Ο
άγιος Μακάριος θέλησε νὰ μπεῖ στὸ κηποταφεῖο τῶν Μάγων, Ἰανοὶ καὶ
Ἴαμβρη, ποὺ ἔζησαν τὸν καιρὸ τοῦ Φαραώ, γιὰ νὰ δεῖ τὸ μέρος καὶ νὰ
διώξει τὸ πλῆθος τῶν δαιμόνων ποὺ κατοικοῦσαν ἐκεῖ. Ἐκεῖνοι οἱ μάγοι
ἦταν δυνατοὶ καὶ πλούσιοι ἄρχοντες κοντὰ στὸ Φαραώ. Τὸ κηποταφεῖο ἐκεῖνο
τὸ ἔκτισαν μὲ πέτρα ὡς τέσσερα πόδια ὕψος καὶ μέσα σ’ αὐτὸ ἔθαψαν τοὺς
μάγους ὅταν πέθαναν καὶ ἔβαλαν μέσα πολὺ χρυσό, φύτεψαν διάφορα δένδρα
καὶ εἶχε καὶ πηγάδι μὲ νερὸ καὶ ἦταν ἕνα θαυμάσιο μέρος. Ὅλα αὐτὰ τὰ
ἔκαμαν οἱ πλανεμένοι μάγοι γιὰ νὰ χαίρονται μετὰ τὸ θάνατό τους ἐκεῖ
μέσα. Θέλοντας λοιπὸν ὁ Ὅσιος νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ μέρος ἐκεῖνο καὶ ἐπειδὴ
δὲν γνώριζε τὸ δρόμο, πῆρε ἕνα δέμα καλάμια καὶ σὲ κάθε μίλι ἔμπηγε καὶ
ἕνα καλάμι γιὰ σημάδι ὅταν θὰ ἐπέστρεφε. Εἶχε περπατήσει 9 μέρες στὴν
ἔρημο καὶ ἔφτασε στὸ μέρος ποὺ ζητοῦσε. Εἶχε νυκτώσει καὶ ξάπλωσε νὰ
κοιμηθεῖ ἔξω ἀπὸ τὸ κηποταφεῖο τῶν μάγων. Δὲν ἄρεσε στὸ σατανᾶ ἡ
ἐπίσκεψη τοῦ Ὁσίου στὸ μέρος ἐκεῖνο καὶ πῆγε καὶ μάζεψε ὅλα τα καλάμια
ποὺ ἔβαζε γιὰ σημάδι ὁ Ὅσιος καὶ τὰ ἔκανε δεμάτι καὶ τὰ τοποθέτησε στὸ
προσκέφαλο τοῦ Μακαρίου ἐνῶ κοιμόταν. Ὅταν ξύπνησε καὶ εἶδε τὰ καλάμια
ὅλα μαζεμένα κοντά του κατάλαβε τὴν πονηρία τοῦ σατανᾶ, ἀλλὰ δὲν
ταράχτηκε καθόλου γιατί εἶχε βοηθὸ του τὸν Κύριο. Ὁ ἴδιος ἀργότερα μᾶς
ἔλεγε: «Ὅταν πλησίασα τὸ κηποταφεῖο ἐκεῖνο, βγῆκαν καὶ μὲ συνάντησαν 70
περίπου δαίμονες οἱ ὁποῖοι ἔκαναν διάφορα σχήματα· ἄλλοι φώναζαν, ἄλλοι
πηδοῦσαν καὶ ἄλλοι ἔτριζαν τὰ δόντια μὲ πολὺ θυμὸ ἐναντίον μοὺ· ἄλλοι
σὰν κόρακες πετοῦσαν καὶ μὲ κτυποῦσαν στὸ πρόσωπο λέγοντάς μου» «Τί
θέλεις ἐδῶ Μακάριε, πειρασμὲ τῶν καλογήρων; Τί ζητᾶς στὸ δικό μας μέρος,
μήπως ἐμεῖς πήγαμε καὶ ἐνοχλήσαμε κανένα καλόγερο; Δὲ σὲ φτάνει ποὺ μᾶς
πῆρες τὴν ἔρημο καὶ μᾶς ἔδιωξες ὅλους ἀπ’ ἐκεῖ, γιατί τώρα καταπατεῖς
καὶ τὸ δικό μας μέρος; Ἐσὺ εἶσαι ἀναχωρητὴς κάθου στὴν ἔρημο, ἐδῶ εἶναι
δικό μας μέρος καὶ δὲ μπορεῖς νὰ κατοικήσεις ἐδῶ. Δὲ μπορεῖς νὰ μπεῖς
στὸ κηποταφεῖο, γιατί μέχρι τώρα δὲ μπῆκε μέσα ζωντανὸς ἄνθρωπος» Καὶ ὁ
Μακάριος λέγει τους· δὲν ἦλθα νὰ κατοικήσω ἐδῶ, ἦλθα μόνο νὰ δῶ τὸ μέρος
καὶ πάλι θὰ φύγω. Καὶ οἱ δαίμονες τοῦ εἶπαν. Αὐτὸ θέλομε νὰ μᾶς
ὑποσχεθεῖς μέσα στὴ συνείδησή σου.
Μετὰ τὴν ὑπόσχεση αὐτὴ τοῦ Ὅσιου,
οἱ δαίμονες ἔγιναν ἄφαντοι Ἔτσι μπῆκε μέσα ὁ ἅγιος περιεργαζόταν τὸ
μέρος. Περπατώντας, συνάντησε τὸ διάβολο μὲ γυμνὸ σπαθὶ νὰ τὸν ἀπειλεῖ. Ὁ
Ὅσιος τότε λέγει: ἐσὺ διάβολε, ἔρχεσαι μὲ σπαθί, ἀλλὰ ἐγὼ ἔρχομαι
ἐναντίον σου ἐν ὀνόματι Κυρίου Σαβαώθ, καὶ ἐν παρατάξει Θεοῦ Ἰσραήλ.
Ὑπεχώρησε ὁ διάβολος καὶ προχωρώντας ὁ Μακάριος εἶδε ἐκεῖνα τὰ ὡραῖα
φυτὰ καὶ τὰ δένδρα ξηραμένα καὶ ἕνα πηγάδι μὲ τὸ κάδο τοῦ κρεμασμένο μὲ
σιδερένια ἁλυσίδα λυόμενα ἀπὸ τὴ πολυκαιρία. Εἶδε ἐπίσης πολλὰ
ἀφιερώματα ἀπὸ καθαρὸ χρυσάφι. Ἀφoὺ εἶδε τὰ πάντα ἐκεῖ πῆρε τὸ δρόμο γιὰ
τὸ κελί του, περπατώντας εἴκοσι ὁλόκληρες μέρες. Ἐπειδὴ δὲν εἶχε οὔτε
ψωμὶ οὔτε νερὸ ἐξαντλήθηκε καὶ ἔγινε σὰν νεκρός, (ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε).
Σὲ ἀπόσταση τριῶν ἥμερων δρόμο ἀπὸ τὸ κελὶ τοῦ φάνηκε μιὰ λευκοντυμένη
κόρη κρατώντας ἕνα ποτήρι γεμάτο νερὸ ποὺ ἔσταζε, ἀλλὰ ἔμενε σὲ ἀπόσταση
ἀπὸ τὸ διψασμένο Μακάριο καὶ τὸν καλοῦσε νὰ τὴ φθάσει μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι
ἔβλεπέ το νερό, ἔτρεχε νὰ φθάσει τὴν κόρη γιὰ νὰ πιεῖ καὶ ἔτσι πέρασαν
οἱ τρεῖς μέρες. Τότε φάνηκε ἕνα κοπάδι βουβάλια καὶ μία βουβάλα μὲ τὸ
μοσχάρι της ξέκοψε καὶ πλησίασε τὸ διψασμένο ὁδοιπόρο, ἐνῶ τὸ βυζὶ της
ἔτρεχε γάλα. Τότε μιὰ φωνὴ πρόσταζε, ”Μακάριε, πήγαινε πρὸς τὴ βουβάλα
καὶ βύζαξε”. Ὑπάκουσε ὁ Ὅσιος καὶ πῆγε καὶ βύζαξε γάλα καὶ ἔλαβε δύναμη.
Τὸ ζῶο ἀκολούθησε τὸ Μακάριο δίνοντάς του τὸ βυζί της καὶ ἔπινε γάλα
μέχρι ποὺ ἔφτασε στὸ κελὶ του σῶος.
από το Λαυσαϊκόν
Διαβάστε επίσης _Όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος - 34 Μελετήματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου