Κάποιος εἶναι ἀκόμη μέσα, στὸν Ναό, αὐτὴν τὴν μοναχικὴ ὥρα, μόνος στὸ ἡμισκόταδο, σὰν νέος Ἰωνᾶς, κλεισμένος ὅμως οἰκιοθελῶς, αὐτός, νὰ διακονεῖ ὅλη τὴν ζωή του, ἐντὸς τῶν σπλάγχνων ἑνὸς «κήτους» ἁγίου, μόνος, νὰ θαλασσοπορεῖ στὰ κύματα τοῦ παρόντος βίου καὶ τῆς φουρτούνας τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τοῦ ἀνθρώπινου πόνου.
Καθισμένος σὲ μιὰ ἄκρη, ἐκεῖ στὴν ἁγιασμένη, τὴν ἐξομολογητική, φθηνὴ καὶ ἀνεκτίμητη, ξύλινη καρέκλα του, ὅσιο ἀπομεινάρι ἀπὸ τὸν καιρό, ποὺ πρωτοῆρθε νὰ ἐργαστεῖ στὸν θερισμὸ τῶν ψυχῶν, στὰ δεξιὰ ὅπως θεωροῦμε τὸ Ἱερό, ξαποσταίνει ὁ γέρων ἐφημέριος καὶ Πνευματικός.
Μακάριος ἀνήρ. Πολυκαιρισμένη ὕπαρξη, πάλλευκη, κατάκοπη. Πάντα πρόθυμη, πάντα νέα. Ἡ ψυχὴ δὲν ἔχει ἡλικία. Ἀπὸ τὸ ἄχρονο ἔρχεται καὶ ἐκεῖ πορεύεται, παρὰ ταῦτα ἐν χρονω κινούμενη ἡ ἴδια.
Τὸν ἔχει στολίσει περίτεχνα ἡ φθορά, τὸν γέροντα, μὲ τέχνη, καὶ δέος, τὸν ἔχει σεβασθεῖ, μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ ἑνὸς καλλιτέχνη ποὺ θέλει νὰ ἀποδώσει τίμια τὸ βάθος τῶν πραγμάτων, καθὼς κάθε ρυτίδα, κάθε σημάδι γήρατος, ἀπὸ τὸ ἀποστεωμένο χέρι ποὺ εὐλογει, λογικὰ καὶ ἄλογα κτίσματα δεκαετίες τώρα, ἕως τὰ θολὰ ματιὰ του ποὺ ἐκπέμπουν ὅμως ἐναργεστατα, τὴν ἀγάπη τῆς καρδίας του, εἶναι ἀφορμὴ εὐλαβείας, καὶ τιμῆς πρὸς τὸ πρόσωπό του.
Κάθεται σκυφτός, γερμενος, σχεδὸν καμπουριάζει. Ὄχι δὲν εἶναι τὰ χρόνια. Πότε δὲν τὰ μέτρησε αὐτά, ὅπως καὶ τοὺς κόπους τοῦ ἄλλωστε. Αὐτὰ τὰ ὑπομένει τὰ εὐλογει καὶ τὰ δικαιώνει, δὲν κοιτᾶ πότε τὸ ρολόγι του, ἀλλὰ ἀναμένει στωϊκά, εὐχαριστιακά, τὸν χρόνο, ποὺ τοῦ ἔχει δοθεῖ ἄνωθεν, καὶ δὲν βλέπει τὴν ὥρα, τὴν μυστικὴ καὶ τὴν ἅγια, ποὺ θὰ πεῖ τὸ τελευταῖο «Δι᾿εὐχῶν», ὥστε νὰ περάσει ἀπέναντι, νὰ βρεῖ καὶ νὰ προσκυνήσει, τὸν μυριοπόθητο Κύριο καὶ Θεό του, ποὺ τόσο πιστὰ ὑπηρέτησε καὶ ὑπηρετεῖ.
Εἶναι κάτι ἄλλο ποὺ τὸν βαραίνει καὶ τὸν λυγίζει ὧρες, ὧρες. Εἶναι ὁ πόνος τῶν ἀνθρώπων, ποὺ τοῦ βαραίνει τὴν πλάτη, τὸ θυμικό, τὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς του, ποὺ τοῦ ἔχει ἀφήσει κάποιες πληγές, κρυφὰ σημάδια μέσα του, ἕνα ἄνομο ἡφαίστειο, ποὺ τὸν καίει ἐσωτερικά, καὶ τὸν ἐξουθενώνει.
Κρατεῖ τὸ εὐχολόγιο, κάπου ἔχει νὰ πάει, κάπου τὸν καλοῦν, κάπου τὸν πέμπει ὁ Κύριος, κρατεῖ κομποσχοίνι, τὸ ράσο δεύτερο δέρμα του, τὰ παπούτσια λιωμένα, τὰ χεριὰ λευκά, ὅπως τὸ πρόσωπό του. Αὐτὸ τὸ πρόσωπο! Εἰκόνα τοῦ Πλάστη, μιὰ ξεθωριασμένη ἁγιογραφία τοῦ Πανσελήνου, καταλάμπει τὸ Φῶς τῆς Χάριτος, σὰν αὐγουστιάτικο φεγγάρι, μεγαλόπρεπο καὶ σεμνοπρεπές, μέσα στὸ κατασκόταδο τοῦ κόσμου.
Ψίθυροι ἀκούγονται γύρω, στὸν ἔρημο Ναό, ἀναφιλητά, ἀναμειγμένα μὲ μεταμέλεια, ἴσως καὶ ἀληθινὴ μετάνοια, ναὶ εἶναι καὶ αὐτή, ὄχι πάντα, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ξέρει ὁ καθένας, μιὰ νέα ἀρχή, καὶ νέα υἱοθεσία, διαθέση ἀλλαγῆς πορείας, ζωῆς, φωτισμός, εὐχαριστία, γόνατα τριμμενα, μάτια κλαμμένα, εἰλικρινά, καθαρά, χαρὰ ἀνείπωτη, ξαλάφρωμα γιὰ τὴν Εὐχὴ τῆς Συγχωρήσεως, Δόξα καὶ Λατρεία, γιὰ τὸν Πανοικτιρμονα Πατέρα τῶν Οὐρανῶν, ποὺ ὅλα τὰ συγχωρεῖ καὶ τὰ περιχωρεῖ, γιὰ τὰ τεκνία Του, τὰ παιδάκια Του, τὰ πολυφίλητα, τὰ μοναχοπαίδια Του, τὰ ὁποῖα καὶ ἀναμένει ἀτέρμονα καὶ ὑπομονετικά.
Ἀναμένει τὸν καθένα ταλαίπωρο ἀνθρωπίσκο, μέχρι νὰ πάρει ἀπόφαση νὰ γίνει θεός, μέχρι νὰ παύσει νὰ ἀδικεῖ τὸν ἑαυτό του, καὶ νὰ βάλει μιὰ ἀρχὴ νὰ γίνει, ξανὰ ἀπὸ ἄσωτος, ἔτσι ὅπως τὸν ἔχει ἐπιθυμήσει καὶ πλάσει καὶ κελεύσει πρὸ καταβολῆς κόσμου ὁ Θεός, ἡ ἐνυπόστατη Ἀγάπη καὶ Πατρότητα.
Γλυκεία μελαγχολία, νοσταλγία, ὄχι συναισθηματική, ὄχι τῆς στιγμῆς, ὄχι ἐπιδερμική, ἄπαγε, ἐδῶ δὲν χωροῦν ρομαντισμοί, οὔτε φθηνὲς συγκινήσεις, ἀλλὰ ἀπροσδιόριστα αἰσθήματα βαθιά, μύχια, ἀνακινοῦνται, μέσα στὰ δομικὰ στοιχεῖα τῆς ψυχῆς, στοὺς ἁρμούς της, στὸ «φέροντα σκελετό» της, ὅπως λένε οἱ μηχανικοί, τὸν κατέχουν τὸν γέροντα Ἱερέα.
Ἀναρίθμητες μικρὲς παλιὲς καὶ νέες μνῆμες, τὸν συνέχουν αὐτὲς τὶς λίγες σπάνιες στιγμές, τῆς περισυλλογῆς καὶ τῆς ξεκούρασης, μικρὲς διακοπὲς τῆς ἱερῆς ἀδιάκοπης καὶ ἀκάματης διακονίας του, χάριν τῆς ὁποίας καίγεται σὰν λαμπάδα πασχαλιάτικη, ἀργολιώνει καὶ ἀναλώνεται, ὡς ἀνάθημα καὶ ἀφιέρωση γιὰ τὸν ἀδελφό, τὸν ἁμαρτωλό, τὸν κατατρεγμένο.
Θυμᾶται ὅλους καὶ ἕναν ἕναν ξεχωριστά, ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά, κάθε ἡλικίας καὶ τάξεως, ὅπου γῆς βασανισμένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ τὸν ἄρχοντά της, νὰ τοῦ ξεκλειδώνουν μπροστά του, τὰ διπλοκλειδωμένα ἀμπάρια τῆς ψυχῆς τους, νὰ ζητοῦν ἔλεος, παρηγόρια, συμπονοια, κάθαρση καὶ νέο νόημα καὶ πορεία.
Ἡ νέα γυναίκα μὲ τὴν ἀδιέξοδη σχέση, ὁ ἀπελπισμένος ἄνδρας, ποὺ λύγισε, τὸ παιδὶ μὲ τὸ διαλυμένο σπίτι, ἡ οἰκογένεια ποὺ σπαράσσεται, ὁ πόνος τῆς ἀπώλειας, τὰ βάσανα τῆς ζωῆς, οἱ ἀστοχίες, ἡ ἀγνωσία τοῦ κόσμου, τὰ κρυφὰ καὶ ἀνίκητα πάθη, οἱ συνεχεῖς πτώσεις, ζήλιες, ἡ βασίλισσα καὶ ἀφέντρα κακιά, ἡ ἀνομία, ἡ αὐξανουμενη ἀποστασία τῶν ἀνθρώπων, ὅλα αὐτὰ τὰ παλεύει κατὰ μέτωπο χρόνια καὶ χρόνια.
Καὶ νικᾶ μὲ τὴν Χάρη. Νικᾶ μὲ τὸν Χριστό, καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γίνεται προέκταση τῶν χειρῶν Του, παιδαγωγὸς καὶ χειραγωγὸς εἰς Χριστόν, ποιμαντικὸ διαμάντι, σοφία ἀσκητική, συνετὸς πατέρας καὶ ἀδελφός, ἑξακτινωνει καὶ διοχετεύει τὴν ἀπειρομορφη ἄκτιστο ἐνέργεια, ὡς καλὸς ἀγωγός της.
Οἱ ἄνθρωποι τὸν ἀναζητοῦν. Κάθε ὥρα καὶ στιγμή. Νέος Μωϋσῆς καθοδηγεῖ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπὸ τὴν ἄνυδρη ἔρημο, στὴν γῆ Χαναάν. Καὶ αὐτὸς ἐκεῖ, πάντα ἐκεῖ. Χωρὶς ζωὴ δική του, χωρὶς δικαιώματα, μόνο ὑποχρεώσεις, καθήκοντα, καὶ ἀνεξάντλητο φιλότιμο, τὴν ζωή του.. ἄ, ναί! Τὴν ζωή του.. Αὐτὴ τὴν εἶχε ξεχάσει, ἀλήθεια, ἀφοῦ τὴν ἔχει δώσει δανεικὴ καὶ ἀγύριστη γιὰ τοὺς ἄλλους. Χάρισμα, δῶρο τοῖς πᾶσι τὰ πάντα, γιὰ νὰ κερδίσει μιὰ ψυχὴ γιὰ τὸν Χριστό. Ἕνα ἐκ τῶν ἐλαχίστων.
Δὲν περιμένει εὐχαριστῶ, δὲν παίρνει τίποτα ἀπὸ κανέναν, τὰ ἔχει ἀκούσει ἀπὸ τὴν καλὴ καὶ τὴν ἀνάποδη ἀπὸ πολλούς, δὲν πειράζει, δὲν τρέχει τίποτα, ὅλα καλὰ ὅλα δεξιά. Δόξα τῷ Θεῷ, δὲν ζητεῖ τὰ ἑαυτοῦ, μόνο ἐπιθυμεῖ ταπεινὰ νὰ τὸν ἔχουν γιὰ ὁδηγό, νὰ τὸν ἀφήνουν νὰ τοὺς βάζει νὰ ταξιδεύσουν, δωρεὰν πρώτη θέση, ἐπάνω στὸν σίγουρο δρόμο, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Θεό, δρόμος ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ φορᾶ ἐκ νεότητός του, πάνω ἀπὸ τὸ ράσο του, νὰ εἶναι τὸ βαρύτιμο πετραχήλι του, ἀσήκωτο ἀπὸ τὸ δάκρυ τοῦ κόσμου, εὐθεία ὁδός, ὅπως καὶ τὸ σχῆμα του, μιὰ ὁδὸς σωτηρίας καὶ ψυχικῆς ἀναπαύσεως, μὲ καταληκτικὸ προορισμὸ τὸν Παράδεισο.
Πόσα ἔχει δεῖ, πόσα ἔχει ἀκούσει, πόσα ἔχει ἀποσιωπήσει, πόσα ἔχει ὑπομείνει, πόσες φορὲς ἔχει σκάσει τὸν ἐχθρό του ἀνθρώπινου γένους, ἀποστέρωντας τὸν ἀπὸ τὰ θύματά του, φορτώνοντάς τον μὲ βαριὲς ἧττες, πόσα κακὰ ἔχει ἀποτρέψει, πόσο ἔχει εὐαρεστήσει Θεὸ καὶ ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποστολική του διαδοχὴ πόσο τὴν ἔχει τιμήσει.
Ἑσπέρας καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα, φθάνει στὸ τέλος τοῦ δρόμου. Ἔχει μιὰ ἐπιθυμία. Ὄχι δὲν εἶναι γιὰ αὐτόν, τὰ εἴπαμε πάλι. Θέλει, νὰ γινόταν, ἂχ ἂς γινότανε νὰ περνούσανε ὅλοι, ἀπὸ τὸ πετραχήλι του. Θέλει νὰ εἶχε ἡ ἡμέρα, πολλὲς παραπάνω ὧρες, θέλει νὰ ἦταν ἡ οὐρὰ γιὰ ἐξομολόγηση χωρὶς τέλος, θέλει καὶ προσεύχεται νὰ μὴν μείνει καμμία ψυχή, ἔξω ἀπὸ τὸν Βασιλικὸ Νυμφώνα, ἀπὸ τὸ ἀτέλειωτο γαμήλιο τραπέζι τοῦ Νυμφίου καὶ τῶν καλεσμένων Του. Μιὰ ἀκόμα, ἀκολουθία, ἕνας ἀκόμα Ἑσπερινός, ἕνας Ὄρθρος, ἡ Θεία Εὐχαριστία νὰ εἶναι ὅλο τὸ Εἶναι του.
Θὰ πεθάνει ὄρθιος, ἀλλὰ δὲν θὰ πεθάνει πότε, ἰσόβιος διακονητὴς ἀμπελῶνος Κυρίου, ἴσως μὲ ἕνα Μεγαλυνάρι, ἕνα Θεοτοκίο, στὰ χείλη, μιὰ εὐχὴ εἰς ψυχορραγοῦντα, εὐχὲς γιὰ στερέωση γάμου, καὶ τεκνογονίας, ἁγιασμὸ οἴκου, εὐχὲς συγχωρητικές, μιὰ ζέουσα ἀγκαλιά, καὶ μιὰ πρόσφορα ἀγάπης σὲ ἕναν πεινασμένο, ἕναν καλὸ λόγο, μιὰ παρηγορία, μιὰ ἀνάσα γιὰ νὰ συνεχιστεῖ ἡ ζωή.
Ποιὸς ξέρει; Ἑαυτὸν καὶ ἀλληλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωήν του, εἰς Χριστὸν τὸν Θεόν, τὴν ἔχει παραθέσει. Ὅλα τα κυβερνᾶ ὁ Κύριος καὶ τὰ κανονίζει ἀλάνθαστα, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός Του καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Του. Θυμᾶται, ἐλπίζει καὶ περιμένει. Εἶναι ἥσυχος καὶ ἀναπαυμένος.
Σὲ λίγο θὰ φύγει ξανά, γιὰ τὴν διακονία του. Ἡ ἀνάπαυση; Ὄχι σὲ αὐτὴν τὴν ζωή, δὲν προβλέπεται. Ἂς ἔχουμε τὴν εὐχή του. Ἂς εὔχεται καὶ ἂς μᾶς μνημονεύει, νῦν καὶ ἀεί.
Ἀφιερώνεται στοὺς ὅπου γῆς Πνευματικούς, τοὺς ἀόκνους καὶ ἀκάματους διακόνους, Χριστοῦ καὶ ἀνθρώπων, στὶς ἄγκυρες τῆς ἐλπίδος, τὶς ἀκτίνες φωτός, τὰ κανδήλια ἀφιερωμένα καὶ ἀκοίμητα, τὰ θυμιατήρια τῆς ἀγάπης, τοὺς εὐλαβεστάτους ὁσίους πατέρες καὶ ἀδελφούς, ποὺ ἀνάλωσαν καὶ ἀναλώνουν τὴν ζωή τους, ὡς εὐωδιαστὰ ὁλάνοιχτα παράθυρα, ποὺ ἔδωσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀναπνεύσει καὶ νὰ ζήσει ὁ κόσμος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου