Ποιους «δήθεν θεολόγους και Θεολογούντες» δεν κατονομάζει ο επίσκοπος Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος;
ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ Vs π. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ;
Γράφει ο Μέτοικος
Δύο φημισμένοι θεολόγοι, ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος(1) και ο πατήρ Νικόλαος Λουδοβίκος, Αν. Καθηγητής Δογματικής και Φιλοσοφίας στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, διασταυρώνουν τις θεολογικές τους αυθεντίες στο θέμα της Θείας Κοινωνίας.
Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, σύμπασα η Ορθοδοξία όπως εκφράζεται από το Συνοδικό της, τοπικές Σύνοδοι και, βέβαια, αυτή καθαυτή η Λειτουργική Πράξη στην ακολουθία της θείας Μεταλήψεως, εκφράζουν, κατά τον π.Νικόλαο Λουδοβίκο έναν «Ευχαριστιακό Μονοφυσιτισμό»! αφού επιμένουν, κατά την ακρίβεια της Ορθοδόξου Πίστεως πως, στα Τίμια Δώρα, ο Θεός «συνέζευξεν αυτοίς την αυτού θεότητα και πεποίηκεν αυτά Σώμα και Αίμα αυτού, ίνα δια των συνήθων και κατά φύσιν εν τοις υπέρ φύσιν γενώμεθα. Σώμα έστιν αληθώς ηνωμένον θεότητι, το εκ της αγίας παρθένου Σώμα, ουχ ότι αυτό το Σώμα το αναληφθέν εξ ουρανών κατέρχεται, αλλ’ ότι αυτός ο άρτος και ο οίνος μεταποιείται εις Σώμα και Αίμα θεού…».
«Δέν μας πλήγωσαν μόνον οι «αλειτούργητοι» και οι «ακοινώνητοι», γράφει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, πού τόλμησαν να ασεβήσουν στο Άγιο Σώμα του Χριστού, αλλά περισσότερο μας πλήγωσαν οι δήθεν θεολόγοι και θεολογούντες» που, θεωρώντας τον «Εὐχαριστιακό Ἄρτο [ως] σημεῖο τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων» εισάγουν «μέσα στην Εκκλησία μας έναν βλάσφημο θεολογικό ιό», που μετατρέπει τα Τίμια Δώρα από Σώμα και Αίμα Χριστού σε φορέα της Χάρης Του.
Ποιους «δήθεν θεολόγους και Θεολογούντες» δεν κατονομάζει ο επίσκοπος Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος;
Πάντως και απέναντι σε όσους πιστεύουν, δηλαδή στην Ορθόδοξη Εκκλησία πως το Πνεύμα το Άγιο ποιεί τα προκείμενα Δώρα επί της Αγίας Τραπέζης «τον μεν άρτον τίμιον σώμα του Χριστού σου, το δε εν τω ποτηρίο τίμιον αίμα του Χριστού σου», ο καθηγητής της Δογματικής και Φιλοσοφίας π.Ν.Λουδοβίκος αφού αποδέχεται «την πλήρη κοινωνία του θείου με το ανθρώπινο στοιχείο, με πλήρη ταυτόχρονα επικοινωνία μεταξύ τους» εκφράζει στο θέμα της θείας Κοινωνίας «μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση!, σύμφωνα με το πνεύμα της 4ης Οικουμενικής Συνόδου!» όπου «Στην περίπτωση αυτή τα φυσικά στοιχεία [ο Άρτος και ο Οίνος] παραμένουν, και οι τυχόν ενυπάρχοντες ιοί επίσης, αλλά η χάρις της απόλυτης ενώσεως καταργεί την βλαπτικότητά τους»!
Το εύθυμο (ή τραγικό;) στον «ευχαριστιακό μονοφυσιτισμό» που προσάπτει ο π. Νικόλαος στην Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία είναι πως, αυτός διορθώνεται με «μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση!, σύμφωνα με το πνεύμα της 4ης Οικουμενικής Συνόδου!», που καταδίκασε τον μονοφυσιτισμό του «δυστυχή Ευτυχή»!
Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος δεν διδάσκει φιλοσοφούσα θεολογία σε ανοικτό πανεπιστήμιο, αλλά είναι Δάσκαλος Δογματικής στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, οπότε για λόγους συνέπειας και εντιμότητας του μαθαίνει στους αυριανούς λειτουργούς της Ορθοδόξου Εκκλησίας όσα περί Θείας Κοινωνίας (επαν)-έκφρασε σε πρόσφατη συνέντευξή του(2).
Στη συνέντευξη αυτή ο δημοσιογράφος προβιβάζει τον π. Ν. Λουδοβίκο στο ύψος του ύπακρου, πράξη για την οποία, βεβαίως, ο π. Νικόλαος δεν έχει καμία ευθύνη αφού, ως καθηγητής της φιλοσοφίας γνωρίζει πως, από την εποχή του Πλάτωνα σοφός δεν είναι ο ευρυμαθής και πολυμαθής, αλλά αυτός που έκανε κτήμα του «το εν Δελφοίς γράμμα [που] παρακελεύεται, σωφροσύνην ασκείν [τον σοφόν] και δικαιοσύνην».
Πιθανότατα σε αυτή τη συνέντευξη, η μνήμη του π.Νικολάου να τον πρόδωσε, διότι στην 4η Οικουμενική Σύνοδο δεν γίνεται καμία αναφορά στο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας. Ενδεχομένως και, επειδή, η συνέντευξη δόθηκε στο μόνο Μ.Μ.Ε της ομογένειας στην Αμερική που υποστηρίζει αναφανδόν τις πολιτικές επιλογές και εκκλησιαστικές πραξικοπηματικές ενέργειες του Φαναρίου, η ερμηνεία αυτή «σύμφωνα με το πνεύμα της 4ης Οικουμενικής Συνόδου» να αφορά τους Θ΄ και ΚΗ΄ Κανόνες της, που η πλειονότητα των επισκόπων της Εκκλησίας της Ελλάδος, μεταξύ των οποίων πρώτος και καλύτερος ο Μητροπολίτης Αγίου Βλασίου Ιερόθεος αποδέχθηκαν, αναγνωρίζοντας κατά πάντα λανθασμένα στον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως όχι μόνο υπερόριες εξουσίες στις Εκκλησίες, αλλά και προνόμια πρώτου άνευ ίσων, με αποτέλεσμα το σημερινό και δυσθεράπευτο σχίσμα στην Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Εάν, βεβαίως, αυτή η «ισορροπημένη προσέγγιση» στο ζήτημα της Θείας Κοινωνίας «σύμφωνα με το πνεύμα της 4ης Οικουμενικής Συνόδου» αναφέρεται εις «τον ίδιον όρον της ορθοδόξου πίστεως [που αυτή η 4η] εποίησεν» ομολογώντας: «… Ένα και τον αυτόν Χριστόν, Υιόν, Κύριον, Μονογενή, εκ δύω Φύσεων ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον, ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης δια την ένωσιν, σωζομένης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως, και εις εν πρόσωπον, και μίαν υπόστασιν συντρεχούσης…» τότε ο π. Ν. Λουδοβίκος στην «Χριστολογική θεολογία» του πέρα από το άτοπο της ταυτίσεως διαφορετικών ποιοτήτων και των λογικών ανακολουθιών, που λόγω του συνεσταλμένου χώρου δεν μπορούν να αναλυθούν, αποδίδοντας το αναλλοίωτο και αυτοτελές στην ουσία του άρτου όχι μόνο καταργεί το λόγο του Κυρίου «τούτο εστί το Σώμα μου», αλλά πέφτει σε σοβαρότατη πλάνη δίνοντας στη φύση του άρτου αυτονομία «με [τον] τρόπο υπάρξεως της άκτιστης φύσης» αφού έχει υπάρξει, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, «η χάρις της απόλυτης ενώσεως» και τούτο, επειδή, όποιος «επί του ενός Χριστού διαιρεί τας υποστάσεις (ήτοι τας υπαρκτικάς και υφεστώσας, ήτοι πραγματικάς φύσεις) μετά την ένωσιν, μόνη συνάπτων αυτάς συναφεία τη κατά την αξίαν, ήγουν αυθεντίαν ή δυναστείαν, και ουχί δη μάλλον Συνόδω τη καθ’ ένωσιν φυσικήν» εμπίπτει εις τον γ΄ αναθεματισμό του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας και, βεβαίως, της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Και επειδή είναι αδύνατο ο ευρυμαθής καθηγητής της Θεολογίας και Φιλοσοφίας π. Ν. Λουδοβίκος να μην υποπτεύεται τους σοβαρότατους έως και αναθέματος κινδύνους που εγκυμονεί μια τέτοια κακοδοξία, ίσως στον νου του είχε τον ΛΒ΄ Κανόνα της Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου και, ειδικότερα, το σχόλιο του Αγίου Νικοδήμου στις κακές συνήθειες στη Θεία Κοινωνία στην χώρα των Αρμενίων. Όμως, με οποιαδήποτε «ισορροπημένη προσέγγιση», είτε αυτού του Κανόνα ή κάποιου άλλου από τις Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους που αναφέρεται στο «Αγίασμα της Τριάδος», είναι γεγονός πως η Αγία Εκκλησία «λατρευτική προσκύνηση μόνω το Θεώ και αυτώ τω Χριστώ αποδίδει, και τω επί της θείας Ευχαριστίας μετουσιωμένω άρτω και οίνω εις Σώμα και Αίμα Χριστού», δια τούτο «και μερικοί Πατέρες είπον αντίτυπον του Σώματος και Αίματος του Κυρίου την θείαν Ευχαριστίαν μετά τον αγιασμόν…» πράγμα που, ως βλάσφημος «θεολογικός ιός» προσπαθεί ανεπιτυχώς να καταστρέψει η καινοφανής διδασκαλία τού π. Ν.Λουδοβίκου πως: «η κτιστή αυτή ύλη [των Τιμίων Δώρων] υπάρχει πλέον, εν αγίω Πνεύματι, ελεύθερη από τα κτιστά της όρια, δηλαδή υπάρχει με τον τρόπο υπάρξεως της άκτιστης φύσης!» υπόθεση που δημιουργεί σοβαρότατα θεολογικά προβλήματα, αφού έτσι είναι αδύνατο τα προσφερόμενα Δώρα να γίνουν Σώμα και Αίμα Χριστού.
Τη «Χριστολογική θεολογία» ο π. Ν. Λουδοβίκος εμφάνισε την εποχή του πρώτου κύματος της πανδημίας του κορωνοϊού Covid-19.
Τότε, σε συνεντεύξεις του και έντυπα, δήλωνε ότι: «Η ουσία των προσφερθέντων υλικών στοιχείων, όπως ακριβώς και η ανθρώπινη φύση του Χριστού, παραμένει αναλλοίωτη – και οφείλει να παραμείνει αναλλοίωτη, διότι αλλιώς θα ήταν ωσάν ο Θεός να μετανοεί για το είδος των όντων που έπλασε και ζητά να αφανίσει ή να αλλοιώσει την φύση τους»!
Τούτο αυτό σημαίνει πως, με οποιονδήποτε τρόπο και εάν υπάρχει η φύση του άρτου, διατηρώντας μάλιστα τη δυνατότητα «ἐνεργεῖσθαι καὶ ἐνεργεῖν ὑπὲρ τὸν ἑαυτῆς θεσμόν», εφόσον δεν αλλάζει η ουσία του, τότε σαν ψωμάκι τεμαχίζεται και μοιράζεται, σε αντίθεση με το Σώμα Χριστού που μελίζεται αλλά δεν διαιρείται, εσθίεται αλλά ποτέ δεν δαπανάται και τους μετέχοντας αγιάζει.
Η «τροποΰπαρξη» αυτή της ύλης του άρτου, μετά την ύψωση και τον μελισμό, αναιρεί το λόγο του Αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους: «ὡς φρονίμοις λέγω· κρίνατε ὑμεῖς ὅ φημι. τὸ ποτήριον τῆς εὐλογίας ὃ εὐλογοῦμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστι; τὸν ἄρτον ὃν κλῶμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν; ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν· οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν».
Βεβαίως, στην «Χριστολογική θεολογία» τού π. Ν. Λουδοβίκου απαντά με την «απαστράπτουσα ποιητική θεολογική γλώσσα του» ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος πουψάλει: «Ἀληθὴς ὁ λόγος πάντως τοῦ Δεσπότου καὶ Θεοῦ μου. Σὺ γὰρ εἶπας, Δέσποτά μου, Πᾶς ὁ τρώγων μου τὴν Σάρκα, πίνων δέ μου καὶ τὸ Αἷμα, ἐν ἐμοὶ μὲν οὗτος μένει, ἐν αὐτῷ δ᾿ἐγὼ τυγχάνω».
Η διδασκαλία τού π.Ν.Λουδοβίκου πως: «Η ουσία των προσφερθέντων υλικών στοιχείων, όπως ακριβώς και η ανθρώπινη φύση του Χριστού, παραμένει αναλλοίωτη – και οφείλει να παραμείνει αναλλοίωτη, διότι αλλιώς θα ήταν ωσάν ο Θεός να μετανοεί για το είδος των όντων που έπλασε και ζητά να αφανίσει ή να αλλοιώσει την φύση τους», πέρα από το γεγονός πως αποτελεί μια σκανδαλώδη παρέκκλιση από «του κοινού κτήματος, του πατρικού θησαυρού της υγιαινούσης Ορθοδόξου πίστεως», δημιουργεί αίφνης σοβαρά θεολογικά προβλήματα και στην αρχή «τῶν σημείων» του Ιησού «ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας» όπου «ἐφανέρωσε τὴν δόξαν αὐτοῦ, καὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ».
Σε αυτήν την πρώτη στην Καινή Διαθήκη μετουσίωση φυσικών στοιχείων με το λόγο του Κυρίου: «γεμίσατε τὰς ὑδρίας ὕδατος, λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐγέμισαν αὐτὰς ἕως ἄνω. καὶ λέγει αὐτοῖς· ἀντλήσατε νῦν καὶ φέρετε τῷ ἀρχιτρικλίνῳ καὶ ἤνεγκαν ὡς δὲ ἐγεύσατο ὁ ἀρχιτρίκλινος τὸ ὕδωρ οἶνον γεγενημένον…» ο Θεός μετανόησε για την αλλαγή της φύσης του ύδατος;
Εάν ο Θεός μετουσίωσε το νερό σε οίνο για χάρη της Παναγίας Μητέρας του, γιατί να μην μετουσιώνει τα Τίμια Δώρα σύμφωνα με το λόγο Του: «Λάβετε, φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τὸ σῶμα, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου, τὸ τῆς καινῆς Διαθήκης, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν»;
Το βέβαιο είναι πως το χριστεπώνυμο πλήρωμα, κατ’ αρχάς, δεν κοινωνεί προς ίαση σώματος, αλλά «εἰς νῆψιν ψυχῆς, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον, εἰς συγχώρησιν πλημμελημάτων, εἰς κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰς βασιλείας οὐρανῶν πλήρωμα, εἰς παρρησίαν τὴν πρὸς σε [Κύριε], μὴ εἰς κρῖμα ἢ εἰς κατάκριμα», «εἰς Πνεύματος ἁγίου κοινωνίαν, εἰς ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου καὶ εἰς εὐπρόσδεκτον ἀπολογίαν τὴν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματός [Του]».
Οπότε, εάν δεν κοινωνώ ολόκληρο τον Κύριο Ιησού Χριστό, αλλά άρτο, άρτο ηγιασμένο και κεχαριτωμένο, τότε πως θα θεωθώ;
Εάν δεν μεταλαμβάνω αυτό το Σώμα και Αίμα του Κυρίου, τότε σε τι διαφέρει η Θεία Κοινωνία από τη μεταποίηση των υδάτων του Ιορδάνου σε ιάματα από την του Κυρίου Παρουσία;
Γιατί σε εποχή τέτοιας δοκιμασίας να επιζητώ τη Θεία Κοινωνία και όχι τη μετάληψη του Αγιασμού που είναι πηγή αφθαρσίας, «αμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων αλεξιτήριον, δαίμοσιν ολέθριον, ταις εναντίαις δυνάμεσιν απρόσιτον, Αγγελικής ισχύος πεπληρωμένον, ίνα πάντες οι αρυόμενοι και μεταλαμβάνοντες έχοιεν αυτό προς καθαρισμόν ψυχών και σωμάτων, προς ιατρείαν παθών, προς αγιασμόν οίκων, προς πάσαν ωφέλειαν επιτήδειον»;
Την επιζητώ, ακριβώς και επειδή, η Θεία Κοινωνία «ἃ δὲ ἀπαρασκευάστοις ἐμπέσῃ» είναι «πυρ καταναλίσκον», όμως, «εάν πρὸς τὸν ἁγιασμὸν ἐπιτηδείως ἔχοντας λάβῃ» το Θείο Σώμα και Αίμα «τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, [τότε, κατά τον επίσκοπο Ναυπάκτου και την Εκκλησία] εἶναι ἡ θεανθρώπινη δύναμη ἡ ὁποία ἐξαγιάζει, καθαίρει, μεταμορφώνει, χριστοποιεῖ, ἐκκλησιοποιεῖ, θεανθρωποποιεῖ, τριαδοποιεῖ καί σώζει», αφού είναι Αυτός ο Ιησούς Χριστός «ὁ τὴν ἁμαρτίαν αἴρων τοῦ κόσμου καὶ τὰς ἀσθενείας τῶν ἀνθρώπων ἰώμενος».
Ο επίσκοπος Ναυπάκτου Ιερόθεος με το ορθόδοξο κείμενό του: «Η μαρτυρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την Θεία Κοινωνία» φέρει σε γνώση του πιστού λαού, χωρίς να κατονομάζει τους φορείς, τον βλάσφημο «θεολογικό ιό» που αντιλαμβάνεται το Μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως «ως κοινωνία προσώπων» καταγγέλλοντας για παρέκκλιση προς τα προτεσταντικά δόγματα τους υπέρμαχους «μιᾶς κοινωνίας τῶν προσώπων Θεοῦ καί ἀνθρώπου [αφού] ἀδειάζουν τίς δύο φύσεις τοῦ σαρκωμένου Λόγου ὡς Σώματος Χριστοῦ, διότι γι’ αὐτούς ὁ Εὐχαριστιακός Ἄρτος εἶναι σημεῖο τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων».
Στην «απέναντι όχθη» ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος, με την καινοφανή «Χριστολογική θεολογία» του, καταμηνύει ακόμα και τον Μέγα Βασίλειο για διδάσκαλο του «Ευχαριστιακού Μονοφυσιτισμού», αφού ο Άγιος προσδοκά: «τῶν ἁγιασμάτων σου τὴν μερίδα ὑποδεχόμενος, ἑνωθῶ τῷ ἁγίῳ Σώματί σου καὶ Αἵματι [Κύριε]».
Πρέπει ακόμα να δεχθούμε, ως συνέπεια της «Χριστολογικής θεολογίας», που επιμένει πως «Δεν πρόκειται, πράγματι για μετουσίωση» των Τιμίων Δώρων, αφού η φύση και ουσία του άρτου δεν παραμένει απλά αναλλοίωτη, αλλά οφείλει να παραμείνει αναλλοίωτη! ότι οι Άγιοι, μεταξύ των οποίων οι: Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Μάξιμος ο Ομολογητής και Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διδάσκουν έναν «Ευχαριστιακό Μονοφυσιτισμό» καθώς ανυποχώρητα υποστηρίζουν ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός στα Τίμια Δώρα «συνέζευξεν… τὴν αὐτοῦ θεότητα καὶ πεποίηκεν αὐτὰ Σῶμα καὶ Αἷμα [Του]»
«Τὸ Πνεῦμα τὸἍγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος», με οποιοδήποτε γι’ αυτούς κόστος, απέναντι σε όσους προσβάλουν την Αλήθεια της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Λοιπόν, πως θα προστατευτούν από τον σκανδαλισμό και του πονηρού την πλάνη, οι ενθάδε και απανταχού μικροί και ελάχιστοι από διδασκαλίες που υπονομεύουν το Ορθόδοξο Δόγμα, για τη Θεία Κοινωνία;
Με γενικόλογες καταγγελίες, άγιε Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεε για εισβολή στην Εκκλησία του Χριστού «θεολογικών ιών», χωρίς να ονομάζονται οι ψευδοδιδάσκαλοι στην ενδοχώρα και στις υπερπόντιες αποικίες, που πράττουν και μιλούν διεστραμμένα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου