(Από την αφήγησή του προς τον μυστικό μαθητή του, τον Επιφάνιο, μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως)
«Δεν μπορούσα να υποφέρω το φοβερό κρύο και τον αέρα, γιατί ήμουν γυμνός και ξυπόλητος και άστεγος. Κατέφυγα λοιπόν στους φτωχούς, τους ομοίους μου, αλλά δεν με δέχονταν. Με σιχαίνονταν και μ’ έδιωχναν με ραβδιά τους σαν σκύλο.
»Τόπο να καταφύγω και να σωθώ δεν εύρισκα. Απελπίστηκα. Φοβήθηκα πως θα πεθάνω. “Ας είναι δοξασμένο”, είπα, “το όνομα του Θεού, γιατί κι αν ακόμη πεθάνω, θα μου λογισθεί σαν μαρτύριο. Ο Θεός δεν είναι άδικος. Αυτός που έστειλε την παγωνία, θα μου δώσει και την υπομονή”.
»Πήγα λοιπόν σε μια γωνιά της στοάς και βρήκα ένα σκυλάκι. Ξάπλωσα δίπλα του με την ελπίδα πως θα με ζεστάνει λίγο. Εκείνο όμως, όταν με είδε κοντά του, σηκώθηκε κι έφυγε.
»Είπα τότε στον εαυτό μου: “Βλέπεις, ταλαίπωρε, πόσο αμαρτωλός είσαι; Ακόμη και τα σκυλιά σε περιφρονούν και φεύγουν από κοντά σου και δεν σε δέχονται ούτε σαν όμοιό τους. Οι άνθρωποι σε αποστρέφονται σαν πονηρό δαίμονα. Οι όμοιοί σου φτωχοί σε διώχνουν. Τι απομένει λοιπόν; Πέθανε, άσωτε, πέθανε! Δεν υπάρχει για σένα σωτηρία σ’ αυτόν τον κόσμο!”.
»Ενώ όμως έλεγα αυτά με πολύ πόνο, ήρθα σε κατάνυξη. Κι επειδή με έσφιγγε το κρύο και ο τρόμος, αναλύθηκα σε δάκρυα έχοντας τα μάτια της ψυχής μου στραμμένα προς τον Θεό, Τα μέλη μου όλα πάγωσαν. Νόμισα εκείνη τη στιγμή ότι θα ξεψυχήσω...».
»Ξαφνικά, ένιωσα ζεστασιά. Ανοίγω τα μάτια και βλέπω έναν νέο πολύ ωραίο ν’ αστράφτει πιο πολύ κι απ’ τον ήλιο. Στο χέρι του κρατούσε χρυσό κλαδί. Ήταν πλεγμένο με δροσερά κρίνα και τριαντάφυλλα που δεν έμοιαζαν με του κόσμου τούτο, όχι! Είχαν θαυμαστή ποικιλία. Ήσαν αλλοιώτικα στη φύση και τη θωριά τους. Κρατώντας αυτό το ωραίο κλαδί αυτός ο πανέμορφος νέος με κοίταξε και μου είπε: “Ανδρέα, πού ήσουν;”. “Στα σκοτεινά και στη σκιά του θανάτου!”, αποκρίθηκα. Κι ενώ ακόμη μιλούσα, με χτύπησε ελαφρά στο πρόσωπο με το ανθοστόλιστο κλαδί, λέγοντάς μου: “Ας πάρει δύναμη το σώμα σου και ζωή ακατανίκητη!”.
»Αμέσως η ευωδία εκείνων των λουλουδιών μπήκε στην καρδιά μου και αστραπιαία μου έδωσε ζωή. Ακούω τότε μια φωνή να λέει: “Πηγαίνετέ τον στη χώρα του Παραδείσου να τον παρηγορήσετε για δύο εβδομάδες και πάλι να επιστρέψει, γιατί θέλω να αγωνισθεί ακόμη”.
»Ενώ κρατούσε τούτος ο λόγος, βυθίσθηκα σε βαθύτατο ύπνο και δεν κατάλαβα τι μου συνέβη. Ζούσα εκεί που διέταξε η βουλή του Θεού, σαν να κοιμήθηκα ευχάριστα όλη τη νύχτα και ξύπνησα το πρωί…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου