Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2021

Ο Δημήτρης Ψαρρός και και η «επιστροφή» του στην πατρίδα


Τοῦτο τὸν καιρὸ μοῦ ἔρχεται συχνὰ στὸν νοῦ ὁ καλὸς καὶ σεβαστός μου φίλος, ὁ Δημητρὸς Ψαρρός. Ἔτσι τὸν φώναζαν οἱ δικοί του, Δημητρό. Ὅπως τὸν παππού του ἀπ’ τὸ Ἀϊβαλί, ποὺ χάθηκε πολὺ νωρίς, καὶ δὲν τὸν πρόλαβε. Μέρες ποὺ εἶναι, θέλω νὰ σᾶς πῶ γιὰ τὸν Δημητρὸ καὶ τὴ σχέση του μὲ τὸ Ἀϊβαλί· τὴ σχέση του μὲ τὶς ἀλησμόνητες πατρίδες καὶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦνε τώρα σ’ αὐτές. Γι’ αὐτὸν τὸν ἀέρα τῆς καλοκάγαθης μικρασιατικῆς ἀρχοντιᾶς, ὅπου ὁ πόνος γίνεται ἀγάπη, ἡ στέρηση προσφορά, καὶ ἡ νοσταλγία διανοίγει νέους δρόμους ζωῆς, φωτεινοὺς καὶ εὐρύχωρους.

Ὁ Δημητρὸς ἦταν ἀρχιτέκτονας. Γεννήθηκε καὶ ἔζησε στὴν Ἀττική (1939-2008). Ἔκανε πολλὰ καὶ σπουδαία ἀρχιτεκτονήματα, ὅμως τὸ σημαντικότερο ἔργο του εἶναι ἀναμφίβολα ἡ μελέτη του γιὰ τὸ Ἀϊβαλί, γιὰ τὴν πατρίδα τοῦ πατέρα του καὶ τῶν παππούδων του. Τὴ μελέτη αὐτὴ τὴν ξεκίνησε τὸ 1969, 30 ἐτῶν, καὶ συνέχισε νὰ τὴ δουλεύει μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Τὴν ἐξέδωσε μετὰ τὸν θάνατό του τὸ Μορφωτικὸ Ἵδρυμα τῆς Ἐθνικῆς Τράπεζας, τὸ ὁποῖο, χάρη στὴν ἐξαιρετικὴ ἐπιμέλεια τῆς Κωστούλας Σκλαβενίτη, μᾶς παρέδωσε τὸ 2017 ἕναν μοναδικὸ τόμο μὲ τίτλο «Τὸ Ἀϊβαλὶ καὶ ἡ Μικρασιατικὴ Αἰολίδα» (627 σελίδες, μὲ περισσότερες ἀπὸ ἑξακόσιες εἰκόνες καὶ διακόσιους χάρτες, τοπογραφικὰ καὶ ἀρχιτεκτονικὰ σχέδια). Ὅπως διαβάζουμε στὴν παρουσίαση τῆς ἔκδοσης, πρόκειται «γιὰ μιὰ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ πολεοδομικὴ μελέτη ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ ἀνασυστήσει αὐτὴ τὴ μοναδικὴ ἀπὸ δημογραφικὴ ἄποψη πολιτεία τῆς Μικρασιατικῆς Αἰολίδας, τῆς ὁποίας ὁ πληθυσμὸς μέχρι τὸ 1922 ἦταν ἁμιγῶς ἑλληνικός» … «ἀξιοποιώντας πληροφορίες ποὺ ἀναζητήθηκαν τόσο σὲ γραπτὲς ἱστορκὲς πηγὲς ὅσο καὶ σὲ προφορικὲς μαρτυρίες» …. «σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ διασώσει, ἔστω καὶ μόνο σὲ εἰκόνες, κάποια σημάδια στὸ χῶρο ποὺ ἤδη ἔχουν χαθεῖ, ἢ ποὺ πρόκειται νὰ ἐξαφανιστοῦν σύντομα».

Πράγματι, τὸ κλειδὶ ἐδῶ εἶναι ἡ λέξη ἀνασύσταση ποὺ διαβάσαμε παραπάνω. Ἤθελε, λέει, νὰ ἀνασυστήσει μιὰ πολιτεία καὶ νὰ διασώσει τὰ σημάδια της – αὐτὰ ποὺ χάθηκαν ἢ ποὺ θὰ χαθοῦνε ὅπου νἆναι! Φαίνεται ἴσως προφανές, ἀλλὰ ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς κάπου ἐδῶ ἔγκειται τὸ μυστήριο αὐτῆς τῆς δουλειᾶς. Διότι μέσα ἀπ’ ὅλη αὐτὴ τὴ σχολαστικὴ λεπτουργία –τῶν ἀρχιτεκτονικῶν καὶ πολεοδομικῶν περιγραφῶν καὶ τῶν λοιπῶν ἱστορικῶν καὶ βιωματικῶν ἀφηγήσεων, φωτογραφιῶν, σκίτσων κλπ– ἀναδύεται ἕνα ὑπόκωφο βίωμα ποὺ ζητᾶ νὰ ἀκουστεῖ χωρὶς νὰ κάνει συναισθηματικὸ θόρυβο. Ἦταν τὸ αἴσθημα ποὺ μὲ λόγια καὶ χωρὶς λόγια εἶχε κληρονομήσει ἀπὸ τοὺς παπποῦδες καὶ τὸν πατέρα. Τὸ λέει ὁ ἴδιος στὸν πρόλογο: «Ἡ πρώτη μου ἐπαφὴ –γράφει– μὲ τὸν τόπο ἦταν τὰ παραμύθια τῆς γιαγιᾶς μου Πηνελόπης Ψαρρού, τὸ γένος Ἐκλεκτοῦ (1868-1962), καὶ οἱ διηγήσεις τοῦ παππού μου ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας μου, τοῦ Στρατὴ Λεονταρὴ (1887-1970), ὅταν ἀκόμα ἤμουν πολὺ μικρὸ παιδί. Αὐτὲς δημιούργησαν μέσα μου ἕναν μαγικὸ μύθο γιὰ τὸ Ἀϊβαλί. […] Ζήτησα λοιπὸν ἀπὸ τὸν παπποὺ Στρατὴ νὰ μοῦ περιγράψει μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια τὸν τόπο του, κι ἐκεῖνος, μὲ τρεμάμενο χέρι, μοῦ σχεδίασε σὲ ἄχρηστα χαρτόνια, κομμάτι κομμάτι, τὶς συνοικίες τοῦ Ἀϊβαλιοῦ» … κλπ κλπ.

Σὲ μιὰ συνομιλία ποὺ εἶχα μὲ τὴν ἀδελφὴ τοῦ Δημητροῦ, τὴν Πηνελόπη, μοῦ εἶπε κάτι ποὺ τὸ βρῆκα συνταρακτικό. Ὅτι σ’ ὅλη αὐτὴ τὴν ἰσχυρὴ νοσταλγία τῶν παππούδων γιὰ τὴν πατρίδα δὲν ὑπῆρχε στάλα θυμοῦ. Κανένα μίσος. Καμμιὰ διάθεση νὰ πάρουν πίσω αὐτὰ ποὺ τοὺς ἀνῆκαν – κι ἂς εἶχαν φύγει μὲ γυμνὰ χέρια, ἐκαταλείποντας πίσω, κακὴν κακῶς, λαμπρὲς περιουσίες. Τοὺς διακατεῖχε πάντα μιὰ ἀνομολόγητη ἐλπίδα ἐπιστροφῆς, ἀλλὰ μὲ τὴν αἴσθηση μιᾶς σχεδὸν παραδείσιας συνύπαρξης ὅλων μὲ ὅλους. Βέβαια αὐτὸ τὸ αἴσθημα δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ πρακτικὴ διέξοδο. Ὁ πατέρας τοῦ Δημητροῦ ἐπέστρεψε μετά ἀπὸ πολλὰ χρόνια στὸ Ἀϊβαλὶ σὰν ἐπισκέπτης γιὰ νὰ βρεῖ στὸ σπίτι τους μιὰ οἰκογένεια Τούρκων ποὺ τὸν καλοδέχτηκε. Φαίνεται πὼς ἦταν μεγάλο τὸ σὸκ καὶ δὲν τὸ ἄντεξε. Ὄχι ἀπὸ κακία, ἀλλὰ ἀπὸ μιὰ αὐθεντικὴ χριστιανικὴ καλοσύνη ποὺ κάποιες φορὲς ξεπερνᾶ τὶς φυσικὲς ἀντοχές. Στὰ λίγα λόγια ποὺ κάποια στιγμὴ μπόρεσε νὰ τοῦ ἀποσπάσει ἡ κόρη του τῆς εἶπε τοῦτο: «εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι, δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς διώξουμε».

Αὐτὸ ἦταν τὸ βίωμα τοῦ Δημητροῦ. Τὸ βίωμα ἑνὸς Ὀδυσσέα ποὺ εἶχε ὑπερβεῖ τὴν ὁμηρικὴ δικαιοσύνη. Ποὺ δὲν εἶχε μνηστῆρες νὰ ἐκδικηθεῖ. Χριστιανὸς ἀπὸ κύτταρο. Κατάλαβε, εἴτε μὲ τὴ λογικὴ εἴτε ἀπὸ ἔνστικτο, πὼς ὁ ψυχικὸς γρίφος ποὺ εἶχε κληρονομήσει δὲν μποροῦσε νὰ λυθεῖ παρὰ μὲ μιὰ πνευματικὴ ὑπέρβαση. Γι’ αὐτὸ καὶ πέρασε ὅλη του τὴ ζωὴ σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ σπουδάσει τοὺς βαλκανικοὺς πολιτισμοὺς – ἰδιαίτερα τὸν ὀθωμανικό. Ἔμαθε τούρκικα, ἔκανε φίλους Τούρκους, στὸ Ἀϊβαλὶ καὶ ἀλλοῦ· σὲ Πανεπιστήμια, ἀρχιτεκτονικοὺς καὶ ἄλλους ἐπιστημονικοὺς συλλόγους. Δὲν ἦταν ἀφελής, οὔτε λιγότερο πατριώτης ἀπὸ ἄλλους. Κάθε ἄλλο. Συνδύαζε μιὰ πολὺ βαθειὰ αἴσθηση ὑπεράσπισης τῆς Ἑλλάδας καὶ κάθε τὶ ἑλληνικοῦ μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν κατανόηση τῶν ἄλλων. Καὶ ἐπεδίωκε τὴ συνύπαρξη όχι μὲ ἐπιπόλαιους εἰρηνιστικοὺς συναισθηματισμούς, ἀλλὰ σὰν γνήσιος μικρασιάτης· μέσα ἀπὸ ἀμφίρροπα καὶ ριψοκίνδυνα ἀλισβερίσια· μέσα ἀπὸ τὴ συνειδητὴ μετάθεση τοῦ ἀνταγωνισμοῦ σὲ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο.

Ὄντας μέλος τοῦ ἑλληνικοῦ ICOMOS (τοῦ Διεθνοῦς Συμβουλίου Μνημείων καὶ Τοποθεσιών) τὰ τελευταῖα χρόνια εἶχε ἀποδυθεῖ σὲ ἕναν ἀγώνα «μὴ κρατικῆς» διπλωματίας γιὰ τὴν ἀμοιβαία φροντίδα ὀθωμανικῶν μνημείων στὴν Ἑλλάδα καὶ ἑλληνικῶν ἢ χριστιανικῶν μνημείων στὴν Τουρκία. Συμμετεῖχα καὶ ἐγὼ σὲ δυὸ ἀπ’ αὐτὲς τὶς συναντήσεις ποὺ ἔγιναν τὸ 2005 στὴ Σινασὸ τῆς Καππαδοκίας καὶ στὸ Ρέθυμνο τῆς Κρήτης καὶ μὲ ἐντυπωσίασε ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Τούρκους συμμετέχοντες συνδύαζαν τὴν προσωπικὴ συναισθηματικὴ εἰλικρίνια μὲ τὴν ἀπόλυτη προσήλωσή τους σὲ μιὰ κοινὴ ἐθνικὴ πολιτική. Ἐμεῖς, καμμία σχέση! Διανοίχτηκε πάντως ἕνα δίκτυο ἐπικοινωνίας, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐνισχύθηκε ἡ παρουσία ἑλληνικῶν τοπικῶν καὶ ἐπιστημονικῶν σωματείων στὴν Καππαδοκία. Ἐκεῖ εἶδα καθαρὰ τὶ προσπαθοῦσε ὁ Δημητρὸς καὶ πόσο μεγάλο πεδίο δράσης θὰ εἶχε ὁ Ἑλληνισμὸς στὴν Τουρκία –καὶ ὄχι μόνο– ἂν κατάφερνε νὰ ἀσκήσει μιὰ πολιτισμικὴ πολιτικὴ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὴν ἑλλαδικὴ ἐγωστρέφεια καὶ τὰ βαρίδια τῆς ἑλληνικῆς κρατικῆς διοίκησης.

Πέντε χρόνια μετὰ τὸν θάνατό του, το 2013, ὀργανώθηκε μιὰ διημερίδα γιὰ τὰ μνημεία τῆς ὀθωμανικῆς περιόδου στὴ Μυτιλήνη, ὅπου μεταξὺ ἄλλων Τοῦρκοι ἀρχιτέκτονες παρουσίασαν τὶς ἀντίστοιχες ἐργασίες προστασίας τῶν χριστιανικῶν ναῶν καὶ τῶν οἰκισμῶν τοῦ Ἀϊβαλιοῦ. Καὶ κορυφαῖο ἐπίτευγμα, μέσα στὰ πολλὰ ποὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ μνημονεύσει, εἶναι ἡ διακριτικὴ ἐπιστημονικὴ ὑποστήριξη τοῦ ἑλληνικοῦ ICOMOS στὸν Σύλλογο Τούρκων Ἀρχιτεκτόνων καὶ στὸ τουρκικὸ ICOMOS ποὺ κατάφεραν, γιὰ ἐκεῖνα τοὐλάχιστον τὰ χρόνια, νὰ ἀποτρέψουν τὴν τουριστικὴ ἐκμετάλλευση τοῦ ἐγκαταλελειμμένου Λιβισιοῦ (Kayaköy) κοντὰ στὴ Μάκρη, ἀναδεικνύοντάς το σὲ «ὑπαίθριο ἀρχιτεκτονικὸ μουσεῖο» καὶ «ἱστορικὸ μνημεῖο» τῶν Ἑλλήνων κατοίκων του.

Αὐτὸς ἦταν ὁ Δημητρὸς Ψαρρός, καὶ ἔτσι ἀγαποῦσε τὴν πατρίδα του, καὶ μαζὶ μ’ αὐτὴν ὅλο τὸν κόσμο.

Άρχικὴ δημοσίευση: ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ, τεῦχος 9, Σεπτέμβριος 2020, σελ. 3-4.

 

Η ζωγραφική παράσταση που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Θεόφιλου.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: