Η απαξίωση των ιερών, η ασέβεια προς τα παρακατατεθέντα υπό των αγίων και ευσεβώς φυλασσόμενα από την Εκκλησία, τα οποία άρχισαν ήδη να επιβάλλονται εδώ και καιρό στον πιστό λαό από τους κοσμικούς άρχοντες αλλά και από τους ποιμένες και λειτουργούς του Υψίστου, είτε από τον φόβο του Καίσαρος είτε εξαιτίας της οιστρηλάτου ορμής του οικουμενιστικού ρεύματος, το οποίο τους κατέλαβε, αποτελούν προδοσία της πίστεως. Το παρακάτω κείμενο προσπαθεί να κάνει γνωστή αγιογραφικώς και αγιοπατερικώς, κυρίως την σημασία της χρήσεως της αγίας λαβίδος στο Μυστήριο της θείας Κοινωνίας.
Ο Προφήτης Ησαΐας στο πέμπτο κεφάλαιο, προφητεύει, συνταυτίζοντας το θέλημά του με το θέλημα του Θεού, ψάλλει το άσμα του Θεού για τον αγαπημένο λαό του, τον Ισραήλ. Η Ιουδαία και η Ιερουσαλήμ παρομοιάζονται εδώ με αμπελώνα εκλεκτό, που τον φύτεψε ο Θεός και ο οποίος όμως τιμωρήθηκε πολλές φορές από τον Κύριο για την διαγωγή που έδειξε διά της ανυπακοής και την καταφυγή σε ειδωλολατρικές θεότητες και τέλος εγκαταλείφθηκε από τον Θεό στους εχθρούς του, τους Ασσυρίους. Τελειώνει χωρίς καμία παρηγορητική ελπίδα. «Έρημοι και της άνω συμμαχίας και της κάτωθεν βοηθείας εκδοθήσονται τοις πολεμίοις» (Άγ. Ι. Χρυσόστομος).
Μέσα σε αυτήν την απελπιστική κατάσταση για το λαό του Θεού εμφανίστηκε ο προφήτης Ησαΐας, για να κρίνει αρχικά το βασιλιά τον πρώτο υπαίτιο γι αυτήν την κατάσταση και να κηρύξει προς το λαό μετάνοια και σωτηρία που θα παρασχεθεί μόνο από τον Θεό. Η κλήση του έλαβε χώρα μέσω ουράνιας οπτασίας, όπως ο ίδιος αφηγείται στο έκτο κεφάλαιο του βιβλίου του:
«Κατά το έτος εκείνο, κατά το οποίο πέθανε ο βασιλεύς Οζίας, είδα σε όραμα τον Κύριο να κάθεται επάνω σε ένα θρόνο υψηλό και μετέωρο· και είδα ακόμη να είναι γεμάτος από απερίγραπτη δόξα ο ναός αυτός. Γύρω από τον ένδοξο αυτόν θρόνο στέκονταν τα Σεραφίμ, έξι φτερούγες είχε το καθένα από αυτά· με τις δύο φτερούγες σκέπαζαν τελείως το πρόσωπό τους, με τις δύο άλλες σκέπαζαν τα πόδια τους και με τις δύο άλλες πετούσαν. Και φώναζε δυνατά ο ένας άγγελος προς τον άλλον και έλεγαν· “άγιος, άγιος, άγιος είναι ο Κύριος ο Παντοκράτωρ, γεμάτη είναι όλη η γη από την υπέρλαμπρη δόξα του”! Από δε την δύναμη και την βοή των φωνών, με τις οποίες κραύγαζαν, σηκώθηκε ψηλότερα ο γείσος του ναού και όλος ο ναός γέμισε από καπνό του θυσιαστηρίου του θυμιάματος. Και είπα εγώ τότε· “ω, ταλαίπωρος εγώ! Έχω συγκλονιστεί ολόκληρος, διότι, ενώ είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και έχω ακάθαρτα χείλη και κατοικώ ανάμεσα σε λαό, που έχει επίσης ακάθαρτα χείλη, ιδού ότι εγώ ο ανάξιος είδα με τα μάτια μου τον βασιλέα και Κύριο των δυνάμεων”! Τότε στάλθηκε προς εμένα από τον Κύριο ένα από τα Σεραφίμ· και είχε στο χέρι του αναμμένο κάρβουνο, το οποίο είχε πάρει με την λαβίδα από το θυσιαστήριο. Άγγιξε το στόμα μου και είπε· “ιδού, αυτό άγγιξε τα χείλη σου και θα αφαιρέσει τις ανομίες σου και θα καθαρίσει τελείως και θα απαλείψει από σένα τις αμαρτίες σου”. Και τότε άκουσα την φωνή του Κυρίου, που έλεγε· “Ποίον να αποστείλω; Ποιός θα πορευτεί προς τον λαό αυτό;” Και εγώ είπα· “ιδού, εγώ είμαι πρόθυμος να πορευθώ· στείλε με, Κύριε». (Ησαΐας 6,1-8).
Όταν μιλάει ο προφήτης για τον ναό, εννοεί τον επουράνιο βεβαίως ναό του Θεού, αφού τα Σεραφίμ περικύκλωναν τον θρόνο. Επειδή όμως μιλάει και για το υπέρθυρο (του ναού), το γείσο, περί καπνού και θυσιαστηρίου, βοή φωνών μετά αντιφωνήσεων, συνεπώς τύπος του Ουράνιου ναού είναι ο επίγειος ναός. Ο καπνός είναι το ορατό δείγμα της παρουσίας του αοράτου, φωτεινού αλλά και απροσίτου Θεού, διότι ο καπνός είναι σκοτεινός, αν και προέρχεται από το φως. Το ίδιο είναι και η νεφέλη (Εξ. 19,18 Ιεζ. 1,13 Αποκάλ. 5,8).
