Η κλειστή καρδιά δεν έχει πληρωθή ακόμη υπό του Πνεύματος του Αγίου. Είναι βουτηγμένη στην μοναξιά της, στην θλίψι της, στην αγωνία της, στον προβληματισμό της, στην ερημιά της.
Είναι άδεια. Όπως, όταν το στομάχι μας μείνη άδειο, διαμαρτύρεται και συρικνούται, κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την κλειστή καρδιά.
Ὅλος ὁ ἄνθρωπος κλείνεται ἐν ἑαυτῷ, ἀντί νά ἀνοιχθῆ πρός τόν Θεόν, ἀντί νά χωρέση ὁ Θεός καί νά τά σκεπάση ὅλα.
Τότε αὐτός ὁ ἄνθρωπος τρώγεται μέ τά νύχια του, βγάζει τά μάτια του μόνος του, τσακώνεται μέ τόν ἑαυτό του. Οἱ λογισμοί του, οἱ περιπέτειές του, τά πάθη του, οἱ νόμοι συγκρούονται μέσα του.
Καί τί γίνεται ὁ ἄνθρωπος; Ὅπως κάποιος πού κρατάει ἕνα μαχαίρι κόβει τά πάντα καί τά πετάει, ἔτσι καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου διασπᾶται, κατακρεουργεῖται.
Καί ἀφοῦ ἡ ψυχή εἶναι κλειστή, σκοτεινή, ἀκυριάρχητη, διότι ἔκανε αὐτοκράτορά της κάποιον πού δέν μπορεῖ νά τῆς δώση εἰρήνη καί ἠρεμία, μέσα της βασιλεύει ἡ παγωνιά, οἱ φόβοι, ἡ μοναξιά.
Τί σημαίνει μοναξιά; ὅτι δέν ἔχω καθόλου τό βίωμα τῆς ἐγγύτητος τοῦ ἄλλου. Τόν καθένα τόν ζῶ σάν «ὁ ἄλλος». Ὅλοι εἶναι «ὁ ἄλλος»: ἐσύ καί ἐγώ, τό θέλημά σου καί τό θέλημά μου, ἡ ἀγάπη σου καί ἡ ἀγάπη μου.
Γι΄ αὐτό καί πάντα διερωτώμεθα: «Ἄραγε μέ ἀγαπάει ὁ ἄλλος; Ἄραγε μέ σκέπτεται; Ἄραγε μέ θυμᾶται;». Αὐτό δείχνει ὅτι ζῶ τόν ἄλλον ὡς ἕναν ξένο. Βλέπετε τήν παγωνιά τῆς ὑπάρξεώς μας, τήν ἀπομόνωσί μας, τήν ἀποξένωσί μας ἀπό τήν ζωή.
Κανένας δέν μπορεῖ νά ζεστάνη πλέον τήν καρδιά μας, νά λειώση καί νά ἐξαφανίση τούς πάγους οἱ ὁποῖοι τήν κατακλύζουν, πρίν μπῆ αὐτό τό φῶς καί αὐτό τό πῦρ, τό ὁποῖο ζεσταίνει καί φωτίζει τά πάντα εἰς τά ἐνδότερα τῆς ὑπάρξεώς μας.
Ἡ μοναξιά εἶναι ἕνα γενικό σμπαράλιασμα, εἶναι τό ἀλληλοφάγωμα τοῦ εἶναι μας. Ἀλληλοσυγκρούονται οἱ ὁρμές μας, τά πάθη μας, οἱ πόθοι μας, τά ἄγχη μας, χωρίς νά τό καταλαβαίνωμε καί χωρίς νά ὑπάρχη λόγος.
Διαπληκτίζονται οἱ δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου ἐν ἑαυτῷ, γδέρνεται μόνος του ὁ ἄνθρωπος, γράφει τήν ἱστορία τῆς σκλαβιᾶς του καί τῆς δυστυχίας του. Κανείς δέν μπορεῖ νά ζήση μόνος του…
Ἔρχομαι, παραδείγματος χάριν, καί σοῦ ἀνοίγω τήν καρδιά μου. Σοῦ λέγω, σοῦ λέγω, ἐσύ μοῦ χαμογελᾶς, κουνᾶς τό κεφάλι σου, ἐπιβεβαιώνοντας ὅσα σοῦ λέγω, χωρίς νά πῆς λέξι.
Ὅταν τελειώσωμε, θά σοῦ πῶ: «Σέ εὐχαριστῶ· πόσα μοῦ ἔμαθες σήμερα! πόσα μοῦ εἶπες!».
Στήν πραγματικότητα τίποτε δέν μοῦ εἶπες. Ἀλλά τά πάντα μοῦ εἶπες, γιατί ἐγώ ἔτσι ἔζησα. Ἔνοιωσα ὅτι σέ μετέλαβα. Σέ ἔβαλα μέσα στήν καρδιά μου, καθώς σοῦ ἀνοιγόμουν.
Μόλις ἀνοίξης κάτι, ἀμέσως μπαίνει τό φῶς. Ἡ κροῦσις λοιπόν ὑποδηλοῖ τό ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς, πού κάνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν παύση νά συζητᾶ μέ τόν ἑαυτό του.
Δέν εἶναι δυνατόν νά συζητάω καί μέσα μου καί μέ τόν ἄλλον. Πρέπει κάποιον νά προτιμήσω: ἤ τό ἐγώ μου ἤ τόν ἕτερον. Εἶναι δηλαδή τό ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς μία ἀνθρώπινη βουληφόρα ἐνέργεια.
Εάν ζούμε τον πόνο την αγωνία, την πτώσι και την κατάρα του Αδάμ, είναι διότι το θέλουμε· μας αρέσει, μας ικανοποιεί· νοιώθουμε αυτάρκεια· είναι κάποιος δρόμος που τον έχομε συνηθίσει.
Οι άνθρωποι γενικώς ζουν μέσα στην μοναξιά τους. Νομίζεις πως όλοι είναι χιονάνθρωποι. Έχουμε συνηθίσει να βλέπωμε γύρω μας ανθρώπους πονεμένους, δυστυχισμένους.
Δεν υπάρχει καμία ασθένεια η οποία δεν είναι απομόνωσις, και δεν υπάρχει καμία απομόνωσις η οποία δεν είναι ασθένεια. Τι σημαίνει ασθένεια, «ασθενής ειμι»;
Όπως, όταν έχωμε πυρετό, γίνεται μέσα μας αγών αιμοσφαιρίων, μικροβίων, ιών και όλα αυτά παλεύουν ποιο θα νικήση, έτσι έχομε και αγώνα μέσα στο είναι μας, μια πάλη, για να μπορέσωμε να ζήσωμε.
Αλλά συνηθίζομε στην μοναξιά και δεν μπορουμε κατόπιν να κάνωμε τίποτε. Όπως συνηθίζει κανείς το κουβεντολόι, την κατάκριση, την αγάπη, το μίσος, έτσι ακριβώς «δοκιμάζεται» ο άνθρωπος και γίνεται έμπειρος στο να ζη την μοναξιά του.
Συνθηκολογεί με την μοναξιά του και κουράζεται να σηκωθή από την θέσι του πόνου, να πηδήση και να βρη την λύτρωσί του.
Όπως αγαπάμε την νωθρότητά μας και δεν μπορούμε να σηκωθούμε για να αγρυπνήσωμε, όπως αγαπάμε την μαλθακότητά μας και δεν μπορούμε να σκεπασθούμε με ένα ελαφρό κάλυμμα, όπως αγαπάμε την ραθυμία μας και δεν μπορούμε να επιτείνωμε την προσευχή μας ή να καθίσωμε να διαβάσωμε, έτσι ακριβώς έχομε συνηθίσει την δραματικότητα της κλεισμένης καρδιά μας, την κόλασί μας.
Και τι γίνεται τότε; Χρειάζεται κανείς να μισήση την κατάστασί του αυτή, να καταλάβη ότι είναι ο θάνατός του και ότι στο χέρι του είναι να ανοίξη την θύρα.
«Ιδού έστηκα και κρούω» λέγει ο Χριστός, που σημαίνει ότι διαρκώς κρούει, αλλά εγώ δεν θέλω να ανοίξω, γιατί έχω μάθει να μην ζω μαζί Του.
«Ζωή εν Πνεύματι» εκδ.: Εν Πλώ, σελ. 209-212
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου