ΔΥΟ αδέλφια από τήν Αίγυπτο, άφησαν τόν κόσμο καί πήγαν ν' ασκητεύσουν στό βουνό της Νιτρίας. Έγιναν υποτακτικοί ενός άγιου Ερημίτη Κι΄ αγωνίζονταν νά σώσουν τήν ψυχή τους. Κοντά στις άλλες άρετές απόκτησαν καί τό πένθος, Κι΄ έχυναν κάθε μέρα πολλά δάκρυα.
Μιά μέρα πού ό Γέροντάς τους έκανε προσευχή γι’ αυτούς, είδε ένα παράδοξο όραμα: Τά δύο άδέλφια γονατισμένα προσηύχονταν κρατώντας στό χέρι του καθένας μιά πυκνογραμμένη κόλλα χαρτί. Ενώ τά χείλη τους σιγοψιθύριζαν τά λόγια τής καρδιάς τους, από τά μάτια τους έτρεχαν ποτάμι δάκρυα Κι΄ έπεφταν επάνω στό χαρτί τους. Τού ενός τά γράμματα έσβυναν μ' ευκολία από τά δάκρυα καί τό χαρτί του έγινε κατάλευκο. Τού άλλου τού καυμένου, όσο Κι΄ άν κόπιαζε, όσο Κι΄ άν έκλαιγε, μέ πόνο, τά γράμματα, λες Κι΄ ήταν χαραγμένα μέ πύρινο μελάνι, δέν έσβυσαν.
Ό Γέροντας έτρόμαξε απ' αύτό πού έβλεπε μπροστά του. Λυπήθηκε ή καρδιά του τόν κόπο τού Αδελφού.
Θεέ μου, παρακάλεσε. τί σημαίνει τούτο;
Κι΄ ό Κύριος τού αποκάλυψε πώς στό χαρτί τού καθενός ήσαν γραμμένες οι αμαρτίες του. Τού ένός ήσαν σφάλματα μικρά, ανθρώπινες έλλείψεις Κι΄ αδυναμίες, πού τό δάκρυ εύκολα τις εξάλειψε. Τού άλλου ήσαν βαρειές, θανάσιμες αμαρτίες, βαθειά ριζωμένα πάθη, πού ήθελααδυναμίες κι΄ αγώνες καθημερινούς γιά νά ξερριζωθούν.
Ύστερα απ' αύτό καλοῦσε κάθε μέρα σ' εξομολόγησι τόν αδελφό εκείνο ο άγιος Γέροντας καί τόν βοηθούσε κι΄ αγωνιζόταν μαζί του νά βγάλη τ' αγκάθια, πού ήσαν βαθειά ριζωμένα μέσα του.
Κόπιασε, αδελφέ, τού έλεγε, γιατί είναι πύρινα καί μέ δυσκολία σβύνουν.
Μά δέν τού φανέρωσε τό όραμα γιά νά μή τού κόψη την προθυμία, έως ότου, μέ τήν βοήθεια του Θεού και τόν αγώνα τού νέου, εξαλείφθηκαν καί τά δικά του γράμματα, όπως αποκαλύφθηκε πάλι στόν άγιο ’Ερημίτη.
ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου