Ο Αλεξάντρ Αλεξάντροβιτς Λαβντάνσκι είναι ένας από τους διάσημους αγιογράφους της σύγχρονης Ρωσίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όντας επιτυχημένος ζωγράφος πρωτοποριακής τεχνοτροπίας, του οποίου τα έργα άρχισαν να πωλούνται ιδιαιτέρως και επιπλέον εξετίθεντο στη διάσημη διευθυνση: Большая Грузинская 28, εγκατέλειψε την κοσμική ζωγραφική και άρχισε να μελετάει την αγιογραφία.
Μετά ακολούθησε η βάπτισή του, την οποίο αποφάσισε να πραγματοποιήσει, όταν, πέφτοντας κάποτε από μία σκαλωσιά, επέζησε από θαύμα...
Στη συνέντευξη μίλησε για την πορεία του στην εικονογραφία, για το τι είναι σύγχρονη εικονομαχία και γιατί η άγια εικόνα πάντα μας μιλά για τη σύγχρονη ἐποχή.
Αλεξάντρ Λαβντάνσκι
«Σήμερα κυριαρχεί η ιδεολογία, σκοπός της οποίας είναι να καταστρέψει την εικόνα του ανθρώπου»
– Αλεξάντρ Αλεξάντροβιτς, είναι αλήθεια ότι οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις σας στην τέχνη σας οδήγησαν, τελικά, στην αγιογραφία;
– Ναι, είναι αλήθεια σε μεγάλο βαθμό. Τα έργα μου της δεκαετίας του 1970 ήταν πολύ μακριά από τις απαιτήσεις της επίσημης τέχνης, μέσα σ' αυτά προσανατολίστηκα στη μεταγοτθική ζωγραφική και την Αναγέννηση της Βόρειας Ευρώπης, δηλαδή βασικά στη χριστιανική τέχνη.
Όπως το καταλαβαίνω τώρα, αυτό ήταν καλύτερο για μένα, παρά το να έχω ξεκίνησει, ας πούμε, με την Αφηρημένη τέχνη και μάλιστα με τη Μεταμοντέρνα. Θυμάμαι ότι εκείνον τον καιρό μ’ ενδιέφερε περισσότερο το θέμα της Δευτέρας Παρουσίας. Ήδη τότε ο κόσμος είχε μεταμορφωθεί ραγδαία και ορόσημα, που εμφανίζονταν στο τέλος ολόκληρης της Ιστορίας, και τα οποία σκεφτόμουν συχνά, με οδήγησαν προς την αρχή της Ιστορίας – προς τον Χριστό. Η γνώση για την παρουσία στον κόσμο του Θεού, για τη Θυσία του για την ανθρωπότητα, με βοήθησαν να καταλάβω όλα όσα συνέβησαν κι εξακολουθούν να συμβαίνουν.
– Μας έχετε αναφέρει πως όταν ήσασταν ήδη στον δρόμο της πίστης, αλλά δεν είχατε βαπτισθεί ακόμα, κάποια φορά, δουλεύοντας σ' έναν ναό μαζί με άλλους τεχνίτες, πέσατε από τη σκαλωσιά. Και, ως εκ θαύματος, πέφτοντας από ύψος περίπου πέντε μέτρων, καταφέρατε να κρατηθείτε από μέρος της σκαλωσιάς, η οποία δεν είχε καταρρεύσει ακόμα. Μετά από αυτό το περιστατικό βαφτιστήκατε. Και τι συνέβη μεταξύ αυτού του γεγονότος και πριν αρχίσατε να πηγαίνετε συνειδητά στην εκκλησία;
– Σε ό,τι αφορά στην καλλιτεχνία, ξεκίνησα σιγά – σιγά να βυθίζομαι στην εικονογράφηση, να τη μελετώ. Εκπλήρωνα και κοσμικές εργασίες, αλλά πιο ήρεμα, μη πέφτοντας πια σε έκσταση. Η γαλήνη ήρθε αμέσως μετά την πτώση.
Παράλληλα, στην εκκλησιαστική πορεία μου όλα ήταν παραδοσιακά: Δεν κατάφερα ν’ αποφύγω την περίοδο των νεοφώτιστων. Ήθελα ακόμη και να πάω στο μοναστήρι, παρ’ όλο που ήμουν ήδη παντρεμένος. Ευχαριστώ τον πνευματικό μου, τον αείμνηστο ιερομόναχο Παύλο, ο οποίος μου είπε κατηγορηματικά να μην κάνω κάτι τέτοιο. Μου έλεγε: "Ο καθένας καλείται να υπηρετεί τον Θεό απ’ όποια θέση βρίσκεται". Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, εγκατέλειψα εντελώς την κοσμική ζωγραφική, αλλά όχι χάρη στον ἐνθουσιασμό των νεοφώτιστων, απλώς το ενδιαφέρον μου γι' αυτήν χάθηκε απότομα. Ο κόσμος της αγιογραφίας αποδείχθηκε πιο εκφραστικός και σημαντικός για μένα. Γενικά, μου αρέσει το θέμα της εικονολατρείας. Διότι περιλαμβάνει τόσο τη δημιουργία των εικόνων όσο και τον σεβασμό τους. Κάποτε οι άνθρωποι συγχέουν αυτήν την έννοια με τη λέξη «προσκύνηση», δηλαδή με τη συνειδητή θέση άρνησης της εικονομαχίας. Στο Βυζάντιο, τον 8ο αιώνα, υπήρχε μία φανερή εικονομαχία, αυτή υπάρχει και σήμερα, αλλά, θα έλεγα, σε βαθύτερες μορφές.
Σήμερα οι Εικονοκλάστες δεν προσπαθούν μόνο να καταστρέψουν τις εικόνες, αποκαλώντας τον σεβασμό προς αυτές ως «ειδωλολατρία», όπως παλιά. Σήμερα κυριαρχεί η ιδεολογία, σκοπός της οποίας είναι να καταστρέψει την εικόνα του ανθρώπου, την ομοιότητα του Θεού ως προς τον άνθρωπο... Είναι η εικονομαχία στον υπέρτατο βαθμό.
Σ' αυτό μπορούμε ν’ αντιπαραθέσουμε τον σεβασμό των εικόνων, την παραδοσιακή τέχνη.
– Εννοείτε την πλατειά σημασία της τέχνης, όχι μόνο την αγιογραφία;
– Ακριβώς. Έχω έναν φίλο, καθηγητή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης. Μου έλεγε πως περίπου 15 χρόνια πριν, μια φορά, πέρασε από την Ακαδημία των Καλών Τεχνών. Είδε πώς οι φοιτητές διαβάζουν, ζωγραφίζουν γύψο, νεκρές φύσεις, μοντέλα. Ξαναβρέθηκε εκεί δύο χρόνια πριν και ανατρίχιασε: Η αίθουσα ήταν έρημη, κανένας δεν ενδιαφέρεται σήμερα ούτε για την εικόνα του κόσμου που δημιούργησε ο Θεός ούτε για την εικόνα του ανθρώπου. Αυτό είναι, επίσης, ένα δείγμα της σύγχρονης εικονοκλασίας.
– Εάν μιλάμε για την εικόνα (εννοώντας την εκκλησιαστική τέχνη συνολικά: αγιογραφία, τοιχογραφία, ψηφιδωτό), κατά πόσο οι πιστοί, ενορίτες του ναού, καταλαβαίνουν τη γλώσσα της εικονογραφίας, μερικές θεολογικές αποχρώσεις κ.τ.λ.; Ή δεν χρειάζεται να το καταλαβαίνουν, αρκεί μόνο να «διαβάζουν» την υπόθεση της εικόνας;
– Βέβαια, το να ξέρουμε να "διαβάζουμε" τα θέματα των μορφών μάς κάνει να καταλάβουμε καλύτερα τα στοιχεία της θρησκευτικής διδασκαλίας, διότι η εικόνα αποτελεί ταυτόχρονα και καλλιτεχνικό έργο και θεολογική σκέψη και θεία κήρυξη. Γι' αυτό νομίζω καλό είναι να το εξηγούμε και να μαθαίνουμε τους πιστούς, αφού είναι το καθήκον κάθε ενορίας.
Τώρα, για παράδειγμα, αγιογράφουμε τον ιερό ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι στο Βόλγκογκραντ. Αυτή είναι μια πόλη, που εξαφανιζόταν σχεδόν παντελώς από το πρόσωπο της γης αρκετές φορές. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισαν να την αναστηλώνουν με αργούς ρυθμούς. Πρόσφατα, με πολλή ευλάβεια, αναδημιουργήσαμε τον ιερό ναό, εκείνον του νεοβυζαντινόυ ρυθμού, που χτίστηκε επί αυτοκράτορα Αλεξάνδρου Γ΄.
Διεξάγονται εργασίες για τον εξωραϊσμό του περιβάλλοντος του ναού. Κατά τη διάρκεια των εργασιών, υπάλληλοι βρίσκουν κομμάτια ναρκών, φυσίγγια, ανθρώπινα υπολείμματα. Πριν από λίγο καιρό, ανάμεσα σε λείψανα, βρέθηκαν κομποσκοίνια... Γι’ αυτό οι προσπάθειες μας μας φαίνονται ακόμη πιο σπουδαίες, αφού ο ναός αναδημιουργείται και καλύπτεται με αγιογραφίες σ' αυτόν τον σημαντικό χώρο.
Ακόμα και σήμερα, ειδικοί, ελπίζοντας ότι θα κάνουμε όλες τις εργασίες όσο μπορούμε καλύτερα, είναι έτοιμοι να οργανώσουν εκδρομές για τις τοιχογραφίες του ναού, εξηγώντας τις υποθέσεις των εικόνων, την εικονογραφία κ.τ.λ.
Για να επιθυμεί κανείς να εστιάσει στην απεικόνιση, στη μορφή, να μελετήσει την αγιογραφία, σημαντικό είναι η απεικόνιση να μην τον απωθήσει καλλιτεχνικά. Όταν ο αγιογράφος δουλεύει αδιάφορα ή σκεπτόμενος κάτι άλλο, τότε αυτό αποτυπώνεται στην εικόνα.
– Όταν πρόκειται ν’ αγιογραφίσετε έναν ναό, πώς προγραμματίζετε τη σχεδίαση των απεικονίσεων;
– Πρώτα από όλα, φυσικά, σκέφτομαι την παράδοση. Πρέπει να σεβόμαστε όχι μόνο τους τωρινούς συνανθρώπους, αλλά κι εκείνους, οι οποίοι ζούσαν πριν από εμάς (αλλά και παλαιότερους), οι οποίοι δημιούργησαν αυτήν την παράδοση της αγιογραφίας.
«Πρέπει να σεβόμαστε όχι μόνο τους τωρινούς συνανθρώπους, αλλά κι εκείνους, οι οποίοι ζούσαν πριν από εμάς (αλλά και παλαιότερους), οι οποίοι δημιούργησαν αυτή την παράδοση της αγιογραφίας»
Σημαντικό είναι να καταλάβουμε τι εννοούσαν. Παράλληλα, πρέπει να κοιτάζουμε στην αρχιτεκτονική ενός συγκεκριμένου ναού. Να πάρουμε, για παράδειγμα, τον ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι στο Βόλγκογκραντ, που κατασκευάστηκε τον 19ο αιώνα και καταστράφηκε το 1932. Πιθανώς ο ρυθμός της αρχιτεκτονικής υπαγόρευσε και την εσωτερική διακόσμηση. Ωστόσο, εκείνον τον καιρό δεν υπήρχαν αρκετές γνώσεις σχετικά με τη βυζαντινή και παλαιορωσική παράδοση της τέχνης, τις οποίες διαθέτουμε σήμερα. Ήταν μόνο η Ακαδημία τεχνών της Αγίας Πετρούπολης και μέσα σ' αυτην το εκκλησιαστικό – ιστορικό τμήμα. Όμως, παλιές τοιχογραφίες και παλιά εικονίσματα δεν έχουν ακόμα ανακαλυφθεί και ανακαινιστεί αρκετά καλά. Γι' αυτό ο ναός είχε αγιογραφεί σύμφωνα με τους κανόνες εκείνης της εποχής – στο ακαδημαϊκό στυλ.
Εμείς σήμερα, όμως, έχουμε την ευκαιρία να προσεγγίσουμε την πραγματική βυζαντινή τέχνη, οδηγώντας την από την αντιληπτικότητα των σημερινών ανθρώπων, ζωγραφίζουμε με τον τρόπο που μας υπαγορεύουν οι ίδιοι οι τοίχοι.
Τελικά μπορούμε να μιλάμε ασταμάτητα για διάφορες τεχνοτροπίες, αλλά αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν επιδιώκουμε να κάνουμε όλα τα χατήρια των χορηγών, όμως ακούμε τη γνώμη τους.
– Αν ο ναός έχει ήδη ζωγραφιστεί στο ακαδημαϊκό στυλ, ενώ χρειάζεται να φτιάξετε τις εικόνες για το τέμπλο; Κατά πόσο οι διάφορες τεχνοτροπίες είναι αποδεκτές κατά τη διακόσμηση του ναού;
– Πάντα προσπαθούσα να το αποφύγω και αν δεν το κατάφερνα, αυτό δεν με πίκραινε, καθώς και αυτή η κατάσταση μ’ ενδιαφέρει, κατά κάποιον τρόπο. Ένα από τα αγαπημένα μου μοναστήρια είναι το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή στην Κύπρο. Εκεί μέσα υπάρχουν τοιχογραφίες από τον 11ο – 12ο έως τον 17ο αιώνα και είναι πολύ όμορφο, παρά τη διαφορά των τεχνοτροπιών. Μ’ έναν καταπληκτικό τρόπο συνδυάζεται ο πλούτος της εκκλησιαστικής τέχνης σ’ ένα μέρος.
– Ας επανέλθουμε στην εποχή που βαπτιστήκατε. Αργότερα, οι σχέσεις σας με την πίστη ψυχράνθηκαν;
– Ναι, όντως. Και για ότι τη γλύτωσα χωρίς σοβαρές ζημιές, ευχαριστώ θερμά τον πνευματικό μου και τη σύζυγό μου. Αμφισβήτησα το όφελος της εκκλησιαστικής ζωής και η σύζυγος, αποκλειστικά με την υπομονή της, μ’ έβγαλε από αυτήν την κατάσταση αμφιβολίας. Δεν αισθανόμουν πως πρέπει να πάω στον ναό, δεν κατάλαβα τι συνέβαινε, εκείνη όμως συνέχισε να εκκλησιάζεται τακτικά κάθε Κυριακή, χωρις να μου επιβάλλει τίποτα, άρα δεν είχα άλλη επιλογή πάρα να την ακολουθήσω.Τότε συνέχισα ν’ ασχολούμαι με την αγιογραφία και θεωρώ ότι τα εικονίσματα εκείνης της περιόδου δεν είναι καθώς πρέπει.
– Μας είπατε πως μάθατε να διαβάζετε τις εικόνες από τα βιβλία της Ο. Σ. Ποπόβα, ακούγοντας τις ομιλίες της. Πώς γίνεται να μαθαίνει κανείς από τα βιβλία; Ποιο είναι το κύριο πράγμα που καταλάβατε για την εικόνα, χάρη στα έργα της Όλγας Σιγκιζμούντοβνα;
– Για μένα είχε σημασία πώς επέλεγε το υλικό των διαλέξεων. Διάβαζε τις βυζαντινές εικόνες με τέτοιο ταλέντο, που μόνο άνθρωπος που έχει χάρισμα από τον Θεό μπορεί να τις διαβάζει. Αυτό το δώρο δώθηκε, ώστε να τις διαβάζουν και άλλοι. Δε μας δίδασκε καμία καλλιτεχνική μέθοδο, μόλις μιλούσε για ποιο σπουδαιότερο πράγμα. Για παράδειγμα, μιλούσε πολύ για το φως της βυζαντινής αγιογραφίας, το οποίο αποτελεί μια αναλαμπή του Ακτίστου Φωτός του Θαβώρ, όπως οι βυζαντινοί τεχνίτες το μετέδωσαν. Όλα αυτά ήταν προσανατολισμοί για μένα.
Χάρη στην Όλγα Σιγκιζμούντοβνα έχω καταλάβει ότι στην μορφή εχουν σημασία ακόμα και παραμικρές λεπτομέρειες. Απ’ όταν ξεκίνησα ν’ ασχολούμαι με την εικονογραφία εκείνον τον καιρό, έχουν εκταθεί οι λεγόμενες τεχνικές μέθοδοι του Πάλεχ [1], σύμφωνα με τις οποίες απαραίτητο ήταν να τηρηθεί μια αυστηρή ακολουθία: πρώτα ζωγραφίζονται όρη και αρχιτεκτοινικές, μετά ενδυμασία και τελευταία τα πρόσωπα. Πρώτα βάζουμε την όμπρα, ακολούθως φωτίζουμε με άσπρο... Και από τα βιβλία της κατάλαβα ότι δεν υπάρχει μία και μόνο σωστή μέθοδος, αλλά ότι μπορούμε να ξεκινάμε απ’ ό,τι θέλουμε, ο σκοπός είναι να υπάρχει ακεραιότητα της απεικόνισης. Ακόμα και το φόντο πάνω στην εικόνα, το οποίο το Πάλεχ έχει εξαφανίσει εντελώς, είναι όχι λιγότερο σπουδαίο απ’ οτιδήποτε άλλο. Καμιά φορά, σχεδιάζω μια εικόνα και μου παίρνει μισό χρόνο μόνο για το φόντο, αν αρχικά δεν ήταν χρυσό.
«Κι εγώ ζωγράφιζα άσχημες εικόνες, γι' αυτό κι εγώ έχω κάτι να ομολογώ»
– Πολλές φορές έχω ακούσει από τους αγιογράφους ότι στη σοβιετική εποχή οι συνθήκες που υπήρχαν τότε, είναι διαφορετικές απ’ ό,τι σήμερα. Συμφωνείτε;
– Μάλλον ναι. Κάτι ήταν διαφορετικό τις δεκαετίες του ’70 και του ’80... Αν αποφάσιζε κάποιος ν’ ασχολειθεί με την αγιογραφία, τότε ήταν κατανοητό πως το κάνει κατά το κάλεσμά του. Για παράδειγμα, όταν εγκατέλειψα την κοσμική ζωγραφική, είχα ήδη αποκτήσει καλά χρήματα από αυτή. Με την εικονογράφηση, όμως, δεν ήταν δυνατό να κερδίσουμε πολλά, γι’ αυτό και οι ζωγράφοι τότε βρέθηκαν με κάποιο τρόπο σ’ ένα "αντεγκράουντ".
Όμως στην εποχή μας, αντίθετα, υπάρχουν ήδη πολλοί ναοί, συνεχίζουν να χτίζονται νέοι, οι εκκλησιαστικοί καλλιτέχνες έχουν την ευκαιρία να κερδίσουν χρήματα (και αυτό είναι καλό). Ωστόσο, εδώ γύρω κυκλοφόρησαν παράξενα πρόσωπα, μια μάζα καλλιτεχνών που δεν έχουν καμία σχέση με την αγιογραφία, στους οποίους είναι αδιάφορο τι ζωγραφίζουν, αρκεί να πληρώνονται. Είναι λυπηρή τέτοια κατάσταση και μακάρι να μην υπήρχε ποτέ, όμως δε θα έλεγα ότι ξεπερνά τα όρια.
Γράφει στον Απόστολο: «Τί γάρ; πλὴν παντὶ τρόπῳ, εἴτε προφάσει εἴτε ἀληθείᾳ, Χριστὸς καταγγέλλεται. καὶ ἐν τούτῳ χαίρω, ἀλλὰ καὶ χαρήσομαι» (Φλπ. 1:18). Πρέπει να είμαστε ευμενείς. Το να ζωγραφίζουμε την εικόνα ακόμα και πρόχειρα είναι καλύτερο από το να μην τη ζωγραφίζουμε καθόλου. Δεν είναι καλό, πρωτ' απ' όλα, για τον ίδιο τεχνίτη, όμως, ακόμη και με αυτόν τον τρόπο, η διδασκαλία του Ευαγγελίου λαμβάνει χώρα.
Πάντα κάποιος μπορεί να έρθει προς τον Χριστό, μέσω της επίγνωσης ότι ζωγραφίζει τις ιερές εικόνες, μη δίνοντας, όμως, λογαριασμό στον εαυτό του για ό,τι κάνει, μη καταλαβαίνοντας την ευθύνη δηλαδή. Κι εγώ ζωγράφιζα άσχημες εικόνες, γι' αυτό κι εγώ έχω κάτι να ομολογώ.
«Η εικόνα πάντα είναι μοντέρνα, αφού ο Χριστός είναι ο ίδιος και χθες και σήμερα και αύριο...»
– Σήμερα ακούμε εκ νέου: Πάλι οι καλλιτέχνες κοιτάζουν πίσω, προς το Βυζάντιο, πόσο ν’ αντέξουμε! Τι έχετε να μας πείτε επ’ αυτού;
– Αυτές οι φράσεις μού φαίνονται περίεργες. Το Βυζάντιο είναι σημείο εκκίνησης της εκκλησιαστικής μας ζωής, του πολιτισμού. Ακριβώς εκεί έχει βρεθεί η πιο κατάλληλη γλώσσα για το οπτικό διήγημα για τον Χριστό, για το Υπερώο. Η ουσία αυτής της γλώσσας δεν αλλάζει πλέον, απλώς στο θεμέλιο αυτό δημιουργούνται νέα έργα, που αντιστοιχούν στην εποχή τους. Γενικά, η εικόνα πάντα είναι μοντέρνα, αφού ο Χριστός είναι ίδιος και χθες και σήμερα και αύριο... Ο Αντρέι Ρουμπλιόφ φιλοτεχνούσε τα έργα του στη γλώσσα που πήρε από το Βυζάντιο, όμως αντανακλούσε την εποχή του και ως αποτέλεσμα έχουμε αριστουργήματα. Αν άρχιζε κάπως τις αναζητήσεις του στην καλλιτεχνία, προσπαθώντας ν’ "αποφύγει το Βυζάντιο" (μιλάω θεωρητικά, βεβαίως), δεν θα είχαμε πλέον κανέναν Ρουμπλιόφ.
Στην εποχή μας, όταν μερικοί ειδικοί προσπαθούν να πετύχουν να υπάρχει κάτι "μη Βυζαντινό", τίποτα καλό δεν προκύπτει.
«Στην εποχή μας, όταν μερικοί ειδικοί προσπαθούν να πετύχουν να υπάρχει κάτι "μη Βυζαντινό", τίποτα καλό δεν προκύπτει»
– Ως προς το ύφος, ποια εποχή της εικονογραφίας σάς ενέπνεε ιδιαίτερα, στην πορεία προς το προσωπικό σας στυλ;
– Πήρα κάτι διαφορετικό από διάφορές εποχές. Πρωτάρχισα με τις παλαιορωσικές εικόνες, μετά, αφού γνώρισα ακριβώς τα βιβλία της Ποπόβα, το ίδιο το Βυζάντιο. Αρχικά με την περίοδο των Παλαιολόγων, ύστερα βυθίστηκα στην εποχή της Μακεδονικής Αναγέννησης και αργότερα της Κομνήνειας περιόδου. Τώρα θεωρώ ότι ακολουθώ τον Μεταβυζαντινό ρυθμό. Για παράδειγμα, η τεχνοτροπία μου είναι παραπλήσια με το έργο του Θεοφάνη του Κρητικού. Να σημειώσω ότι δεν «ανοικοδομούμε» την παλαιά εικονογραφία, αλλά προσπαθούμε να την προσαρμόσουμε στο σήμερα, ακολουθώντας τις παραδόσεις. Έτσι που τελικά γίνεται ένα Μεσοβυζαντινό στυλ της Μόσχας. Όλες αυτές οι υφολογικές αναζητήσεις έχουν έναν σκοπό: Μεσώ της τέχνης, να μιλήσουμε για τον Χριστό, στους ανθρώπους που παρίστανται στον ναό.
– Γενικά, ποιο είναι το «γίγνεσθαι» στη σημερινή τέχνη της εικονογράφησης της Ρωσίας;
– Μια κοινή εικόνα θα είναι καταφανής για τις μέλλουσες γενεές σε περίπου εκατό χρόνια. Προς το παρόν, αυτό δεν είναι κατανοητό από μέσα. Άλλωστε, υπάρχουν και σήμερα πολλά πράγματα, που μου προκαλούν ενθουσιασμό. Μερικά πράγματα με τρομάζουν, όπως το project "После иконы". Μόλις τώρα, στον ναό του Βόλγκογκραντ ο Αλεξέι Βρόνσκι εικονογράφησε το: "Ανάστασις το Χριστού. Κάθοδος στον Άδη". Έγινε θαυμάσια! Πήρε την εικονογραφία από τον Διονύσιο και την παραδοσιακή τεχνική ανάλογου περιεχομένου και ως αποτέλεσμα έχουμε ένα βαθύ κατά το νόημα και λακωνικό κατά το περιεχόμενο, θεολογικά και καλλιτεχνικά, καλομελετημένο έργο.
– Ποια η στάση σας ως προς το γεγονός ότι η σύγχρονη εκκλησιαστική τέχνη είναι ανομοιόμορφη; Εννοώ ότι υπάρχουν πολλές ομάδες καλλιτεχνών, οι οποίες διαφωνούν μεταξύ τους;
– Αυτό είναι καλό. Διαφορετικές γνώμες πάντα υπήρχαν στην Ιστορία, είναι κάτι το φυσιολογικό. Βασική προϋπόθεση είναι να μη θέτουμε τη δική μας γνώμη υπερπάνω της Εκκλησίας, της εμπειρίας των Αγίων Πατέρων.
– Όταν πρόκειται να ζωγραφίσετε την εικόνα ενός Αγίου, για τον οποίο δεν ξέρετε πολλά ή του οποίου η εικονογραφία δεν έχει αναπτυχθεί πλήρως (πρόκειται κυρίως για τους νεομάρτηρες), πώς σχεδιάζετε τη δουλειά;
– Πρώτα απ' όλα μελετώ τον βίο του, διαβάζω σίγουρα όσα μπορώ να βρω: Τις αναμνήσεις του, τις επιστολές του και τα λοιπά. Πολλές φορές έχουν σωθεί φωτογραφίες των νεομαρτύρων, τις κοιτάζω προσεκτικά. Όλα αυτά τα συλλογίζομαι, για να περάσω αργότερα τη γνώση – και μάλιστα την οπτική γνώση – γι’ αυτόν τον Άγιο από την παραδοσιακή γλώσσα της εικονογραφίας. Πραγματικά μας κοιτάζουν από τις φωτογραφίες τα πρόσωπα, έστω και των Αγίων, όμως «εκ του κόσμου τούτου», ενώ πάνω στις εικόνες είναι πια μαζί με τον Κύριο, στο Υπερώο...
Στην αρχή της πορείας μου, περίπου το 1978, γνώρισα τον Αρχιμανδρίτη Γεννάδιο (αργότερα Σχη – αρχιμανδρίτης Γρηγόριος [Νταβίντοφ]), τον πνευματικό πατέρα του Αρχιμανδρίτη Σεραφείμ (Τιάποτσκιν)) και του είπα ότι δοκιμάζω ν’ ασχοληθώ με την αγιογραφία.
Μου απαντά: "Αν κάποιος, για παράδειγμα ένας χρηματοδότης, σου λέει ότι δεν ομοιάζει ο Άγιος της εικόνας σου, μην ανησυχείς. Έχει σημασία να φροντίζεις πάντα να μοιάζει αυτός με τον Αδάμ, για να μην υπάρχει ψευτιά ούτε στο πρόσωπο ούτε στο κορμί. Όμως να πεις σε όσους δεν τον θεωρούν να ταιριάζει: «Είναι πλέον στον Παράδεισο, εννοείτε αυτό όταν τον κοιτάζετε! Δεν έχει σάρκα πιά!»
– Ποιος σας βοηθούσε, επιπλέον, στην πορεία προς την αγιογραφία;
– Ο πνευματικός πατέρας μου. Αν και είναι αρκετά μακρυά από την καλλιτεχνία, δηλαδή δεν εμβάθυνε συνήθως σε περιπλοκές της αγιογράφησης, όμως με υποστήριζε πάντα. Αν είχα κάποιες δυσκολίες, απορίες, μου έλεγε: "Προσευχήσου κι εγώ θα προσεύχομαι και να μας μαθαίνει ο Κύριος". Χάρη στην πίστη του, ξαφνικά, μου φωτιζόταν κάτι στο κεφάλι, σαν κάποιος να μου έδεινε επαγγελματική συμβουλή. Την υποστήριξη της προσευχής του την ένιωσα κυριολεκτικά στο πετσί μου.
– Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 είχατε αντιμετωπίσει δυσκολίες, όταν οι αρχές σας εμπόδιζαν να ζωγραφίσετε ναούς;
– Τη δεκαετία του ’80 δουλέψαμε στην Ουκρανία. Κι εκεί οι τοπικές χρηματοοικονομικές αρχές κατηγορηματικά δεν μας έδωσαν την άδεια της εικονογράφησης του ναού. Όχι χωρίς εξηγήσεις. Ωστόσο, εμείς δουλεύαμε και όταν έρχονταν επιθεωρητές, κρυβόμασταν στους θάμνους. Παράλληλα, ο παπάς του ναού πρόσφερε κεράσματα στους επιθεωρητές, τους χόρταινε και πότιζε, όλα ηρέμησαν για λίγο και σιγά – σιγά, με αυτόν τον τρόπο, ολοκληρώσαμε τα πάντα.
«Η Εκκλησία είναι όλη η ζωή μου»
– Αν συγκρίνουμε τη σημερινή ζωή της Εκκλησίας με τη σοβιετική εποχή τι σας λείπει και, αντίθετα, τι σας χαροποιεί;
– Η κατάσταση ήταν διαφορετική: Εκείνον τον καιρό μέσα στον ναό δεν υπήρχε χώρος από τον κόσμο. Οι ναοί ήταν λίγοι, κατ' αρχήν. Ήταν πρόβλημα να μπεις σε αυτούς με παιδιά. Ωστόσο, υπήρχε περισσότερη θέρμη, μου φαίνεται. Σήμερα οι ναοί είναι πολλοί, όμως δεν γεμίζουν, η θέρμη έχει μειωθεί. Αλλά δεν παρακολουθώ επίμονα τα νέα. Ο πνευματικός μου έλεγε πολλές φορές: "Τον εαυτό σου να προσέχεις. Αυτό είναι το σπουδαιότερο". Και ο πατήρ Παύλος έχει υποφέρει τόσο πολλά: Και στη φυλακή βρισκόταν και τον έδιωχναν από τη Λαύρα πολλές φορές...
– Στη σοβιετική εποχή οι διανοούμενοι άνθρωποι μπορεί να πήγαιναν στην εκκλησία σε ένδειξη διαμαρτυρίας: Αν η σοβιετική εξουσία απαγορεύει κάτι, αυτό σημαίνει ότι είναι καλό. Η σοβιετική εξουσία δεν υπάρχει πια και μερικοί έφυγαν από την εκκλησία. Εσείς, όμως, έχετε μείνει. Γιατί;
– Ναι, το θυμάμαι. Όμως είχα έρθει στην Εκκλησία όχι για λόγους εναντίωσης, αλλά γιατί βρήκα εκεί κάτι που είναι το ίδιο ανά πάσα στιγμή, υπό οποιαδήποτε εξουσία. Έτσι, αυτό το ερώτημα για μένα μπορεί να τεθεί ως "γιατί ζείτε"; Η Εκκλησία είναι όλη η ζωή μου. Δεν είναι θέμα πολιτικής, αλλά σωτηρίας – είναι άλλες κατηγορίες του βάθους και του νοήματος της ζωής μας.
1 σχόλιο:
Ο Θεός να φωτίζει
ανθρώπους
έντιμους
όπως ο Αλεξάντρ!
Έχουμε ανάγκη από
την καθάρια σκέψη τους...!
Δημοσίευση σχολίου