Στον πρώτο στίχο λέει: «εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπῃρμένου». Επίσης και στον πέμπτο: «τὸν βασιλέα Κύριον σαβαὼθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου». Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης υπαινίσσεται πως είδε τον Χριστό, ως τον Κύριο «καθήμενο», στο χωρίο αυτό. «ταῦτα εἶπεν Ἡσαΐας ὅτε εἶδε τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ». (Ιω. 21,41). Άρα είδε τον Θεό υπό μορφή ανθρώπου και αυτό ενισχύει την γνώμη ότι ο «Κύριος» ήταν ο Χριστός.
Όμως, ο Ησαΐας, όπως και όλοι οι άγιοι, ως έχων πλήρη αίσθηση της αμαρτωλότητάς του, αλλά και του λαού, ανάμεσα στον οποίο ζει, ταλανίζει τον εαυτό του, διότι σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, όποιος έβλεπε τον Κύριο, δεν επρόκειτο να ζήσει. «Κατανένυγμαι», λέει, δηλαδή με απλά λόγια: «Συμφορά μου, τι κακό που έπαθα! Χάθηκα!» και κυρίως, επειδή «ἀκάθαρτα χείλη ἔχων», δεν μπορεί να ενώσει την φωνή του με αυτήν των αγγέλων. Παρίσταται ανάγκη καθάρσεώς του, την οποία αναλαμβάνει ένα από τα Σεραφίμ: «Οι άγιοι, όταν συμβεί να απολαύσουν κάποια μεγάλη τιμή, τότε ταπεινώνονται ακόμη περισσότερο», λέει ο άγιος Χρυσόστομος.
Τώρα, μετά την ταπεινή εξομολόγηση, ακολουθεί και η πλήρης συγχώρηση. Ο άγγελος πήρε από το θυσιαστήριο κάρβουνο αναμμένο, «ἐν τῇ χειρὶ εἶχεν ἄνθρακα», αλλά δεν το έπιασε με το χέρι του, «ὃν τῇ λαβίδι ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου», «δείχνοντας το σεβασμό, τον οποίο είχε προς το θυσιαστήριο, δεν τόλμησε να το ακουμπήσει με το χέρι», λέει ο άγιος Προκόπιος.
«ἰδοὺ ἥψατο τοῦτο τῶν χειλέων σου καὶ ἀφελεῖ τὰς ἀνομίας σου καὶ τὰς ἁμαρτίας σου περικαθαριεῖ». Ο άνθρακας αυτός του Ησαΐα, που συμβολίζει την θεία Κοινωνία, βρίσκεται και στην λειτουργική χρήση.
Ποιος όμως ο συμβολισμός της «λαβίδος»; Πώς και γιατί μεσολαβεί μεταξύ του αγγέλου και του «πεπυρωμένου άνθρακος», αφού το άυλο χέρι δεν καίγεται; Η λαβίδα, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά είναι η Παναγία, η Υπεραγία Θεοτόκος. Στην ομιλία του για τα Εισόδια της Θεοτόκου, κατά παράφραση του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, γράφει: «Λοιπόν, από εδώ μπορούμε να καταλάβουμε πως ούτε η Παρθένος θα σταματήσει στους αιώνες των αιώνων να ευεργετεί όλη την κτίση, όχι μόνο την δική μας, την ανθρώπινη, αλλά και όλες τις τάξεις των αγγέλων. Το ό,τι δε και αυτοί οι ασώματοι μαζί μας, διά μέσου της Παρθένου πλησιάζουν και προσεγγίζουν στην απλησίαστη φύση του Θεού, πάλι μας το φανέρωσε ο Ησαΐας. Επειδή είδε ένα από τα Σεραφίμ, που πήρε το πυρωμένο το κάρβουνο από το θυσιαστήριο, όχι με το ίδιο του το χέρι αλλά χρησιμοποιώντας την λαβίδα, με την οποία καθάρισε τα προφητικά του χείλη. Η εμφάνιση δε αυτή της λαβίδας ήταν όμοια με την καιόμενη και μη φλεγόμενη βάτο, την οποία είδε ο Μωυσής. Ποιος δε δεν γνωρίζει πως η Παρθένος είναι και η βάτος εκείνη και η λαβίδα αυτή, η οποία συνέλαβε το «θείον πύρ», δίχως να καεί; … Λοιπόν από όλα αυτά συμπεραίνουμε πως μόνη η Θεοτόκος είναι το σύνορο ανάμεσα στην κτιστή και στην άκτιστη φύση και κανείς δεν μπορεί να έλθει προς τον Θεό, παρά διά μέσου αυτής και του εξ αυτής γεννηθέντος μεσίτη Χριστού και κανένα χάρισμα δεν μπορεί να δοθεί ούτε στους αγγέλους ούτε στους ανθρώπους, παρά διά μέσου αυτής…».
Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου! Η «αγία Λαβίς» συμβολίζει την Παναγία και δεν μπορεί να αντικαθίσταται κατά περίσταση και κατά το δοκούν, από «πολλά και διάφορα κουταλάκια»!
Πηγές: 1. Ιωήλ Γιαννακόπουλου, Η Παλαιά Διαθήκη Κατά τους Ο΄ Εκδόσεις: «ΛΥΔΙΑ»
2. ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗ, «ΜΑΡΙΑ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ», Εκδόσεις «ΑΘΩΝΑΣ»
3. Ιωάννη Κολιτσάρα, Παλαιά Διαθήκη, Μετάφραση
Σάββας Ηλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 18-11-2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου