Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Οι αντιθεσμικές υπερβάσεις εν Αγίω Όρει του Πολιτικού Διοικητή Μαρτίνου και του Αναπληρωτή Κασμίρογλου

Διοικητής του Αγίου Όρους και επίσημα ο Θανάσης Μαρτίνος | Παλμός Γλυφάδας 

 

Συνέχεια απο εδώ 

Γέρων Παΐσιος Μοναχός Καρεώτης

Επιφάνιος Μοναχός Καψαλιώτης

 Μέρος Β΄

Εισαγωγή

Συνεχίζοντας την εξέταση του ζητήματος των αντιθεσμικών –προσωπικού χαρακτήρα– ενεργειών του Πολιτικού Διοικητού (ΠΔ) Θανάση Μαρτίνου, κάτι που πρέπει εξ αρχής να αναλυθεί είναι το πώς αυτές συνδέονται με την ευρύτερη σχέση (προβληματική, όπως έχει πλέον εξελιχθεί) μεταξύ του Ελληνικού Κράτους (ΕΚ) και του Αγίου Όρους (ΑΟ), που –σημειωτέον– αντανακλάται στην ερμηνεία, που αναλόγως της περιπτώσεως δίνεται, στον χαρακτήρα της θεσμικής λειτουργίας του ΠΔ. Πρέπει επομένως να αποτυπωθούν τα μέσα διά των οποίων το ΕΚ έχει ποδηγετήσει το ΑΟ στην σταδιακή –μερική έστω– άρση του αυτοδιοικήτου χαρακτήρα του, ώστε να μπορέσουμε να καταλάβουμε τι αληθινά κρύβουν οι ατομικές “φιλάνθρωπες” ενέργειες Μαρτίνου: μια περαιτέρω κλιμάκωση στην πορεία κατάλυσης του αυτοδιοικήτου του ΑΟ, της αφαίρεσης της όποιας αξίας έχει αυτό στον Ορθόδοξο Κόσμο.

Ενδεικτικά, για να αναδειχθούν οι αληθινές διαστάσεις του προβλήματος, αρκεί να παρατεθεί δήλωση του Προέδρου της Συνταγματικής Επιτροπής επί της αναθεωρήσεως του Συντάγματος, Κωσταντίνου Τσάτσου (μετέπειτα και Προέδρου της Δημοκρατίας 1975-1980), κατά την ΠΕ΄ συνεδρίαση της ολομέλειας της Βουλής (14/5/1975), όπου συμπύκνωσε τον προβληματισμό από πλευράς ΕΚ έναντι του αγιορειτικού “προβλήματος”, στη σχετική συζήτηση για το άρθρο του Συντάγµατος που αναφερόταν στο νομικό καθεστώς του ΑΟ (που έμελλε, μετά την ψήφιση της αναθεώρησης, να αποτελέσει το άρθρο 105). Η δήλωση παρουσιάζεται εδώ, καθώς παριστά το τι πραγματικά ισχύει στις σχέσεις ΕΚ–ΑΟ. Τοποθετήθηκε λοιπόν, λέγοντας ότι η:

Ἐπέμβασις τοῦ Κράτους (σημ. ημ. στο ΑΟ), εὐκταία θὰ ἦτο, ἂν ἧτο δυνατὸν νὰ γίνῃ ἐμμέσως. Ἄμεσος ἀποκλείεται, διότι τὰ ὅσα ἐδῶ ψηφίζομεν δὲν εἶναι ἁπλῆ συνταγματικὴ διάταξις, ἔχομεν διεθνεῖς συνθήκας αἱ ὁποῖαι τὰς καθιερώνουν […] Εἶναι ἡ συνθήκη τῆς Λωζάνης καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀλλάξῃ.[1]

Στην παρούσα μελέτη, πολύτιμος σύμμαχος στην εξέταση του προβλήματος αποτέλεσε ο συλλογικός τόμος, που το 1996 είδε το φως της δημοσιότητας, εκδοθείς υπό της Ιεράς Κοινότητος (ΙΚ), υπό τον τίτλο “Το καθεστώς του Αγίου Όρους”. Αιτία της εκδόσεώς του ήταν η κρίση στις σχέσεις ΑΟ και ΕΚ το 1992, λόγω της κρατικής παρέμβασης (Κυβέρνηση Κωνστ. Μητσοτάκη), ως προς το καθεστώς επισκέψεως και εγκαταβιώσεως ομοδόξων αλλοδαπών. Πέραν των σημαντικών νομικών γνωματεύσεων περί του ζητήματος υπό εγκρίτων νομικών, ο τόμος περιλαμβάνει δύο ιστορικής πνοής ιεροκοινοτικά κείμενα[2], εξαιρετικώς επίκαιρα και στη σημερινή συγκυρία, που παρουσιάζουν το ζήτημα των σχέσεων ΑΟ και ΕΚ στην ιστορικοκανονική του διαδρομή. Η σημασία των δύο αυτών κειμένων δεν έγκειται μόνον στο ότι συνιστούν αυθεντικές εκφράσεις της αγιορειτικής αυτοσυνειδησίας, ως προς τον σκοπό ύπαρξης του Αγίου Όρους, και του καθεστώτος που τον διασφαλίζει, αλλά –φευ– στο ότι έχουν πλέον εγκαταλειφθεί, από τους ιδίους τους συντάκτες τους!

Τα όσα θα εκτεθούν κατωτέρω, βασίζονται στα γραφόμενα υπό της ιδίας της ΙΚ, στο όχι και τόσο μακρινό 1996… Ο δε συνδυασμός της εγκαταλείψεως των τότε θέσεων υπό της ΙΚ, με την εξωθεσμική “φιλάνθρωπη” δράση του νυν ΠΔ Μαρτίνου, διαμορφώνουν το νέο σκηνικό ισοπέδωσης του Αγιορειτικού Αυτοδιοικήτου, με ό,τι συνεπάγεται αυτό.

Γενική θεώρηση του προβλήματος

Αυτοδιοίκητο Καθεστώς εν Αγίω Όρει σημαίνει την πλήρη και ανεμπόδιστη άσκηση κυριαρχίας στο ΑΟ, υπό της Ιεράς Κοινότητος των 20 Κυριάρχων Ιερών Μονών, βάσει του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους (ΚΧΑΟ) και του Νομοθετικού Διατάγματος (ΝΔ) του 1926. Ως προς την ειδική σχέση του ΕΚ και του ΑΟ, το δεύτερο σχετίζεται προς το πρώτο αποκλειστικώς μέσω του Υπουργείου των Εξωτερικών (ΥΠΕΞ) στο οποίο βεβαίως δεν υπάγεται (και πώς θα μπορούσε άλλωστε;) παρά μόνον ο Πολιτικός Διοικητής του Αγίου Όρους. Το ότι το ΑΟ σχετίζεται με το ΕΚ μέσω του ΥΠΕΞ, αποτελεί απόρροια της Διεθνούς Συνθήκης της Λωζάνης (1923), και καθορίζει την ειδική σχέση των δύο μερών, που αποτυπώνεται στο ΝΔ του 1926 και τον ΚΧΑΟ.

Στη συνέχεια όμως εμφανίζεται ως συμπληρωματικό Αγιορειτικό Δίκαιο, το σώμα των Κανονιστικών Διατάξεων (ΚΔ) που πλαισιώνουν το ΝΔ του 1926 και τον ΚΧΑΟ, αρχής γενομένης το 1930. Στον εκδοθέντα υπό της ΙΚ τόμο των Κανονιστικών Διατάξεων (2018), όπως σωστά τονίζεται στο εισαγωγικό σημείωμα υπό του επιστημονικού επιμελητού της έκδοσης, καθ. Νικολακάκη, “Περιελθόντος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὑπό τήν ὀθωμανικήν κατάκτησιν, τό αὐτοδιοίκητον κεκτηµένον διετηρήθη[3], ενώ από την πλευρά του το ΕΚ το κατοχυρώνει, “δυνάµει του ἄρθρου 105 του Συντάγµατος 1975/1986/2001/2008, κατά το πρότυπον των προηγουμένων Συνταγµάτων.”[4] Εν ολίγοις, το Αυτοδιοίκητον δεν παραχωρήθηκε υπό ουδενός (Οθωμανικού πάλαι ποτέ, ή Ελληνικού Κράτους κατόπιν), αλλά απλώς αναγνωρίστηκε διατηρούμενο.

Πλην όμως, κατά τον αυτόν επιστημονικό επιμελητή, οι ΚΔ αποτελούν “πηγάς τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Δικαίου καί ἀναγκαῖον συμπλήρωμα τῶν ἤδη τεθέντων κανόνων δικαίου”.[5] Το πρόβλημα στην ανωτέρω διατύπωση είναι, ότι το “αναγκαίον” δεν προκύπτει από πουθενά. Το ότι η ΙΚ, ως πλήρη έχουσα την εξουσία, δύναται να νομοθετεί είναι αυτονόητο (υπό τον απαράβατο όρο ότι η νομοθεσία δεν θα αντιβαίνει τα υφιστάμενα αρχαία θέσμια του Τόπου). Επόμενο ήταν, ότι ο ΚΧΑΟ όντως συντάχθηκε ως πλήρες σώμα εσωτερικής νομοθεσίας του ΑΟ, μη δεόμενο συμπληρώματος, κάτι το οποίο αναγνωρίζεται και από το άρθρο 105 παρ. 3 του Ελληνικού Συντάγματος, όπου ρητά αναφέρεται ότι στον ΚΧΑΟ υπάρχει «λεπτομερής καθορισμός τῶν ἁγιορειτικῶν καθεστώτων καί τοῦ τρόπου τῆς λειτουργίας αὐτῶν». Επίσης, όπως αναγκάστηκε να παραδεχθεί το 1975 ο τότε υφυπουργός Παιδείας, στη σχετική συζήτηση περί των εκκλησιαστικών ζητημάτων της αρμόδιας υποεπιτροπής, στα πλαίσια αναθεωρήσεως του Συντάγματος, ο ΚΧΑΟ, (όχι μόνον είναι πλήρης), μαούτε προβλέπεται, ούτε και δύναται να αναθεωρηθεί, άνευ κατάργησης του Αυτοδιοικήτου.[6] Στην πραγματικότητα, στην μοναστική μη–κοσμική Πολιτεία του ΑΟ δεν τίθεται ζήτημα νομικών “αναγκών”, “εναρμονίσεων” και λοιπών “συμπληρώσεων”. Επομένως, ένα ερώτημα που τίθεται είναι το τι κρύβεται πίσω από τις ΚΔ και πώς διαμορφώνεται τελικώς η σχέση ΕΚ και ΑΟ.

Η μελέτη των ΚΔ οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι οφείλουν την ύπαρξή τους στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής νομολογίας, στην προσαρμογή της δηλαδή στις νεώτερες επιταγές των κυρίαρχων τάσεων της νομικής επιστήμης, οπότε και δημιουργείται η “ανάγκη” εναρμόνισης του αγιορειτικού δικαίου προς τις εκάστοτε εξελίξεις της ελληνικής νομοθεσίας (κάτι που είναι ηλίου φαεινότερον για τις περισσότερες εξ αυτών, όπως π.χ. περί Φορολογίας, Αγρασφαλείας, Μέσων Μεταφοράς, Κειμηλίων, Αθωνιάδος Σχολής, με σημαντικότερη αυτής των Έργων). Επομένως, η μόνη “ανάγκη” προκύπτει από πλευράς του ΕΚ και όχι του ΑΟ! Είναι το Κράτος που απαιτεί τις “εναρμονίσεις”, ώστε να επιτρέπεται στο ΑΟ να συναλλάσσεται μαζί του. Εδώ ήδη εντοπίζεται το πλέον θεμελιώδες πρόβλημα, που δεν είναι άλλο από την –μερική έστω– ακύρωση του μοναστικού, άρα και μη–κοσμικού, χαρακτήρα της αθωνικής πολιτείας. Εάν οι όποιες εξελίξεις στη ζωή του Κράτους επηρεάζουν το ΑΟ, τι απομένει από την αρνησίκοσμη και ασκητική του ιδιοτυπία;

Όπως σωστά άλλωστε τονίζεται στο εισαγωγικό σημείωμα υπό του επιστημονικού επιμελητή σχετικώς προς τις ΚΔ:

Ὡς πρός τό περιεχόμενον αὐτῶν, δέν εἶναι ἐπιτρεπτή ἡ ἀντίθεσίς των πρός τάς διατάξεις τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., ὑπό τήν προϋπόθεσιν ὅτι καί διά ταύτας δέν εἶναι ἐπιτρεπτή ἡ ἀντίθεσίς των πρός τό ἀρχαῖον προνομιακόν καθεστώς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καθ ̓ ὄν τρόπον τοῦτο κατοχυροῦται ὑπό τοῦ ἑλληνικοῦ Συντάγματος.[7]

Με άλλα λόγια, η απόλυτη βάση και του ΚΧΑΟ και φυσικά των ΚΔ, είναι το αρχαίο προνομιακό καθεστώς του ΑΟ, και ουδεμία άλλη νομοθετική ρύθμιση εθνική ή διεθνής (έως και σύγχρονη αγιορειτική) δεν δύναται να το ανατρέψει. Αυτή είναι άλλωστε η σημασία του αυτοδιοικήτου: να παραμένει το ΑΟ παντελώς ασχέτιστο και ασυνδύαστο προς ο,τιδήποτε κοσμικό.

Πλην όμως, ο επιστημονικός επιμελητής του αγιορειτικού τόμου δεν αποφεύγει να υποπέσει σε ατοπήματα, ανάρμοστα για το επίπεδο της επιστημονικής του επάρκειας, τα οποία δυστυχώς διέλαθαν την προσοχή της ΙΚ πριν την έκδοση του τόμου. Επί παραδείγματι, ενώ ρητώς αναφέρει περί της διαδικασίας κύρωσης των ΚΔ ότι:

Διά τήν ὁλοκλήρωσιν τῆς ὅλης διαδικασίας αἱ ἀνωτέρω Κ.Δ., μετά τήν κοινοποίησίν των εἰς τόν Διοικητήν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, δέον ὅπως ἐπικυρωθῶσι διά σχετικῆς ἀποφάσεως τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν, δημοσιευτέας ἐν τῇ Ἐφημερίδι τῆς Κυβερνήσεως.[8]

στην αμέσως προηγούμενη σελίδα έχει –λανθασμένα– προλάβει ν’ αναφερθεί στη (δήθεν) δυνατότητα επικύρωσης των ΚΔ και υπό “συναρμοδίων” υπουργών:

Μία ἐπιμέρους ἔκφανσις τῆς αὐτοδιοικήσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι ἡ παραγωγή κανόνων δικαίου, ψηφιζομένων ὑπό τῆς Δ.Ι.Σ. καί ἐπικυρουμένων ὑπό τῶν ἁρμοδίων Ὑπουργῶν κατά τό ἄρθρον 6 τοῦ Ν.Δ. τῆς 10/16.9.1976[9]

αμέσως μετά, δε, παρουσιάζει το σχετικό άρθρο 43 του ΚΧΑΟ, στο οποίο όμως ρητώς αναφέρεται ότι:

Αἱ διατάξεις αὗται κοινοποιούμεναι τῷ Διοικητῇ ἐπικυροῦνται ὑπὸ τοῦ ἁρμοδίου Ὑπουργοῦ (σημ. ημ. που ως τέτοιος στον ΚΧΑΟ και το ΝΔ του 1926 αναφέρεται αποκλειστικώς και μόνον ο επί των Εξωτερικών), πλὴν τῶν καθαρῶς πνευματικῆς φύσεως, αἴτινες ἀνακοινοῦνται πρὸς ἔγκρισιν τῷ Οἰκουμενικῷ Πατριαρχείῳ»[10]

Δηλαδή, στην ίδια σελίδα καταφέρνει να αυτοαναιρείται!

Επί της ουσίας, ήταν το 1953 που εμφανίζεται για πρώτη φορά επικυρωτική υπογραφή Κανονιστικής Διατάξεως “συναρμοδίου” Υπουργού, –του της Γεωργίας– κατά πλήρη παράβασιν του ΚΧΑΟ, μη φέρουσα μάλιστα αριθμό πρωτοκόλλου! Έως τότε, επικυρωτικά των ΚΔ υπέγραφε αποκλειστικώς και μόνον ο ΥΠΕΞ. Επί παραδείγματι, στην ΚΔ περί Αγρασφαλείας του 1948 (Νικολακάκη (2018) σ.63), υπογράφει μόνον ο ΥΠΕΞ, ενώ στην αντίστοιχη περί Συστηματικής Εκμεταλλεύσεως και Προστασίας των Δασών του ΑΟ, του 1953, όπως ήδη αναφέρθηκε, συνυπογράφει και ο Γεωργίας, παρότι στο σχετικό άρθρο 1 (Νικολακάκη (2018) σ.223) της εν λόγω ΚΔ, ρητώς αναφέρεται ότι: “Τὰ δάση τῆς Χερσονήσου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μὴ ὑπαγόμενα εἰς τοὺς δασικοὺς νόμους τοῦ Κράτους, διέπονται ὑπὸ τῆς παρούσης Κανονιστικῆς Διατάξεως.” Απορία προξενεί, το πώς είναι δυνατόν η ΙΚ να αντιπαρήλθε ένα τέτοιο ατόπημα!

Επομένως, όπως τελικώς διευθετείται το ζήτημα των σχέσεων ΕΚ–ΑΟ, δηλαδή μέσω των ΚΔ, η ίδια η ύπαρξή τους συνιστά την defactoυπέρβαση –από πλευράς Ελληνικής Πολιτείας– των περιορισμών που θέτει η Συνθήκη της Λωζάνης (δηλ. το να διευθετούνται οι σχέσεις μεταξύ ΕΚ και ΑΟ αποκλειστικώς μέσω του ΥΠΕΞ), οπότε και μέσω αυτών, το ΕΚ σταδιακά παρεισφρύει στα της Αθωνικής μοναστικής πολιτείας, διαμορφώνοντας τετελεσμένες πλην παράνομες υπερπηδήσεις, κατά παράβασιν του ΚΧΑΟ και κατ’ επέκτασιν του άρθρου 105 του Συντάγματος που διασφαλίζει το αρχαίο προνομιακό καθεστώς του ΑΟ. Στις νέες εξελίξεις δε, συνήργησε η ΙΚ ένεκα “εθνικού αισθήματος”, αλλά και προκειμένου να υπάρξουν απτά υλικά κέρδη, απορρέοντα από τηνέαdefacto σχέση της με το ΕΚ. Τέλος, αξίζει ίσως να σημειωθεί, ότι το “εμμέσως” στο οποίο αναφερόταν ο Κ. Τσάτσος στο απόσπασμα που παρατέθηκε στην Εισαγωγή, δείχνει ξεκάθαρα τις ΚΔ, καθώς είναι μέσω αυτών που επεμβαίνει το ΕΚ στα εσωτερικά του ΑΟ.

Εν κατακλείδι, οι ΚΔ και οι “συναρμόδιοι” υπουργοί που αυτές συνεισάγουν, αποτελούν μια επιπλέον παράμετρο στον προβληματικό –όπως έχει πια διαμορφωθεί– χαρακτήρα της έννοιας που δίνει το ΕΚ στην κυριαρχία του επί του ΑΟ.

Η σχέση ΕΚ και ΑΟ: ζητήματα κυριαρχίας

Στον πυρήνα του προβλήματος κρύβεται επομένως το ζήτημα της κυριαρχίας, εξ ου και οι κρατικοκεντρικές, όλως εσφαλμένες, νομοκανονικές θεωρήσεις που έχουν κατά περιόδους παραχθεί, οι οποίες εδράζονται στην λανθασμένη όσο και σκοπίμως προβαλλόμενη εκτίμηση ότι το αγιορειτικό αυτοδιοίκητο παραχωρήθηκε αυτοβούλως υπό του ΕΚ, οπότε και δύναται να αλλαχθεί ή να μετατραπεί.

Επόμενο είναι, η θεωρία ότι το αυτοδιοίκητο είναι δοτό να σημαίνει ότι το ΑΟ ήταν, είναι και θα παραμείνει άρρηκτα συνδεδεμένο και εξαρτώμενο από τις τύχες του ΕΚ: αρχικά στο πλαίσιο των βαλκανικών και ευρύτερων προπολεμικών[11] ανταγωνισμών, των ψυχροπολεμικών κατόπιν, και πλέον της ευρωενωσιακής “περιπέτειας”.

Αναφερόμαστε στα περί “ευρωενωσιακής περιπέτειας”, διότι ένα επιπλέον ζήτημα που προβληματίζει είναι το τι θα συμβεί εάν το ΕΚ οδηγηθεί σε εθελούσια αυτοδιάλυση, εφ’ όσον συντελεσθεί η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, στο επερχόμενο Ομοσπονδιακό Ευρωενωσιακό Κράτος (που κύκλοι της ΕΕ τοποθετούν την ίδρυσή του στο 2025). Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν το ΑΟ θα συρθεί μαζί με το ΕΚ στην νέα αυτή πολιτική οντότητα. Υπενθυμίζεται ότι ήταν οι Αγιορείτες που ζήτησαν εθελουσίωςτη σύνδεση του ΑΟ με το ΕΚ, μετά την απελευθέρωση του 1912, και δεν “σύρθηκαν” ή εξαναγκάστηκαν προς τούτο.

Η σημερινή πάντως κατάσταση είναι ότι, μέσω των ΚΔ, το αγιορειτικό δίκαιο “εναρμονίζεται” προς το εθνικό, που με τη σειρά του εναρμονίζεται προς το ευρωενωσιακό. Επί παραδείγματι, στην ΚΔ Περί Έργων, που επικυρώθηκε το 2007 από την τότε ΥΠΕΞ Ντόρα Μπακογιάννη, ο τίτλος της ΚΔ είναι:

Περί οργάνων που αποφασίζουν ή γνωμοδοτούν και ειδικές ρυθμίσεις σε θέματα έργων που εκτελούνται από τις αυτοδιοίκητες αρχές του Ἁγίου Όρους σύμφωνα με το ειδικό καθεστώς του και σε εναρμόνιση με την κοινή εθνική νομοθεσία.[12]

Ουσιαστικά, η βούληση του ΕΚ να παρακάμψει τον ΚΧΑΟ και το ΝΔ του 1926, λόγω του “παρωχημένου” χαρακτήρα τους και των “ελλείψεων” που –δήθεν– έχουν, ήταν πάγια, συνεχής και ακολουθήθηκε με συνέπεια. Κοινή βάση αυτής της τακτικής ήταν ακριβώς το δοτό του αυτοδιοικήτου από πλευράς ΕΚ.

Ενδεικτικά, το 1949 έγραφε ο Π. Παναγιωτάκος:

ὅλως αὐτοπροαιρέτως ὑπεχρέωσεν ἑαυτήν ν ̓ ἀναγνωρίσῃ τήν ἐν Ἄθω Μοναχικήν Πολιτείαν ὡς αὐτοδιοίκητον Κοινότητα καί διωργάνωσεν αὐτήν ὡς τοιαύτην, ἐσωτερικῶς διοικουμένην κατά τό ἕκπαλαι καθεστώς»![13]

Ιδιαιτέρως εξωφρενική, αλλά και σημαντική, είναι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας του 1954, οπότε και οι εισηγητές της απεφάνθησαν ότι:

ἡ ἰδιόρρυθμος αὐτοδιοίκησις τοῦ Άγ. Ὄρους ἀποτελεῖ θεσμόν, τὸν ὁποῖον ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία εἰσήγαγε καὶ ἀνεγνώρισεν ὅλως οἰκειοθελῶς, «χωρὶς νὰ ἔχῃ πρὸς τοῦτο ὑποχρέωσιν ἐκ διεθνοῦς τινὸς πράξεως» (Θέμις 65/1954, σ. 1056, παρά Νικόπουλος (2017) υποσ.122 σ.83)!

Αναφέρει επίσης ο Σ. Παπαδάτος (που διετέλεσε πρώτος ΠΔ επί Χούντας, με “πλούσιο” έργο κατά τη διάρκεια της θητείας του –οι παλαιότεροι γνωρίζουν–), ήδη από το 1965 στο έργο του Ἡ Πολιτειακή Θέσις τοῦ Ἁγίου Ὄρους:

Σήμερον τὸν Ἅγιον Ὄρος ἀποτελεῖ ἐδἀφικὸν τμῆμα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας, ἐφ ̓ οὗ κατὰ σθεναρὰν θέλησιν τοῦ συνταγματικοῦ νομοθέτου ἀσκεῖται ἡ κυριαρχία αὐτῆς ἀπόλυτος, ἡ αὐτοδιοίκησις δὲ ἧς ἀπολαμβάνει, εἶναι δοτὴ καὶ δὲν ἅπτεται κἂν τῶν ὁρίων τῆς αὐτονομίας.[14]

Οι ανωτέρω μεταπολεμικές γνωμοδοτήσεις, χρήσιμες στις “ειδικές” συνθήκες της μετεμφυλιακής περιόδου, όπου οι νομικές γνωματεύσεις περί ΑΟ υπηρετούσαν –ανάμεσα στα άλλα– και λόγους “εθνικής ανάγκης”, παραγνωρίζοντας –έως και αλλοιώνοντας– τα αγιορειτικά θέσμια, είχαν βασισθεί σε αντίστοιχες προπολεμικές, που είναι και το στοιχείο που καταδεικνύει την αδιάκοπη βούληση του ΕΚ για καταπάτηση του Αυτοδιοικήτου:

ὁ Σ. Σουλιώτης, εἰσηγητής τῆς ἀποφάσεως τῆς ὁλομελείας τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας ὑπ ̓ ἀριθμ. 1093 τοῦ 1936 γράφει ὡς ἑξῆς: «Τό ἄρθρον 109 τοῦ Συντάγματος τοῦ 1927 (νῦν 105 τοῦ Συντάγματος 1975) θεσπισθέν ἐν ἀπολύτῳ ἐλευθερίᾳ καί ἄνευ οὐδεμιᾶς νoμικῆς ὑποχρεώσεως τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας διατηρεῖ ἄθικτον τήν κυριαρχίαν ταύτης ἐπί τοῦ Ἄθω καί χορηγεῖ ἁπλῶς αὐτοδιοίκησιν συμφώνως πρός τό ἀρχαῖον προνομιακόν καθεστώς».[15]

Επί του προκειμένου, οι ανωτέρω θεωρήσεις έχουν κριθεί και κατακριθεί επιστημονικώς. Ενδεικτικά, ο καθ. Τ. Φιλιππίδης έχει επισημάνει ότι:

Αἱ ἔννοιαι «ὅλως αὐτοπροαιρέτως» (τοῦ Π. Παναγιωτάκου) καί «ἐν ἀπολύτῳ ἐλευθερίᾳ καί ἄνευ οὐδεμιᾶς νομικῆς ὑποχρεώσεως τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας» (τοῦ Σ. Σουλιώτη) οὐδόλως εὐσταθοῦν.[16]

Όλες αυτές οι γνωματεύσεις, άλλωστε, σκοπίμως αποσιωπούν ότι απόρροια των διεθνών συνθηκών που έχει υπογράψει το ΕΚ (Βερολίνου 1878, Βουκουρεστίου 1913, Σεβρών 1920, Λωζάνης 1923), είναι ότι υποχρεούται όπως αναγνωρίσει τα εκ παραδόσεως ισχύοντα δικαιώματα του ΑΟ. Πράγματι, από νομικής απόψεως –αναντιλέκτως– ισχύει αυτό που έχει σημειώσει ο καθ. Τ. Φιλιππίδης, ότι δηλαδή:

αἱ διατάξεις τῶν Διεθνῶν Συνθηκῶν, τάς ὁποίας προσυπέγραψεν ἡ Ἑλλάς, ἔχουν ηὐξημένην τυπικήν ἰσχύν, ὑπερισχύουν δηλαδή τῶν διατάξεων τοῦ «ἐσωτερικοῦ»[17]

Ομοίως:

Εἶναι ἐπίσης γνωστόν ὅτι αἱ διατάξεις τῶν Διεθνῶν Συνθηκῶν, τάς ὁποίας προσυπέγραψεν ἡ Ἑλλάς, ἔχουν ηὐξημένην τυπικήν ἰσχύν, ὑπερισχύουν δηλαδή τῶν διατάξεων τοῦ «ἐσωτερικοῦ» (ἤτοι τοῦ ἑλληνικοῦ) Δικαίου.[18]

Σε πλήρη συμφωνία μετά των ανωτέρω κινείται και ο καθ. Χ. Παπαστάθης:

Λόγω τῆς εἰδικῆς διαδικασίας καί τοῦ εἰδικοῦ ὀργάνου καταρτίσεώς του, –πού προβλέπονται ἀπό τό Σύνταγμα 105, παρ. 3–, ὁ ΚΧΑΟ ἔχει ἐπηυξημένη τυπική δύναμη ἔναντι τῶν κοινῶν νόμων. Αὐτοί δέν μποροῦν νά τόν καταργήσουν ἤ νά τόν τροποποιήσουν.[19]

Επιπλέον αυτών:

Ἀναγνωρίζει τό Σύνταγμα τήν « Ἁγιορειτικήν Δικαιοταξίαν» ὡς αὐθυπόστατον καί μάλιστα προὐπάρχουσαν τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Ὁ δὲ Καταστατικός Χάρτης τοῦ Ἁγίου Ὄρους δέν ἐθέσπισε νέους κανόνας δικαίου, ἀλλ’ ἁπλῶς ἀπετύπωσε τό ἀπό μακροῦ χρόνου ἰσχῦον Δίκαιον.[20]

Όπως τέλος ξεκαθαρίζει το ζήτημα ο καθ. Γ. Κασιμάτης, προλογίζοντας το βιβλίο του Α. Νικόπουλου[21], Τὸ εἰδικὸ καθεστὼς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἡ ἔννοια τῶν «Ἁγιορειτικῶν Καθεστώτων» (2017), αυτό που ισχύει είναι ότι:

τὸ ἐν λόγῳ «καθεστώς» ἀναγνωρίστηκε, συγκροτήθηκε καὶ κατέστη νομικὴ ὀντότητα καὶ ὑποκείμενο δικαίου ἀπὸ τὴ διεθνῆ κοινότητα μὲ διεθνεῖς συνθῆκες καὶ ὑφίσταται νομικὰ ἰσχυρὸ μὲ βάση τὸ διεθνὲς δίκαιο. Σκοπὸς τῆς διεθνοῦς νομικῆς ἀναγνώρισης, σύστασης καὶ συγκρότησης τοῦ εἰδικοῦ αὐτοῦ καθεστῶτος ἦταν καὶ εἶναι ἡ προστασία του ἀπὸ κάθε ἀπειλὴ καὶ προσβολὴ καταστροφῆς, κατάλυσης καὶ ἀλλοίωσής του, ὥστε νὰ παραμένει διαχρονικὰ ζωντανό[22]

Προκειμένου πάντως να δοθεί πλήρης εικόνα του πόσο σύνθετο είναι το πρόβλημα, και του πώς έχει αντιμετωπισθεί από τους χαράσσοντες πολιτική από πλευράς ΕΚ, θα πρέπει να επιστρέψουμε στο παράθεμα της Εισαγωγής, από τον Κ. Τσάτσο, που –φαινομενικά– διαφοροποιείται από τις λοιπές τοποθετήσεις που παρουσιάσθηκαν ανωτέρω, περί δοτού αυτοδιοικήτου. Βλέπουμε δηλαδή, να παραδέχεται ότι όντως το ΕΚ περιορίζεται από τις διεθνείς συνθήκες που έχει υπογράψει, και δεν έχει παραχωρήσει απολύτως τίποτε στο ΑΟ, απλώς έχει αναγνωρίσει. Πρόκειται για μιας μορφής άμυνα, όταν το διακύβευμα δεν είναι η απ’ ευθείας σχέση ΕΚ και ΑΟ που, όπως ήδη δείχθηκε, διαμορφώνεται από τις ΚΔ, αλλά και από τις προσωπικές σχέσεις θεσμικών παραγόντων μεταξύ των δύο, που δύνανται σε προσωπικό (και όχι θεσμικό) επίπεδο να αποσιωπούν ή να βρίσκουν πλάγιους τρόπους προς υπέρβαση προβλημάτων. Δηλώσεις τύπου Τσάτσου ή κάποιων λιγοστών ομοίων τους, έχουν όντως γίνει, πλην όμως αναφέρονται στο διακύβευμα της συνταγματικότητας και της συμμόρφωσης του ΕΚ προς το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο (στην περίπτωσή μας, στη Συνθήκη της Λωζάνης), που είναι πολιτικό επίπεδο τέτοιο, όπου δεν επιτρέπονται “ελιγμοί” τύπου ΚΔ κλπ. Μην ξεχνούμε ότι η συζήτηση που ακούσθηκε η εν λόγω δήλωση, ήταν για την αναθεώρηση του Συντάγματος…

Ειδικότερα περί της Πολιτικής Διοικήσεως του ΑΟ

Γιατί ελέχθησαν τα ανωτέρω; Για να καταδειχθεί ότι οι κατά την τρέχουσα περίοδο έκθεσμες ενέργειες του ΠΔ (που θα περιγραφούν στο επόμενο και τελευταίο άρθρο), δεν αποτελούν μεμονωμένο γεγονός, αλλά συνέχεια και κλιμάκωση των παλαιότερων υπερβάσεων του Αγιορειτικού Αυτοδιοικήτου από πλευράς ΕΚ. Ας περάσουμε όμως και στα ειδικά προβλήματα που σχετίζονται με τον θεσμό του ΠΔ του ΑΟ.

Κατ’ αρχάς, όπως και για πολλά άλλα ζητήματα που άπτονται των σχέσεων ΕΚ–ΑΟ, ομοίως πλατιά διαδεδομένη είναι η παρανόηση ότι ο ΠΔ ενεργεί δι’ άπασες τις πολιτικές υποθέσεις εν ΑΟ, πλην όμως, κάτι τέτοιο περιλαμβάνετο στους Γενικούς Κανονισμούς του 1921 (αρθ. 8), κατόπιν όμως αυτόκαταργήθηκε στο ΝΔ του 1926.[23]

Όπως μάλιστα ρητώς διετύπωσε η αρμόδια Ιεροκοινοτική Επιτροπή, απαρτιζομένη από 4 Ηγουμένους, το 1992 (στο πρώτο από τα δύο κείμενα της ΙΚ που αναφέραμε στην Εισαγωγή),

Εἶναι δέ γνωστόν, ὅτι ὁ Πολιτικός Διοικητής Ἁγίου Ὄρους καί ὁ Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν δέν δύνανται νά ἐκδώσουν ὑποχρεωτικάς ἀποφάσεις διά τήν Ἱεράν Κοινότητα[24]

Το δε 1994, αναλύοντας τη γνωμάτευση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) του 1992, στην οποία είχε ήδη απαντήσει η ΙΚ με τα δύο κείμενά της, ο καθ. Τ. Φιλιππίδης κατήγγειλε την

καινοφανῆ καί συγχρόνως περίεργον θεωρίαν καί δή ἐν Ὀλομελείᾳ, ὅταν ἰσχυρίζεται ὅτι τό Ἑλληνικόν Κράτος διά τῶν ἀποστελλομένων εἰς τό Ἅγιον Ὄρος δημοσίων λειτουργῶν καί ὑπαλλήλων ἀσκεῖ τήν κυριαρχίαν του εἰς τήν ἐν λόγῳ περιοχήν.[25]

και συνέχιζε διευκρινίζοντας:

Ἐπί τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἀσκοῦνται «Κρατικαί Ἐξουσίαι», αἱ ὁποῖαι μάλιστα ὁρίζονται ὑπό τοῦ Συντάγματος (ἄρθρον 105, παρ. 4 καί 5) καὶ δή περιοριστικῶς. Αἱ ἐξουσίαι αὗται συνίστανται: α) εἰς τήν ἐποπτείαν τῆς ἀκριβοῦς τηρήσεως τῶν ἁγιορειτικῶν καθεστώτων καί β) εἰς τήν διαφύλαξιν τῆς δημοσίας τάξεως καί ἀσφαλείας. Ἀσκοῦνται δέ αἱ ἐν λόγῳ ἐξουσίαι τοῦ Κράτους διά τοῦ Διοικητοῦ[26]

Εδώ, τα περί δημοσίας τάξεως και ασφαλείας, εννοούνται ως τα αφορώντα το κοινό ποινικό δίκαιο ή τις απόπειρες κατάλυσης του Αγιορειτικού Καθεστώτος και της συνταγματικής τάξης (δηλαδή του πλαισίου ισχύος του άρθρου 105), καθώς κι αυτές της κατάλυσης της εθνικής κυριαρχίας.

Επίσης, περί του αυτού ζητήματος της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας, ο καθ. Χ. Παπαστάθης (επ’ αφορμή τη γνωμάτευση του ΝΣΚ το 1992), έγραφε το 1994:

Ἴσως προβληθεῖ, ἀκόμη, ὁ ἰσχυρισμός ὅτι τό Κράτος, «εἰς τό ὁποῖον ἀνήκει ἀποκλειστικῶς καί ἡ διαφύλαξις τῆς δημοσίας τάξεως καί ἀσφαλείας» (Σύνταγμα 105, παρ. 4), μπορεῖ νά λαμβάνει τά κατά τή δική του ἐκτίμηση κατάλληλα μέτρα γιά τήν εἴσοδο προσκυνητῶν. Οἱ διατυπώσεις, ὅμως, αὐτές (παρ. 2) σέ κανένα νομοθετικό κείμενο δέν ἑδράζονται ἤ κατ’ ἐξουσιοδότηση τοῦ ὁποίου θεσπίζονται.[27]

Είναι ηλίου φαεινότερο ότι αυτά που εγράφησαν τότε ισχύουν και για τις σημερινές συνθήκες, καθώς τα “έκτακτα” μέτρα που ελήφθησαν υπό του ΠΔ Μαρτίνου για το ΑΟ, δια της επιβολής των κυβερνητικών περιοριστικών διατάξεων και εντός ΑΟ, βασίζονται –ανάμεσα στα άλλα– και στην Κυβερνητική επίκληση της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας. Επομένως, ουδέν μέτρο νομιμοποιείται να λαμβάνεται ἐπί τῇ ἐπικλήσει –δήθεν– της τάξεως και της ασφαλείας στο ΑΟ.

Συνεχίζοντας δε, επρόσθεσε ότι:

Ἄλλωστε, διάταξη πού θά ἐπέβαλλε τήν μέ ὁποιονδήποτε τρόπο ἤ γιά ὁποιονδήποτε λόγο ἄδεια ἤ ἔγκριση ἄλλης ἀρχῆς γιά τήν πρόσληψη δοκίμου ἤ μοναχοῦ, θά φαλκίδευε τό ἀρχαῖο προνομιακό καθεστώς καί τήν ἁγιορειτική δικαιοταξία, θά μετέβαλλε τούς φορεῖς ἐποπτείας σέ φορεῖς διοικήσεως[28]

Εν τέλει, κατέληγε στο αυτονόητο συμπέρασμα, ως προς το αυτοδιοίκητο:

Πειραιτέρω, ὅμως, θά παραβίαζε τήν ἀπό τὸ Σύνταγμα 105 τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας καί τό Διεθνές Δίκαιο κατοχυρουμένη αὐτοδιοίκηση, ἐπειδή ἔτσι ἡ ἐν λόγω, ἑκτός αὐτοδιοικήτου καθεστῶτος, ἀρχή θά ἤλεγχε τά πρόσωπα πού ἀσκοῦν αὐτήν τήν αὐτοδιοίκηση (δηλαδή την ΙΚ).[29]

Η σημασία των δύο ανωτέρω διαπιστώσεων του καθηγητή είναι τεράστιας σημασίας, και αντηχεί και σήμερα –ίσως πολύ περισσότερο από τότε– ως αφυπνιστικός κώδων κινδύνου, καθώς πλέον δεν αποτελεί μια απευκταία προοπτική, αλλά την ήδη εφαρμοζόμενη πρακτική! Ενδεικτικά, σε ανάρτηση του ιστοχώρου εκκλησιαστικού περιεχομένου “Ρομφαία” σχετική με την έναρξη των εμβολιασμών στο ΑΟ, υπό τον τίτλο Εμβολιάστηκαν οι πρώτοι μοναχοί στο ΑΟ, όπου διαφαίνεται ότι έχει συνταχθεί (καθώς απηχεί πλέρια τις εκπεφρασμένες απόψεις τους) και με τη συνεργασία των εμφανιζομένων μοναχών στις σχετικές συνοδευτικές φωτογραφίες (μέλη της νέας Ι.Μ. Εσφιγμένου), αποτυπώνεται η νέα πραγματικότητα στην τελευταία φράση του κειμένου όπου επί λέξει αναφέρεται:

Η ΙΚ βρίσκεται σε αγαστή συνεργασία με την Πολιτική Διοίκηση και κάθε απόφαση της επικυρώνεται από τον ΠΔ, Αθανάσιο Μαρτίνο(!)[30]

Το περιεχόμενο, το ύφος, κυρίως όμως η συγκεκριμένη πρόταση κάνει περισσότερο από σαφές ότι η εν λόγω ανάρτηση αποτελεί –έμμεση– απάντηση του πρώτου μας άρθρου για τον ΠΔ Μαρτίνο….

Πάντως –δίκην υποσημειώσεως– ας υπενθυμιστεί ότι τη διαφύλαξη της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας που έχει αναλάβει εν Αγίω Όρει η Ελληνική Αστυνομία, αρχικά (έως και το 1912) την ασκούσε –πρεπόντως, και συμφώνως προς τα εσωτερικά αγιορειτικά θέσμια αυτοδιοικήσεως– το, υπό την εντολή της ΙΚ και της ΙΕ,ένοπλο σώμα των σερδάρηδων. Η ΙΚ τον Αύγουστο του 1933 συνέταξε μάλιστα ΚΔ, υπό τον τίτλοΠερί Ὀργανισμοῦ τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Ἀστυνομικοῦ Σώματος σε 12 άρθρα, όπου αποφάσιζε την επανίδρυση του σερδαρικού σώματος, προς αποκατάσταση της πληρότητας της εξουσίας της.[31] Πλην όμως, το ΕΚ (εν μέσω πραξικοπημάτων, εθνικού διχασμού και εν γένει πολιτικής ανωμαλίας) –παρανόμως– δεν επικύρωσε την ΚΔ, αφήνοντας μόνη ένοπλη δύναμη διαφύλαξης της τάξης την Ελλ. Αστυνομία, αποδεικνύοντας την πάγια καχυποψία του έναντι του ΑΟ. Εδώ δεν μπορεί παρά να τεθεί και το ρητορικό ερώτημα: άραγε οι παλαιοί Πατέρες του 1933 δεν διέθεταν αρκετό “εθνικό αίσθημα”, ώστε να αμφισβητούν τις μονοσήμαντα ληφθείσες βουλές του ΕΚ;

Κλείνοντας, μια τελευταία παράμετρος, που δείχνουν οι κρατούντες να θέλουν να αγνοούν, έχει να κάνει με τη νομότυπη διαδικασία εισόδου του πολιτικού διοικητικού προσωπικού εν Αγίω Όρει, που δείχνει την ιδιαιτερότητα του ΑΟ ως ετερόνομου διοικητικού καθεστώτος, που ως συνέπεια τούτου, καθιστά σαφή την ισχύουσα συνταγματική τάξη. Σημειώνει λοιπόν ο καθ. Τ. Φιλιππίδης ότι:

εἶναι αὐτονόητον ὅτι οἱ ἀποστελλόμενοι εἰς τό Ἅγιον Ὄρος δημόσιοι ὑπάλληλοι, ἐάν τυχόν δέν ἐμφανισθοῦν ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας διά νά λάβουν τήν ἄδειαν παραμονῆς, παραβιάζουν τόν ἰσχύοντα νόμον.[32]

Επιπρόσθετα, παρέθετε και την άποψη του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας (το 1994), Αναστάσιου Μαρίνου, ο οποίος μεταξύ των άλλων, κατέληγε ότι:

κανένα ἀντικείμενο δέν μπορεῖ νά εἰσαχθεῖ καί κανένα πρόσωπο δέν μπορεῖ νά εἰσέλθει καί νά κυκλοφορήσει στό Ἁγιον Ὄρος χωρίς τή συγκατάθεση τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος[33]

Πώς είναι δυνατόν λοιπόν, οι “φορείς εξουσίας”, κατά το ΕΚ και κάποιους –λίγους– εντός ΙΚ, να οφείλουν να λαμβάνουν κατά το νόμο άδεια εισόδου (διαμονητήριο);

Καταλήγοντας, νομίζουμε ότι έχει σαφηνιστεί το πρόβλημα που δημιουργείται, τόσο τότε (1992) με τη γνωμάτευση του ΝΣΚ, όσο και σήμερα με την σιωπηλή υφαρπαγή εκ μέρους του ΕΚ αρμοδιοτήτων της ΙΚ (έστω και αν αυτή –αντικανονικώς– δεν αντιδρά), αποδίδοντάς τα στον ΠΔ. Συμπερασματικά, αφήνουμε τον καθ. Τ. Φιλιππίδη να μας διασαφήσει το ποια κατεύθυνση παίρνουν πλέον τα πράγματα για το ΑΟ, εάν ισχύσουν αποφάσεις και ενέργειες που defacto αντίκεινται στο Αυτοδιοίκητο Αγιορειτικό Καθεστώς:

Ἐκ τῆς Γνωμοδοτήσεως τοῦ Νομικοῦ Συμβουλίου τοῦ Κράτους διαφαίνεται ἡ τάσις αὐτοῦ, ὅπως, διά τῆς μεθόδου τῆς ἑρμηνείας καί τῆς ἀναλογικῆς ἐφαρμογῆς τῶν διατάξεων, θεσπίσῃ νέους κανόνας δικαίου εἰς τροποποίησιν ἤ ἀντικατάστασιν τῶν ἤδη παλαιόθεν ἰσχυουσῶν διατάξεων.[34]

Επίλογος

Όσα ήδη αναφέρθηκαν αποτελούν ένα απλό σκιαγράφημα του σύνθετου χαρακτήρα των προβληματικών σχέσεων ΕΚ–ΑΟ. Η ανάλυση π.χ. επίμαχων Κανονιστικών Διατάξεων, του ΚΕΔΑΚ, της ύπαρξης και λειτουργίας κρατικού τελωνείου στο λιμάνι της Δάφνης, της Αθωνιάδος Σχολής κλπ., δύναται να αποκαλύψει το –μέσω αυτών– εύρος των αρμοδιοτήτων που έχει αναλάβει το ΕΚ, υποσκελίζοντας την πλήρη εξουσία της ΙΚ και συνεπώς τον χαρακτήρα του Αυτοδιοικήτου.

Τέλος, παρ’ ότι ήδη έχουν κινηθεί “νήματα” εντός και εκτός Αγίου Όρους, σύν Θεῷ, στο επόμενο (και τελευταίο) άρθρο θα αναφερθούμε αναλυτικά στο καθαυτό περιεχόμενο των εκθέσμων και παρανόμων Εγκυκλίων του Πολιτικού Διοικητή μεγαλοεφοπλιστή Θ. Μαρτίνου και του αντικανονικώς υπάρχοντος “Αναπληρωτή Πολιτικού Διοικητή” Α. Κασμίρογλου.

 

Βιβλιογραφία

 

Ἀρχ. Εὐδόκιμος Καρακουλάκης. 2007. Διοίκηση καί Ὀργάνωση τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἱερά Μονή Κουτλουμουσίου.

Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους. 1996. Τό Καθεστώς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀθωνική Νομοκανονική Βιβλιοθήκη 1. Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Νικολακάκη, Δ. 2018. Αἱ Κανονιστικαῖ Διατάξεις τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἱερά Κοινότης Ἁγίου Ὄρους Ἄθω.

Νικόπουλος, Ἀ. 2017. Τό Εἰδικό Καθεστώς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἡ Συνταγματική ἔννοια τῶν «Ἁγιορειτικῶν Καθεστώτων». τ. 35. Νομοκανονική Βιβλιοθήκη. Ἐπέκταση.

Παπαδάτος, Σ. Ι. 1965. Ἡ Πολιτειακή Θέσις τοῦ Ἁγίου Ὄρους.



[1] Νικόπουλος (2017) σ.217

[2] Εδώ όμως να σημειωθεί, ότι στο β΄ κείμενο, δηλαδή στην Εισηγητική Έκθεση της Ιεροκοινοτικής Επιτροπής, στη σ.52 παρεισφρύει τοποθέτηση, βάσει της οποίας δύναται εμμέσως να στηριχθεί η περί απολύτου κυριαρχίας θεωρία του ΕΚ εν Αγίω Όρει. Κατά τα άλλα όμως, λόγω του τρόπου που χειρίζεται συνολικά τα ζητήματα η Επιτροπή, σε πλήρη συμφωνία με τον ΚΧΑΟ και το αρχαία προνόμια του ΑΟ, αυτό που προκύπτει –ένεκα της εσωτερικής λογικής των επιχειρημάτων του κειμένου– είναι ότι το επίμαχο σημείο μάλλον αποτελεί μη–αγιορειτική νομική υπόδειξη, που καλῇ τῇ πίστει έγινε δεκτή.

[3] Νικολακάκη (2018) σ.19

[4]ό.π.

[5] Νικολακάκη (2018) ό.π.

[6] βλ. απόσπασμα εκ των πρακτικών συνεδριάσεως της Β΄ Υποεπιτροπής, παρά Νικόπουλος (2017) σσ.210-211 και 213

[7] Νικολακάκη (2018) σ.20

[8] Νικολακάκη (2018) σ.20

[9] Νικολακάκη (2018) σ.19

[10] ό.π.

[11] Πριν δηλαδή τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

[12] Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.137

[13] Π. Παναγιωτάκου, «Ἡ ὀργάνωσις τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος ἐν Ἁγίῳ Ὄρει», Ἀρχεῖον Ἐκκλησιαστικοῦ καὶ Κανονικοῦ Δικαίου, τ.Δ ́ (1949), σ.105 παρά Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.94

[14] Παπαδάτος (1965) σ.11

[15] Θέμις, τ. ΜΗ ́ (1937), σ.65 παρά Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.94

[16] Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.94

[17] Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.93

[18] Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.94

[19] Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.100

[20] Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) υποσ.2 σ.69

[21] Διετέλεσε Βουλευτής και Νομικός Σύμβουλος της ΙΚ.

[22] Νικόπουλος (2017) σ.13

[23] πρβλ. Ἀρχ. Εὐδόκιμος Καρακουλάκης (2007) σ.288 υποσ.860

[24] Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.33

[25] Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.83

[26] Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) ό.π.

[27] Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.101

[28] Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.106

[29] Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) ό.π.

[31] Νικολακάκη (2018) σσ.343-5

[32] Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.84

[33] Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.79

[34] Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ.86

 

 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστούμε.