Ιερομόναχος Ιγνάτιος (Σεστακόβ)
Η Αγιοκατάταξη του Μητροπολίτου Ζάγκρεμπ Δοσιθέου (Βάσιτς) έγινε τον Μάιο του 2000, από την Αγία και Ιερά Σύνοδο της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, μαζί με άλλους Σέρβους νεομάρτυρες, που δολοφονήθηκαν στα μέσα του 20ού αιώνα από τους Κροάτες «Ούστασι» και τους κομμουνιστές. Τα πάθη της Σερβικής Εκκλησίας συγκρίνονται στην κλίμακα και τη σκληρότητά τους με αυτά που υπέφερε η Ρωσική Εκκλησία τον περασμένο αιώνα, αλλά, δυστυχώς, οι πληροφορίες σχετικά με τον μαρτυρικό θάνατο και τη ζωή των Σέρβων νεομαρτύρων είναι ελάχιστες.
Μετά την ήττα της Γιουγκοσλαβίας τον Απρίλιο του 1941, στο Ζάγκρεμπ ιδρύθηκε το Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας (NDH). Πριν από τον πόλεμο, σε αυτό έδαφος του ζούσαν περίπου 5 εκατομμύρια Καθολικοί, κυρίως Κροάτες, σχεδόν 2 εκατομμύρια Ορθόδοξοι Σέρβοι και περίπου 750 χιλιάδες Μουσουλμάνοι.
Στις 13 Απριλίου 1941, μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στο Ζάγκρεμπ, τα οποία καλωσορίσθηκαν με λουλούδια και χορούς, ακολούθησε ο Άντε Πάβελιτς, ηγέτης των Κροατών φασιστών-Ούστασι. Την επόμενη μέρα τον επισκέφθηκε ο Ρωμαιοκαθολικός αρχιεπίσκοπος Ζάγκρεμπ Αλοΐσιος Στέπινατς, ο οποίος ενέκρινε κι ευλόγησε τον αρχηγό του νέου κράτους. Ταυτόχρονα, οι εφημερίδες δημοσίευσαν κυβερνητικές εντολές, σύμφωνα με τις οποίες ολόκληρος ο Ορθόδοξος σερβικός πληθυσμός υποχρεούτο να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα της Κροατίας εντός 12 ωρών, ενώ προσπάθειες απόκρυψης ορθοδόξων θα είχαν ως συνέπεια άμεση σύλληψη.
Το Πάσχα του 1941, ευλογώντας τον Άντε Πάβελιτς εκ μέρους του Βατικανού, ο αρχιεπίσκοπος Ζάγκρεμπ Στέπινατς είπε: «Σας συγχαίρω θερμά για τη θέση του αρχηγού του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας, προσευχόμαστε στον Ουράνιο Θεό να μεταδώσει την ευλογία Του σ’ εσάς, τον ηγέτη του λαού μας».
Ο Πάβελιτς, για τον οποίο η υποστήριξη από το Βατικανό ήταν εξαιρετικά σημαντική, έφτασε στη Ρώμη στις 18 Μαΐου 1941, με αντιπροσωπεία των Ούστασι, για να παραδώσει, με την ευλογία του Βατικανού, το στέμμα της Κροατίας στον Τόμισλαβ Β΄. Ο Πάπας Πίος ΙΒ΄ συναντήθηκε με την κυβερνητική αντιπροσωπεία και είχε μακρά συνομιλία με τον Πάβελιτς, ο οποίος ύστερα συναντήθηκε με τον Μπενίτο Μουσολίνι.
Από τις πρώτες μέρες ύπαρξης του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας, στη χώρα ξεκίνησαν ξυλοδαρμοί, συλλήψεις, εκδιώξεις του σερβικού πληθυσμού από τις πόλεις και η απέλαση τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Με την άφιξη του Πάβελιτς στο Ζάγκρεμπ, η τρομοκρατία εναντίον των Σέρβων απέκτησε «νόμιμα» θεμέλια. Τη δωδέκατη ημέρα από την άφιξή του στο Ζάγκρεμπ, ο Πάβελιτς εξέδωσε εντολή απαγόρευσης του κυριλλικού αλφαβήτου. Στις 3 Ιουνίου 1941 έκλεισαν όλα τα σερβικά σχολεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα και ορφανοτροφεία. Οι Ορθόδοξοι Σέρβοι στο Ζάγκρεμπ και σε άλλες πόλεις διατάχθηκαν να φορούν περιβραχιόνιο, με γραμμένο σε λατινικό αλφάβητο το γράμμα «Ρ». Τα τοπωνύμια που περιείχαν τη λέξη «Σερβικό» αντικαταστάθηκαν με τη λέξη «Κροατικό». Όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία της Σερβικής Εκκλησίας στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι κατασχέθηκε υπέρ του κράτους. Στις 18 Ιουνίου 1941 εκδόθηκε διάταγμα, το οποίο δήλωνε ότι η ονομασία «Σερβική-Ορθόδοξη πίστη» δεν είναι σύμφωνη με τη νέα κρατική δομή και ότι στο μέλλον θα ονομάζεται «Ελληνο-Ανατολική πίστη». Αυτά και άλλα, ακόμη πιο βάναυσα, μέτρα λήφθηκαν εναντίον του σερβικού λαού από τους ηγέτες και τους πολιτικούς Ούστασι. Ένας από τους τελευταίους, ο Μίλε Μπούντακ, δήλωσε ανοιχτά στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση του Γκόσπιτς ότι το ένα τρίτο των Σέρβων πρέπει να εξαλειφθεί, το ένα τρίτο πρέπει να εκδιωχθεί από το Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας και ότι το ένα τρίτο πρέπει ν’ ασπαστεί τον Καθολικισμό, ν’ αφομοιωθεί, δηλαδή, με τους Κροάτες.
«Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία», γράφει ο Επίσκοπος Αθανάσιος (Γιέβτιτς), «όπως και ολόκληρος ο σερβικός λαός, εκείνες τις μέρες βρέθηκε εκτός νόμου. Ο μόνος νόμος που ίσχυε γι’ αυτούς ήταν ο νόμος της πλήρους εξόντωσης». Οι υποστηρικτές και οι δημιουργοί της ιδεολογίας των Ούστασι γνώριζαν πολύ καλά τη σημασία που έχει η Ορθόδοξη Εκκλησία για τον σερβικό λαό. Ο περίφημος Σέρβος συγγραφέας Μάρκο Μάρκοβιτς ορθώς ισχυρίζεται ότι τίποτα «δεν θα μπορούσε ν’ αλλάξει τις πεποιθήσεις των Ούστασι ότι η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι το πρώτο που πρέπει να ξεριζωθεί και να εξαλειφθεί από το έδαφος της Κροατίας του Πάβελιτς».
Μεταξύ των πρώτων θυμάτων των Ούστασι ήταν ο Μητροπολίτης Ζάγκρεμπ Δοσίθεος (Βάσιτς), ο οποίος ήταν ένας από τους πιο γνωστούς και σεβαστούς επισκόπους της Σερβικής Εκκλησίας. Ο Μητρ. Δοσίθεος ήταν ο πρώτος Ορθόδοξος Μητροπολίτης του Ζάγκρεμπ. Ανέλαβε τη Μητρόπολη το 1932, ήδη με μεγάλη πείρα αρχιερατικής λειτουργίας.
Ο Μητροπολίτης Δοσίθεος ήταν ένας από τους πιο μορφωμένους Σέρβους ιεράρχες. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βελιγράδι. Ύστερα από την αποφοίτησή του από την ιερατική σχολή, το 1900, απεστάλη ως υπότροφος του κληροδοτήματος του Μητροπολίτη Μιχαήλ για σπουδές στη Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου. Το 1904, ως ιεροδιάκονος, αποφοίτησε από την ακαδημία κι έλαβε τον τίτλο του Διδάκτορα Θεολογίας. Αργότερα, ο μελλοντικός επίσκοπος πήγε στη Γερμανία για δύο χρόνια, όπου σπούδασε Θεολογία και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Στη συνέχεια μετακόμισε στη Λειψία, όπου συνέχισε τις φιλοσοφικές του σπουδές. Το 1907 επέστρεψε στην πατρίδα του και άρχισε να διδάσκει στην Ιερατική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι. Το 1909, έχοντας λάβει υποτροφία από το Υπουργείο Παιδείας, ο πατήρ Δοσίθεος πηγαίνει στη Γαλλία, για να συνεχίσει τις σπουδές του. Σπούδασε Φιλοσοφία και Κοινωνικές Επιστήμες στη Σορβόνη και στην Ανώτατη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών. Στα τέλη του 1910 μετακόμισε στην Ελβετία, όπου το φθινόπωρο του 1912 τον βρήκε η αρχή του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Ο Ιερομόναχος Δοσίθεος επιστρέφει στην πατρίδα του και κάνει όλα όσα είναι στις δυνάμεις του, για να βοηθήσει στον σκοπό της απελευθέρωσης και ενοποίησης του σερβικού λαού.
Τον Μάιο του 1913 η Ιερά Σύνοδος τον εξέλεξε Επίσκοπο της Νις. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο νεαρός επίσκοπος παρείχε πνευματική υποστήριξη στους στρατιώτες. Στην αρχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Επίσκοπος Δοσίθεος εργάστηκε σκληρά, βοηθώντας πρόσφυγες και ορφανά. Μετά την υποχώρηση του σερβικού στρατού δεν εγκατέλειψε την οικία του. Αμέσως μετά την κατάληψη της Νις, φυλακίστηκε από τις βουλγαρικές κατοχικές αρχές. Ο Επίσκοπος Νις κατάφερε να επιστρέψει στην έδρα του το 1918. Η αιχμαλωσία κλόνισε σοβαρά την υγεία του. Με την επιστροφή από την αιχμαλωσία ιδρύει ορφανοτροφεία, κέντρα νεότητας και φιλανθρωπικές εταιρείες. Σ’ ένα από τα μοναστήρια της επισκοπής, ο Επίσκοπος Δοσίθεος ίδρυσε ορφανοτροφείο για τυφλά παιδιά. Xάρη στις ακαταπόνητες προσπάθειές του, ανεγέρθηκαν πολλά μνημεία σε Σέρβους εθνικούς ήρωες, που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία της πατρίδας.
Μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ιδρύθηκε το νέο κράτος της Γιουγκοσλαβίας. Δημιουργήθηκαν, συνεπώς, ευνοϊκές συνθήκες για την επανένωση των σερβικών Επισκοπών και Μητροπόλεων σε μια ενιαία Εκκλησία. Εκείνην την περίοδο, ο Επίσκοπος Δοσίθεος συμμετείχε σε διαπραγματεύσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την αποκατάσταση της Πατριαρχίας στη Σερβική Εκκλησία. Οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν μ’ επιτυχία και στις 12 Σεπτεμβρίου 1920, στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι, διακηρύχθηκε επίσημα η επανένωση της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και η αποκατάσταση του Πατριαρχείου.
Την 1η Δεκεμβρίου 1920, κατόπιν πολυάριθμων παρακλήσεων των Καρπαθιο-Ρουθηνών, Τσέχων και Σλοβάκων, η Ιερά Σύνοδος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αποφάσισε να στείλει τον Επίσκοπο Δοσίθεο στην Τσεχοσλοβακία. Στις 21 Αυγούστου 1920 ο Επίσκοπος Δοσίθεος έφτασε στη Ρουθηνία των Καρπαθίων, όπου επισκέφθηκε το χωριό Ιζού, το ορθόδοξο κέντρο της περιοχής. Εκεί διοργανώθηκε επίσημη υποδοχή προς τιμήν του. Στη συνέχεια, ο Επίσκοπος Δοσίθεος επισκέφτηκε διάφορα χωριά, στα οποία τελέσθηκε Θεία Λειτουργία. Κατά την επίσκεψή του στο Βελίκιε Λούτσκι, ο Επ. Δοσίθεος επανένωσε με την Ορθόδοξη Εκκλησία τρεις Ουνίτες δασκάλους. Τον Αύγουστο του 1920, υπό την προεδρία του Σεβασμιότατου Δοσιθέου, πραγματοποιήθηκε συνάντηση, στην οποία εκπρόσωποι από 60 ορθόδοξα χωριά συζήτησαν για οργανωτικά ζητήματα κύριας προτεραιότητας για την Εκκλησία της Ρουθηνίας των Καρπαθίων. Στις αποφάσεις της συνεδρίασης αναφέρεται ότι οι εκπρόσωποι «ζητούν από τον Σεβασμιότατο Δοσίθεο να μη στερήσει την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουθηνίας των Καρπαθίων από τη φροντίδα του και παραδίδουν στα χέρια του τη διαχείριση αυτής της Εκκλησίας, μέχρι την τελική κανονική λύση του ζητήματος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρουθηνίας των Καρπαθίων». Ακόμα, διαμορφώθηκε το Εκκλησιαστικό Τυπικό της νέας Εκκλησίας. Για την έγκρισή του από τις κεντρικές εκκλησιαστικές αρχές ο Επίσκοπος Δοσίθεος πήγε στην Πράγα, όπου, στις 28-29 Αυγούστου 1921, λάμβανε χώρα η Δεύτερη Σύνοδος της Τσεχοσλοβακικής Εκκλησίας.
Με το πέρας της Συνόδου, ο Επ. Δοσίθεος φεύγει για τη Σερβία και συμμετέχει στην Ιερά Σύνοδο, στην οποία κατέθεσε εισήγηση σχετικά με την κατάσταση της Ορθοδοξίας στην Τσεχοσλοβακία και τη Ρουθηνία των Καρπαθίων.
Χάρη στον Επ. Δοσίθεο αποκαταστάθηκε και οργανώθηκε η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Τσεχοσλοβακία. Το 1932 διορίστηκε στη νεοσύστατη έδρα του Ζάγκρεμπ. Ωστόσο, ο Επ. Δοσίθεος δεν ξεχνά το ποίμνιό του στην Τσεχοσλοβακία. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1935, στην εορτή του Αγίου Βεντσεσλάβου της Βοημίας, ο Μητροπολίτης Δοσίθεος συμμετείχε στον αγιασμό του Καθεδρικού Ναού των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου στην Πράγα. Το 1939 ξαναεπισκέφθηκε την Τσεχοσλοβακία και συμμετείχε σε αγιασμό ναού στην πόλη Όλομουτς.
Κατάθεση Θεμελίου Λίθου της Ιεράς Μονής Αγ. Παρασκευής στο Ζάγκρεμπ, 1938. Στην πρωτεύουσα της Κροατίας, όπου οι Ορθόδοξοι Σέρβοι ήταν μειονότητα, ο Μητρ. Δοσίθεος αντιμετώπισε εκδηλώσεις εθνικού και θρησκευτικού ρατσισμού πολύ γρήγορα. Γράφει ο Ρουθήνιος πολιτικός και θρησκευτική προσωπικότητα Αλεξέι Γέροβσκι επ’ αυτού: «Ο διορισμός του Δοσιθέου στο Ζάγκρεμπ προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στους Ρωμαιοκαθολικούς. Το όνομά του ήταν ήδη στη μαύρη λίστα, επειδή "με την προπαγάνδα του έστρεψε τους Ρουθήνιους στην Ορθοδοξία", όπως μπορεί να διαβάσει κάνεις στους πρόσθετους τόμους της επίσημης «Καθολικής Εγκυκλοπαίδειας», που δημοσιεύτηκε από τον Καρδινάλιο Σπέλμαν στη Νέα Υόρκη. Όταν, λίγα χρόνια πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Επίσκοπος Δοσίθεος μου είπε ότι είχε διοριστεί Μητροπολίτης στο Ζάγκρεμπ, τον παρακάλεσα να μη δεχθεί, αφού δεν είχε πάει ποτέ εκεί και δεν ήταν εξοικειωμένος με τον θρησκευτικό φανατισμό των Κροατών στο Ζάγκρεμπ. Παρεμπιπτόντως, του έστρεψα την προσοχή στον Στέπινατς, ήδη περίφημο για τη θρησκευτική μισαλλοδοξία του, και τον προειδοποίησα ότι θα είχε πολλά προβλήματα εκεί. "Ο Στέπινατς, αναθρεμμένος επί επτά χρόνια σε κολέγιο Ιησουιτών στη Ρώμη", είπα στον Επίσκοπο, "θα αισθανθεί προσβεβλημένος, εάν Ορθόδοξος μητροπολίτης έρθει στην πρωτεύουσά του". Του πρότεινα να πείσει τα μέλη της Συνόδου να στείλουν στο Ζάγκρεμπ έναν επίσκοπο που γεννήθηκε πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ανατράφηκε στην Αυστροουγγαρία και είναι ήδη εξοικειωμένος με τύπους όπως ο Στέπινατς. Ο Σεβασμιότατος, όμως, μου είπε ότι είναι καθήκον του να υπακούει στη βούληση του Πατριάρχη και πήγε στο Ζάγκρεμπ.
Όταν, λίγους μήνες αργότερα, τον συνάντησα στο Βελιγράδι, μου είπε ότι είχα δίκιο. Συχνά τον περιγελούσαν στον δρόμο. Τις νύχτες τού έσπαγαν τα παράθυρα. Οι πέτρες πετύχαιναν ακόμη και την κρεβατοκάμαρά του. Τον ρώτησα αν απευθύνθηκε ποτέ στην αστυνομία. Μου απάντησε ότι δεν αρμόζει σ’ έναν Μητροπολίτη να καλεί την αστυνομία. Όταν του είπα ότι σε αυτήν την περίπτωση οι εχθροί του θα πιστέψουν ότι τους φοβάται και θα πάρουν περισσότερο αέρα, ο Σεβασμιότατος μου απάντησε: "Όχι, ξέρουν ότι δεν τους φοβάμαι. Όταν με βρίζουν ή με φτύνουν, απλά σηκώνω τα χέρια μου και τους ευλογώ με το σημείο του Σταυρού"».
Όμως, ακόμη και στο Ζάγκρεμπ, ο Μητροπολίτης Δοσίθεος παρέμεινε δραστήριος. Μεταξύ άλλων, ίδρυσε την Ιερά Μονή Αγ. Παρασκευής.
Αμέσως μετά την ίδρυση του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας, ο Μητροπολίτης Δοσίθεος συνελήφθη από τους Ούστασι. Την ημέρα της σύλληψής του ήταν άρρωστος και βρισκόταν στο κρεβάτι. Τον τράβηξαν έξω ημίγυμνο. Πλήθος Ρωμαιοκαθολικών βρίσκονταν μπροστά από την οικία του. Ενώ περνούσαν από τους δρόμους του Ζάγκρεμπ, το πλήθος τον περιέπαιζε και τον χτυπούσε. Όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, είχε απώλεια συνείδησης.
Ο τάφος του Μητροπολίτη Δοσιθέου στην Ιερά Μονή Εισοδίων της Θεοτόκου Βελιγραδίου
Ο Μητροπολίτης Δοσίθεος νοσηλευόταν στο νοσοκομείο των Ρωμαιοκαθολικών «Αδελφών του Ελέους», το οποίο γι’ αυτόν δεν ήταν νοσοκομείο, αλλά πραγματική φυλακή. Οι καλόγριες, αντί να τον θεραπεύσουν, τον κακοποιούσαν. Τον μαστίγωναν σχεδόν κάθε μέρα, η γενειάδα του ήταν τελείως μαδημένη. Μετά από λίγο καιρό, μεταφέρθηκε σε σοβαρή κατάσταση στο Βελιγράδι. Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός γιατρού φυλακών στο Βελιγράδι, κάποια στιγμή δύο ένστολοι στρατιώτες των SS έφεραν έναν κουρελιασμένο άνδρα στο γραφείο του, στη φυλακή, ο οποίος δύσκολα ανέπνεε και δεν είχε τη δυνατότητα να μιλήσει. Όλο το σώμα του ήταν μελανιασμένο και με αιματώματα. Οι Γερμανοί είπαν ότι τον βρήκαν στο Ζάγκρεμπ, στην αστυνομική φυλακή, και, αφού έμαθαν ότι ήταν Σέρβος επίσκοπος, αποφάσισαν να τον μεταφέρουν στο Βελιγράδι.
Ύστερα από απαίτηση της σερβικής κυβέρνησης στο Βελιγράδι, ο Μητροπολίτης Δοσίθεος βγήκε από το νοσοκομείο. Βαριά άρρωστος, έφτασε στο Βελιγράδι και υποβλήθηκε σε θεραπεία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Απεβίωσε στις 14 Ιανουαρίου 1945, συνεπεία των βασανιστηρίων. Ο τάφος του βρίσκεται στην Ιερά Μονή Εισοδίων της Θεοτόκου Βελιγραδίου.
Ιερομόναχος Ιγνάτιος (Σεστακόβ)
Μετάφραση: Βλαδίμηρος Μιχαήλοβιτς
1 σχόλιο:
Ευχαριστούμε!
Δημοσίευση σχολίου