο Παΐσιο

 1 Ιουλίου Το θαύμα, ο Βίος της Αγίας Ευφημίας και η εμφάνισή της στον Άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη (12 Ιουλίου).

Ήταν στην αυλή της Καλύβης του ο Γέροντας (Παΐσιος), όταν τον επισκέφθηκε κάποιο πνευματικό του τέκνο. Επανελάμβανε συνεχώς από την καρδιά του: «Δόξα σοι ο Θεός», πάλιν και πολλάκις.

Σε μια στιγμή ο Γέροντας του είπε: «Αχρηστεύεται κανείς με την καλή έννοια»;

-Ποιός, Γέροντα;

-Ήσυχα καθόμουν στο Κελλί μου, ήρθε και με παλάβωσε. Ωραία περνούν επάνω.

-Τι συμβαίνει, Γέροντα;

-Θα σου πω, αλλά μην το πεις σε κανέναν.

Του διηγήθηκε τότε το έξης:

«Είχα γυρίσει από τον κόσμο, όπου είχα βγει για ένα εκκλησιαστικό θέμα. (Με το μακαρίτη Τρίτση).

Την Τρίτη, κατά η ώρα 10 το πρωί, ήμουν μέσα στο Κελί μου και έκανα τις Ώρες. Ακούω χτύπημα στην πόρτα και μια γυναικεία φωνή να λέει: «Δι' ευχών των αγίων Πατέρων ημών…». Σκέφθηκα:
«Πώς βρέθηκε γυναίκα μέσα στο Όρος;». Εν τούτοις ένιωσα μια θεία γλυκύτητα μέσα μου και ρώτησα:

-Ποιος είναι;

-Η Ευφημία! (απαντά).

-Σκεφτόμουν, «ποια Ευφημία; Μήπως καμιά γυναίκα έκανε καμιά τρέλα και ήρθε με ανδρικά στο Όρος; Τώρα τι να κάνω;». Ξαναχτυπά. Ρωτάω: «Ποιος είναι;». «Η Ευφημία», άπαντα και πάλι. Σκέφτομαι και δεν ανοίγω. Στην τρίτη φορά που χτύπησε, άνοιξε μόνη της η πόρτα, που είχε σύρτη από μέσα. Άκουσα βήματα στον διάδρομο. Πετάχτηκα από το Κελί μου και βλέπω μια γυναίκα με μανδήλα. Την συνόδευε κάποιος, που έμοιαζε με τον Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος εξαφανίσθηκε.

Παρ’ όλο πού ήμουν σίγουρος ότι δεν είναι του πειρασμού, γιατί λαμποκοπούσε, την ρώτησα ποια είναι·

-Η μάρτυς Ευφημία, (απαντά).

-Αν είσαι η μάρτυς Ευφημία, έλα να προσκυνήσουμε την Αγία Τριάδα. Ό,τι κάνω εγώ να κάνης και συ.

Μπήκα στην Εκκλησία, κάνω μια μετάνοια λέγοντας: «Εις το όνομα του Πατρός». Το επανέλαβε με μετάνοια. «Και του Υιού». «-Και του Υιού», είπε με ψιλή φωνή.

-Πιο δυνατά, ν’ ακούω, είπα και επανέλαβε δυνατότερα.

-Ενώ ήταν ακόμα στο διάδρομο έκανε μετάνοιες, όχι προς την Εκκλησία, αλλά προς το Κελί μου. Στην αρχή παραξενεύτηκα, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είχα μια μικρή χάρτινη εικονίτσα της Αγίας Τριάδος, κολλημένη σε ξύλο, πάνω από την πόρτα του Κελιού μου. Αφού προσκυνήσαμε και για τρίτη φορά.

-«Και του Αγίου Πνεύματος»

Μετά είπα: «Τώρα, να σε προσκυνήσω και εγώ». Την προσκύνησα και ασπάστηκα τα πόδια της και την άκρη της μύτης της. Στο πρόσωπο το θεώρησα αναίδεια να την ασπασθώ.

-Ύστερα κάθισε η Αγία στο σκαμνάκι και εγώ στο μπαουλάκι και μου έλυσε την απορία που είχα (στο εκκλησιαστικό θέμα).

-Μετά μου διηγήθηκε την ζωή της. Ήξερα ότι υπάρχει μια αγία Ευφημία, αλλά τον βίο της δεν τον ήξερα. Όταν μου διηγείτο τα μαρτύρια της, όχι απλώς τα άκουγα, αλλά σαν να τα έβλεπα· τα ζούσα. Έφριξα! Πα, πα, πα!

-Πώς άντεξες τέτοια μαρτύρια; ρώτησα.

-Αν ήξερα τι δόξα έχουν οι Άγιοι, θα έκανα ό,τι μπορούσα να περάσω πιο μεγάλα μαρτύρια.

-Μετά απ’ αυτό το γεγονός για τρεις μέρες δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Σκιρτούσα και συνεχώς δόξαζα τον Θεό. Ούτε να φάω, ούτε τίποτα… συνεχώς δοξολογία».

Σε επιστολή του αναφέρει: «Σ’ όλη μου τη ζωή δεν θα μπορέσω να εξοφλήσω την μεγάλη μου υποχρέωση στην αγία Ευφημία, η οποία ενώ ήταν άγνωστη μου και χωρίς να είχε καμιά υποχρέωση, μου έκανε αυτή την μεγάλη τιμή…».

Διηγούμενος το γεγονός πρόσθεσε με ταπείνωση ότι παρουσιάστηκε η αγία Ευφημία, «όχι γιατί το αξίζω, αλλά επειδή με απασχολούσε εκείνο τον καιρό ένα θέμα που είχε σχέση με την κατάσταση της Εκκλησίας γενικά, και για δύο άλλους λόγους».

Εντύπωση έκανε στον Γέροντα «πώς αυτή η μικροκαμωμένη και αδύνατη άντεξε τόσα μαρτύρια; Να πεις ήταν καμία… (εννοούσε σωματώδης και δυνατή). Μια σταλιά ήταν».

Μέσα σε αυτήν την παραδεισένια κατάσταση συνέθεσε προς τιμήν της Αγίας ένα στιχηρό προσόμοιο: «Ποίοις ευφημιών άσμασιν ευφημήσωμεν την Ευφημίαν, την καταδεχθείσαν από άνωθεν και επισκεφθείσασαν κάτοικον μοναχόν ελεεινόν εν τη Καψάλα. Εκ τρίτου την θύραν πάλιν του έκρουσε τετάρτη ηνοίχθη μόνη εκ θαύματος και εισελθούσα με ουράνιον δόξαν, του Χριστού η Μάρτυς, προσκυνούντες ομού Τριάδα την Αγίαν».

Και ένα εξαποστειλάριο κατά το «Τοις μαθηταίς συνέλθωμεν…», που άρχιζε: «Μεγαλομάρτυς ένδοξε του Χρίστου Ευφημία, σ’ αγαπώ πολύ-πολύ μετά την Παναγία…». (Φυσικά αυτά δεν τα είχε για λειτουργική χρήση, ούτε τα έψαλλε δημοσίως).
Παρά την συνήθειά του βγήκε πάλι στην Σουρωτή και έκανε τις αδελφές μετόχους αυτής της ουράνιας χαράς. Με την βοήθειά του και τις οδηγίες του αγιογράφησαν την Αγία, όπως του εμφανίσθηκε.

 


Ο Γέροντας φιλοτέχνησε το αρνητικό της εικόνος της Αγίας σε μήτρα ατσάλινη με την οποία έκανε πρεσσαριστά εικονάκια και τα μοίραζε ευλογία στους προσκυνητές εις τιμήν της αγίας Ευφημίας. Κατά το σκάλισμα δυσκολεύτηκε να κάνη τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού.

Είπε: «Παιδεύτηκα να κάνω το χέρι της, αλλά μετά έβαλα έναν καλό λογισμό: «Ίσως επειδή και εγώ την παίδεψα την καημένη».

  Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, σελίδες: 224-228 Έκδοσις Καλύβης Αναστάσεως, Καψάλα, Άγιον Όρος


πηγή :Συναξαριού Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη Θεσσαλονίκη»

 

 Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τῷ θείῳ ἔρωτι, Λαμπρῶς ἀθλήσασα, εἰς oσμὴν ἔδραμες, Χριστοῦ πανεύφημε, οἴα νεᾶνις παγκαλῆς, καὶ Μάρτυς πεποικιλμένη, ὅθεν εἰσελήλυθας, ἐiς παστάδα οὐράνιον, κόσμω διανέμουσα, ἰαμάτων χαρίσματα, καὶ σῴζουσα τοὺς σοὶ ἐκβοώντας, χαίροις θεόφρον Εὐφημία.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐν τῇ ἀθλήσει σου καλῶς ἠγωνίσω, καὶ μετὰ θάνατον ἡμᾶς ἁγιάζεις, ταῖς τῶν θαυμάτων βλύσεσι Πανεύφημε, ὅθεν σου τὴν κοίμησιν, τὴν ἁγίαν τιμῶμεν, πίστει παριστάμενοι, τῷ σεπτῷ σου λειψάνῳ, ἵνα ῥυσθῶμεν νόσων ψυχικῶν, καὶ τῶν θαυμάτων τὴν χάριν ἀντλήσωμεν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: