Έκανε το σταυρό της “δόξα τω Θεώ, είχαμε φαγητό και σήμερα”. Και τί φαγητό! Αρχοντικό! Μπαρμπούνια τηγανητά. Κατεψυγμένα βέβαια αλλά δεν έχει κόλλημα μ’ αυτά. Νοστιμότατα ήταν, με το λαδάκι τους, κόκκινα – κόκκινα, λαχταριστά.
Σήκωσε τα πιάτα, γύρω μια θαλπωρή -είχε και καλοριφέρ αναμμένο-, ένδοξα απομεινάρια μεσημβρινής λιακάδας είχαν πάρει τον κεκανονισμένο προς δυσμάς δρόμο τους, “δόξα τω Θεώ” πάντα ευσχημόνως και κατά τάξη.
Έπιασε πάλι να σκέφτεται την κυρα Σοφία, την γειτόνισσα. Πάντα την σκεφτόταν την ώρα του τραπεζιού γιατί ήταν μια μικρή συννεφιά στο Φως ιλαρόν του οσονούπω εσπερινού…..
Όχι πως δεν είχε να φάει η κυρα Σοφία -κουτσά στραβά τα έβγαζε πέρα με την σύνταξη του συχωρεμένου του άντρα της- αλλά είχε ένα πικρό μυστικό που αυτή το έμαθε κατά τύχη: Έτρωγε μοναχούλα, σαν έγκλειστη, στο δωμάτιό της ενώ το σπίτι ήταν γεμάτο παιδιά και εγγόνια.
Δικό της ήταν το σπίτι και επειδή οι δουλειές του γιου της δεν πήγαν καλά, ήρθε με τη γυναίκα και τα παιδιά του να μείνει με τη μάνα, να γλυτώνει το ενοίκιο.
Σοβαρή, αξιοπρεπής και λιγόλογη κοπέλα η νύφη (έμοιαζε σ’ αυτό με την πεθερά) δεν έδωσε ποτέ δικαίωμα στην γειτονιά (ακριβώς όπως και η γριούλα).
Όλα έμοιαζαν αρμονικά, μέχρι που αυτή -από σπόντα- έμαθε πως τα τσανάκια τους ήταν ξεχωρισμένα. Η κυρα Σοφία ψώνιζε χωριστά το λάδι της και τα άλλα χρειαζούμενα, μαγείρευε χωριστά και έτρωγε μόνη στο δωμάτιό της. Η οικογένεια του γιου είχε άλλο κουμάντο.
Την πείραξε αυτό που έμαθε. Της θύμισε αυτό που έλεγαν στα παιχνίδια τους -όταν ήταν παιδί- “όλοι αντάμα και ο ψωριάρης χώρια”.
Καημένη κυρα Σοφία….Σηκωνόταν αξημέρωτα, λέει, να μαγειρέψει ένα πιάτο φαγάκι, για να είναι η κουζίνα ελεύθερη μετά, να ετοιμάσει η νύφη το φαγητό της οικογένειας.Αυτή, δηλαδή, δεν ήταν στην οικογένεια;
Το μεσημέρι έτρωγε στο στενό της δωματιάκι. Δεν μιλούσε όμως σε κανένα, δεν παραπονιόταν, δεν κουσκούσευε την νύφη. Μάλιστα της κρατούσε και τα παιδιά, όταν δούλευε.
Στο στόμα της ήταν ακόμη η γεύση των ψαριών, δεν την χρειαζόταν πια, πήρε μια μπουκιά σταφιδόψωμο. Γλυκάθηκε μα αντί να πει “δόξα Σοι Κύριε”, μουρμούρισε “Χριστέ μου βόηθα την κυρα Σοφία”. Φαντάστηκε πως αν ποτέ η γιαγιούλα έτρωγε σταφιδόψωμο και αυτό πικρό θα της ήταν.
Νοικοκυρά γυναίκα…
Την θυμάται όταν πρωτοήρθε στη γειτονιά και αγόρασαν -με τον άντρα της- το οικόπεδο και άρχισαν να χτίζουν. Αν και νέα τότε, είχε τα μαλλιά της μαζεμένα σε ένα σεμνό κότσο, ήσυχη γυναικούλα με ήσυχα σαν προβατάκια παιδιά και ο κυρ Θανάσης ο σύζυγος ήταν ψηλός, καλοκάγαθος, με ένα ποδήλατο και μεγάλα αυτιά (με τα οποία αυτή και ο αδελφός της γελούσαν με την άκακη αναίδεια των παιδαρίων).
Το σπίτι τους χτίστηκε μικρό γιατί μικρό ήταν οικόπεδο, γιατί λίγα ήταν τα λεφτουδάκια της στέρησής τους.
Το ήξερε και από μέσα καθώς την έστελνε η μάνα της να αγοράσει σταφύλια ( είχε ο Θανάσης ένα αμπέλι κληρονομικό).
Ένα σαλόνι τόσο μικρό που στην κηδεία του Θανάση ο κόσμος ήταν στην αυλή, ένα ακόμη δωμάτιο (από την κλειστή πόρτα καταλάβαινε πως ήταν υπνοδωμάτιο) και μια μικρή κουζινούλα (όλα με γκρο μπετόν -εκείνα τα χρόνια-). Στο κουζινάκι ήταν τα τελάρα με το ροζακί και η παλάντζα κρεμασμένη, δίπλα στις κουτάλες.
Το σπιτάκι δεν άλλαξε ποτέ…Ορατά τουλάχιστον, γιατί δεν γνωρίζει αν έπεσαν τίποτε χωρίσματα μέσα, αν άλλαξαν την διαρρύθμιση -όπως άλλωστε δεν ήξερε μέχρι πρόσφατα το μυστικό της γιαγιάς. Υποθέτει δε πως τα εγγόνια θα κοιμούνται στο σαλόνι (υπήρχαν παιδικά αυτοκόλλητα στα τζάμια), το ζευγάρι στο παλιό υπνοδωμάτιο και η κυρα Σοφία μάλλον… στο κουζινάκι.
Και τί πείραζε δηλαδή, να μαγειρεύουν ένα πιάτο παραπάνω;
Και τί θα πείραζε, αν καθόταν όλοι στο ίδιο τραπέζι;
Τώρα αρχίζει να λύνεται και η απορία της για το ότι η κυρα Σοφία όλο στην αυλή είναι και σκουπίζει τα σκουπισμένα, ακόμη και με βροχή και με κρύο και με καύσωνα….Βγαίνει και στο πεζοδρόμιο και μαζεύει τα λεμόνια της λεμονιάς που είχε φυτέψει ο συχωρεμένος -όταν αγόρασαν το οικόπεδο- και αν δεν υπάρχουν λεμόνια σκουπίζει τα φύλλα και ξεχνιέται αρκετή ώρα στο στυλιάρι της σκούπας ,κοιτάζοντας τα αυτοκίνητα που περνούν….
“Μα τί ψώνιο είναι αυτό με το σκούπισμα;” αναρωτιόταν για χρόνια “δεν κρυώνει, δεν ζεσταίνεται, δεν βαριέται; Όλο στο πεζοδρόμιο βρίσκεται.”
Τώρα δίνει -μόνη της- την απάντηση πως μάλλον η αυλή και το πεζοδρόμιο είναι ο τόπος που την πονάει λιγότερο, καθώς εκεί κανείς δεν την απομονώνει, κανείς δεν την περιφρονεί.
Το αντίθετο μάλιστα: Την χαιρετούν οι γείτονες και της χαμογελούν τα παιδιά, όταν μαζί με τα λεμόνια “δώστα στη μάνα σου” τους χώνει και καμιά καραμέλα στην τσέπη…..
3 σχόλια:
Πάλι καμπάνες...;
...τις λιάνισες...καϋμένε...
...αμ... δέ φταίς εσύ...
αυτές οι θεούσες...
η...Σοφία...
η άλλη... με τον κότσο...
και...με τούς μεγάλους σταυρούς...
άμα σού τις πιάσω...!
...δεν θα ξανάρθει το φθινόπωρο
ή... κορόνα μας...
θα τούς δείξω γώ...παλιοκουρούνες
τηλεφωνάκι...
...σούρχεται το περιπολικό...
...καθάρισες...
οχι... να σού μαζεύονται...
στίς εκκλησίες τους
πατείς με.πατώ σε...
ούτε μάσκα...
ούτε αποστάσεις...ανεμβολίαστοι...
να μας...σκοτώσουνε όλους...
...μετά...σου λένε...είμαι γώ
το καρφί...
μωρ...δε πά να λένε...
..σιγά...
θα βάλω το μπούμπη μου να κλάψει...
Η κυρία Φωφώ πήρε το μανόν
και βάλθηκε να περνά τα νύχια της με το πιό μουντό μώβ...
κάθε απόγευμα τέτοια ώρα η καμπάνα
την έκανε να θυμάται το κυηγετικό
οπλο,
του μακαρίτη του Πακη της...
άχρηστος μιά ζωή.. σκεφτόταν η Φωφώ
και τώρα... που τον χρειαζοταν...
πούντος...
...αμα ζούσε... θα τον κοίταζε
με κείνο το όλο νόημα βλέμμα...
...κι ο Πάκης θέλοντας και μη...
τηλέφωνο στον παπά...
...μα πάτερ μου...καμπάνες...
...πού ακούστηκε..
γίνοντα στον πολιτισμένο κόσμο τέτοια πράματα...
σάς παρακαλώ...ο δέσποτας, τις προάλλες, μού υποσχέθηκε πώς θα σάς
μιλήσει...
...τί...μα τί λέτε...ειστε καλά...
μα πώς τολμάτε, σάς παρακαλώ...
Πάει ο Πάκης...μα οι κουρούνες...
κορακοζώητες...
...
για να βάλουμε το σκαι...
να δούμε τι γίνεται
με τα κρούσματα...
Στο μυαλό ?. του ΔΚΧΤ όλα, ακόμη και η κυρά Σοφία συνδέεται με τον κορονοϊό... Φευ !
Ίσως νάταν... καμπόσο άκαιρο...
και εκτος τοπου
το...Φωφαφήγημσ...
...
Δημοσίευση σχολίου