Ο Θάνατος του Αναγνώστη Πετμεζά στα Βασιλικά Κορίνθου ( Peter von Hens).
Ο αποκλεισμένος στην Κόρινθο Δράμαλης με τ'ασκέρι του, αποφασίζει να ξεταμπουρωθεί και να αντιμετωπίσει τους Έλληνες που καραδοκούν στα υψώματα του Βασιλικού και της Μικρής Βάλτσας. Καθώς βγαίνει ο τουρκόσπορος του σουλτάνου, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης του δείχνει έναν χαιρετισμό και τον κάνει να πιλαλάει κατά τις σταφιδιές. Σε λίγο φτάνουν και οι Παπανίκας, Πλαπούτας και Καπτάν Γεωργάκης Χελιώτης με δύναμη εφτακοσίων παλληκαριών. Η μάχη γενικεύεται. Οι ασεβέστατοι καταπατητές, θρασύδειλοι καθώς είναι στην ιστορία τους όλη, οπισθοχωρούν και κρύβονται στην πεδιάδα. Οι Έλληνες πυρακτωμένοι από την άσβεστη φλόγα της λευτεριάς, αυτή που καίει τα μέτωπά τους πιότερο κι από αυτόν τον ήλιο του Αυγούστου, τους παίρνουν στο κατόπι. Εκεί στην πεδιάδα όμως, τα υποκείμενα του Δράμαλη, τουφεκίζοντας από τα αμπέλια σκορπούν τον θάνατο στους γιους της Ελλάδος. Μαύρος καπνός από τη μπαρούτη και η ανατριχίλα του θανατικού απλώνονται στην πεδιάδα του Βασιλικού. Οι Έλληνες αρχίζουν και λιγοστεύουν. Άλλοι πληγώνονται βαριά. Άλλοι μένουν στον τόπο.
Στην απόγνωση αυτή της άνισης μάχης βρίσκεται και ο Αναγνώστης Πετιμεζάς. Οι στιγμές είναι κρίσιμες. Ο Τούρκος δημιουργεί ένα πανδαιμόνιο. Ο Αναγνώστης λαβώνεται. Τι να κάνει; Μπορεί ακόμα να διατάξει υποχώρηση. Προλαβαίνουν. Όμως το όνομά του είναι Πετιμεζάς. Οι Πετιμεζαίοι ανήκουν σε ηρωική γενιά κλεφτών και ξέρουν να πεθαίνουν παλληκαρίσια. Μέσα στην φωτιά τη μάχης παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Να θυσιασθούν! Το αίμα και ο ιδρώτας αυλακώνουν το μέτωπο και τα δασειά στήθεια του Αναγνώστη, που πασχίζει να κρύψει την πληγή και το αίμα, για να μη το νοιώσουν τα παλληκάρια του και λυπηθούνε και δειλιάσουν. Ξάφνου, άλλο ένα βόλι, θανατικό αυτό, τού 'ρχεται κατάστηθα.
Ο καπετάνιος κλονίζεται, σβήνει το φως του, πέφτει καταγής μέσα στο αίμα, που τρέχει, τρέχει ασταμάτητα.
– «Δεν έχω τίποτα παιδιά! Στη μάχη το νου σας. Για το Θεό, μη χάσουμε τη μάχη!» Βραχνιασμένα, αδύναμα, βγαίνει η φωνή του.
Αυτή ήταν η στερνή του κουβέντα, καθώς άφηνε το σπαθί του στα άξια χέρια του παιδιού του, Σωτηράκη. Ο Σωτηράκης Πετιμεζάς, ασπάζεται τον νεκρό πατέρα του, σφουγγίζει ένα καφτό δάκρυ, και χύνεται ξανά σα σίφουνας πάνω στο εχθρικό μπουλούκι. Άλλα κεφάλια τούρκικα πέφτουν από το χέρι του νέου καπετάνιου. Ένα εχθρικό βόλι τού κόβει την ορμή του. Και το δεκαεπτάχρονο γενναίο παλληκάρι, σούρνεται βογκώντας κατάχαμα κι έρχεται κι αφήνει τη στερνή του πνοή, πλάι στο άψυχο κουφάρι του πατέρα του.
Πενήντα διαλεχτά παλληκάρια ακολουθούν στον ηρωϊκό θάνατο τους άξιους καπετάνιους τους, ενώ οι Τούρκοι ξαναγυρίζουν άδοξα στην Κόρινθο, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 250 νεκρούς.
Μα μην τους κλαίτε αυτούς τους Πετμεζαίους. Μην τα κλαίτε τα παλληκάρια που έπεσαν στην μάχη.
Ό,τι κι αν υπέστη η σάρκα τους, όσο πρόωρα κι αν έφυγαν από τα επίγεια, οι ψυχές τους δέχθηκαν περίσσια την Χάρη του Θεού. Μέσα στην ξεχωριστή αγκάλη του Παντός και την πάναγνη και παντοτινή γαλήνη κατοικούν και απολαμβάνουν την άπειρη Ελευθερία της Ζωής.
Γεια και χαρά σας Έλληνες!
Κείμενο: Μωραΐτες εν Χορώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου