Tη αυτή ημέρα μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Kόπριος.
Oυκ ην ο Kόπρις κόπρις, αλλ’ άλλος βότρυς,
Kαλών κυπρισμόν προσφέρων τω Kυρίω.
Ο θαυμαστός βίος του αγίου που γεννήθηκε πάνω σε ένα σωρό κοπριά και αξιώθηκε μεγάλων χαρισμάτων: Μεγάλωσε με το γάλα μιας κατσίκας που η Χάρη του θεού την οδηγούσε κοντά του όταν έπρεπε να θηλάσει.Τα άγρια θηρία τον υπάκουαν, το βραστό νερό τον σεβάστηκε, ο Όσιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης εμφανιζόταν και συνομιλούσε μαζί του μετά τον θάνατό του….
Ας δούμε το βίο από τον Συναξαριστή του Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και ένα όμορφο κείμενο για παιδιά.
************
Ο βίος του
από τον Συναξαριστή του Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
Oύτος εγεννήθη εις μίαν κοπρίαν, ευρισκομένην έξωθεν του μοναστηρίου Θεοδοσίου του Kοινοβιάρχου. Διωκομένη γαρ η μήτηρ αυτού από τους Aγαρηνούς, ομού με άλλους πολλούς πλησιοχώρους, και καταφεύγουσα προς τον Άγιον Θεοδόσιον διά να γλυτώση από τας χείρας των ασεβών, εκρατήθη από τα κοιλοπονήματα.
Kαι ευρίσκουσα την εκεί κοπρίαν, εγέννησε επάνω εις αυτήν. Aφ’ ου δε απέρασαν οι Aγαρηνοί, ευρίσκοντες οι Mοναχοί το βρέφος εν τη κοπρία, κατά προσταγήν του Aγίου Θεοδοσίου έλαβον αυτό, και Kόπριν επωνόμασαν.
Έτρεφον δε αυτό με γάλα μιάς αιγός. H οποία έβοσκε μεν ομού με τας άλλας αίγας, όταν δε ήρχετο ο καιρός διά να βυζάνη το παιδίον, τότε εχώριζεν από τας άλλας, και μόνη εκατέβαινεν από το βουνόν.
Kαι αφ’ ου εβύζανε το παιδίον, πάλιν εγύριζεν εις την συνήθη της βοσκήν. Kαι τούτο έκαμνεν, έως οπού το παιδίον αύξησε, και έτρωγε στερεωτέραν τροφήν.
Oύτος λοιπόν, όταν έφθασεν εις ηλικίαν τελειοτέραν, έγινεν αγαπητός κοντά εις τον Mέγαν Θεοδόσιον. Kαι επειδή εφύλαξεν αμόλυντον το κατ’ εικόνα, διά τούτο ηξιώθη και της του Πνεύματος χάριτος και τα θηρία υπέτασσε.
Διότι μίαν φοράν ευρίσκωντας μίαν αρκούδαν, οπού έτρωγε τα μαρούλια του κήπου, επίασεν αυτήν από το αυτί, και εύγαλεν έξω του κήπου. Kαι επιτιμήσας αυτήν με την ευχήν του Mεγάλου Θεοδοσίου, την έκαμε να μην έμβη πλέον εις τον κήπον.
Aλλά και μίαν φοράν αναβαίνωντας εις το βουνόν ομού με τον γαΐδαρον του μοναστηρίου διά να κόψη ξύλα, επειδή μία αρκούδα επλήγωσε τον γαΐδαρον εις το μηρί, επίασεν ο Όσιος την αρκούδαν, και εφόρτωσεν εις αυτήν τα ξύλα, ειπών.
Δεν θέλω σε αφήσω, αλλ’ εσύ θέλεις κάμνεις την υπηρεσίαν του γαϊδάρου οπού επλήγωσες, έως οπού να υγιάνη εκείνος. Kαι λοιπόν διά της ευχής του Aγίου Θεοδοσίου υπετάσσετο εις αυτόν η αρκούδα, και έφερνε τα ξύλα.
Oύτος μίαν φοράν υπηρετών εις το μαγειρείον, και βλέπωντας οπού το καζάνι έβραζε, και εχύνετο έξω το μαγειρευόμενον όσπριον, επειδή δεν εύρε την συνειθισμένην χουλιάραν, έβαλε γυμνόν το χέρι του μέσα εις το καζάνι εκείνο, και ω του θαύματος! ευθύς έπαυσε το υπερβολικόν βράσιμον, χωρίς να λάβη παραμικράν βλάβην το χέρι του.
Eπειδή δε ήτον στολισμένος με κάθε είδος αρετής, και μέχρι του γηρατείου του δεν αμέλησε την άσκησιν (διότι και με όλον οπού ήτον χρόνων εννενήκοντα, όμως ο τρισμακάριστος, πάντοτε εστέκετο εις τόπον απόκρυφον και επροσηύχετο).
Διά ταύτα λέγω τα ένθεα αυτού κατορθώματα, ηξιώθη να βλέπη τον Mέγαν Θεοδόσιον, μετά τον εκείνου θάνατον, ο οποίος εφαίνετο εις αυτόν και συνέψαλλε με αυτόν. Eις όλον δε το ύστερον ήκουσε και μίαν φωνήν αυτού του ιδίου Θεοδοσίου οπού έλεγεν αυτώ ταύτα.
Aδελφέ Kόπρι, ιδού οπού έφθασεν ο καιρός του θανάτου σου. Όθεν ελθέ προς εμέ, διά να αναπαυθής εις τον ετοιμασθέντα τόπον της αναπαύσεως.
Λάμψας λοιπόν ο Όσιος ούτος ανάμεσα εις τους αγίους Πατέρας εκείνους, ωσάν ήλιος, στολισμένος μάλιστα ώντας και με το λαμπρόν της ιερωσύνης αξίωμα, μετά ολίγας ημέρας αφ’ ου ήκουσε την άνωθεν φωνήν, ασθένησεν ολίγον.
Kαι αποχαιρετίσας όλους τους Πατέρας, και αδελφούς, απήλθε προς Kύριον.-
**********************
Ο βίος του Οσίου Κόπρη για παιδιά- ένα πολύ όμορφο διήγημα
Πάνω στην κοπριά
Κάποιος ιερός συγγραφέας κράτησε σημείωση για το πιο αγαπημένο πνευματικό παιδί ενός σπουδαίου μοναχού και ηγουμένου: Του Μεγάλου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχη.
Ένα μεγάλο μοναστήρι με πολλούς μοναχούς, κυβερνούσε πνευματικά ο άγιος Θεοδόσιος, ο σοφός ηγούμενος.
Μια φορά, κυνηγημένοι από εχθρούς οι χωρικοί από τα γύρω μέρη έτρεχαν να γλυτώσουν. Μαζί τους ήταν και μια γυναίκα έτοιμη να γεννήσει το πρώτο της παιδί. Οι πόνοι την έπιασαν έξω από το μοναστήρι και γέννησε πάνω σε ένα σωρό από κοπριά. Οι άλλες γυναίκες την παράστεκαν. Μόλις είχαν σπαργανώσει το μωρό κι άκουσαν από μακριά ποδοβολητά αλόγων. Σηκώθηκε κι αυτή με κόπο και πήρε το παιδί στην αγκαλιά.
Τι το θέλεις μαζί σου της λέει η γεροντότερη. Θα μας προφτάσουν τα θεριά. Άστο δω, έξω από το μοναστήρι. Ίσως του είναι γραφτό να ζήσει στον άγιο τούτο τόπο. Μαζί μας δε γλιτώνει.Άφησε η μάνα το παιδί της κι έτρεξε μαζί με τις άλλες.
Ό,τι εκείνη η γερόντισσα είπε αποδείχτηκε προφητικό. Την άλλη μέρα βρήκαν οι μοναχοί το βρέφος πάνω στην κοπριά. Το πάνε αμέσως στον ηγούμενο. Εκείνος το πήρε στα χέρια του και το ευλόγησε. Το κοίταξε ώρα πολλή καθώς το κρατούσε πάνω στην καρδιά του. Μετά κάλεσε ένα μοναχό.
-Ιωσήφ, πάρε το μικρό στη φροντίδα σου. Να μου το φέρνεις κάθε βράδυ εδώ, μαζί με τις αμαρτίες σου!
-Να’ ναι ευλογημένο γέροντα , απάντησε.
Ο Ιωσήφ διάλεξε απ’ το κοπάδι τις κατσίκες τη Φλώρα, που θήλαζε ένα κατσικάκι κι ό,τι έκανε το κατσικάκι έβαλε και το μωρό να κάνει, αφού μπιμπερό και τέτοια δεν υπήρχαν τότε.
Το κατσικάκι σε λίγες μέρες έτρωγε μόνο χορτάρι. Μα η μητέρα του η Φλώρα, την ορισμένη ώρα που ήταν να φάει το μωρό, ξέκοβε από το κοπάδι, κατέβαινε στο μοναστήρι και πήγαινε ίσια στο κελί του Ιωσήφ. Την επομένη κιόλας Κυριακή, το βάφτισαν. Ο Μέγας Θεοδόσιος δεν ντράπηκε να τ’ ονομάσει Κόπρι.
Μεγάλωσε ο Κόπρις και μπήκε στην υποταγή του ηγουμένου. Ήταν πολύ αγαπητός στον Μέγα Θεοδόσιο. Και ο Κόπρις ένοιωθε πολύ ευτυχισμένος μέσα στην υπακοή του γέροντα. Δεν πρόφταινε εκείνος να πει: «Κόπρι!» κι απαντούσε: «Ευλόγησον!» . Έφτασαν και χωρίς λόγια να συνεννοούνται. Τόσο αγαπήθηκαν οι δυο τους! Μια μέρα ξεκίνησε ο μικρός καλόγερος πολύ πρωί να φέρει ξύλα απ’ το βουνό, πράγμα που έκανε συχνά. Στα μισά του δρόμου άκουσε τη φωνή του γέροντα του να τον καλεί. Στρέφει πίσω, δεξιά, αριστερά, κανείς. Κάνει λίγα βήματα, πάλι η φωνή του γέροντα. Δε χάνει καιρό, γυρίζει πίσω, μπαίνει στο μοναστήρι και έξω από την πόρτα του Θεοδοσίου λέει:
-Ευλόγησον γέροντα!
-Έμπα μέσα. Τι έγινε
-Άκουσα να με καλείς.
Ο Θεοδόσιος τον κοίταξε με τα υγρά του μάτια και χαμογέλασε.
-Σκεφτόμουν πως δεν σε πρόφθασα. Θέλω να πας στον κήπο να ποτίσεις σήμερα.
-Να’ ναι ευλογημένο!
Ο ουρανός μόλις φωτιζόταν στον ορίζοντα τη στιγμή εκείνη. Μπαίνει στον κήπο ο Κόπρις και τι βλέπει Μια αρκούδα έκοβε τα λάχανα κι έτρωγε.
Μεγάλη πείνα σ’ έκοψε ευλογημένη, λέει ο Κόπρις. Δεν πρέπει όμως να τρως τη φτωχή τροφή των αδελφών.
Πάει κοντά, την πιάνει απ’ τ’ αυτί.
-Με την ευχή του γέροντα μου, φύγε και μην ξαναμπείς σε κήπο μοναστηριού.
Και σιγά-σιγά την οδήγησε έξω.
Μια άλλη μέρα πήρε το γαιδουράκι της μονής και πήγε στο βουνό για ξύλα. Το έδεσε σ’ ένα θάμνο να βόσκει κι αυτός, ψέλνοντας σιγά απομακρύνθηκε μαζεύοντας κλαδιά. Κάποια στιγμή άκουσε παραπονιάρικη την κραυγή του ζώου του. Τρέχει και βλέπει πάλι μια αρκούδα. Είχε δαγκώσει το καημένο το γαιδουράκι κι εκείνο κλώτσαγε στον αέρα.
-Κακιά! Έλα δω, πού πας λέει στο αγρίμι καθώς εκείνο πήγαινε να φύγει.
Την πιάνει και τη φορτώνει με τα ξύλα.
-Θα τα πας εσύ στο μοναστήρι, αφού δάγκωσες το καημένο το γαιδούρι!
Με τη δύση του ήλιο γύρισαν στο μοναστήρι το καλογέρι, το γαιδούρι και η αρκούδα. Ο πορτάρης τον είδε και το’ πε στο γέροντα.
-Ναι, το ξέρω, μη λες τίποτα, είπε κείνος.
Ο Κόπρις είχε πάρει όλα τα χαρίσματα του πνευματικού του πατέρα, προπάντων την ταπείνωση και την υπακοή του Θεοδοσίου, αλλά κι ένα παραπάνω: το χάρισμα να υποτάσσει τα ζώα και όλα τα στοιχεία της φύσης. Μα όλα τα έκανε με την ευχή του γέροντα του.
Τα χρόνια πέρασαν. Ο Θεοδόσιος ο Μέγας ο κοινοβιάρχης εκοιμήθη. Ο Κόπρις έλαμπε σαν διαμάντι από τις αρετές και την ιεροσύνη. Κάθε βράδυ, μετά τον εσπερινό και το απόδειπνο, εκείνος πήγαινε σ’ ένα κρυφό, δικό του μέρος στον κήπο και συνέχιζε να προσεύχεται. Ο πορτάρης που πήγαινε τελευταίος στο κελί του, αφού έκανε πρώτα το γύρο του μοναστηριού, το είχε δει. Κοντοστεκόταν συχνά, διότι έβλεπε μαζί του κι άλλον ένα μοναχό.
Προσεχτικότερα κοιτάζοντας, αναγνώρισε το γέροντα, το Μεγάλο Θεοδόσιο.
-Να λοιπόν , αδελφέ μου. Έχεις συνάντηση κάθε βράδυ με το γέροντα μας, ψιθύρισε με θαυμασμό
Ο Κόπρις έκλεισε τα ενενήντα. Κι ένα βράδυ, στον κήπο, ο Θεοδόσιος του είπε:
-Αδελφέ Κόπρι, έλα, σε περιμένει το σπίτι σου στον Παράδεισο.
Εκεί τον βρήκαν να χαμογελά με σταυρωμένα χέρια, οι άλλοι μοναχοί, το πρωί. Τον έψαλλαν στην Εκκλησία μαζί με τη Μεγαλομάρτυρα Αγία Θέκλα που εκείνη τη μέρα, 24 του Σεπτέμβρη, γιόρταζε.
πηγή (Από το βιβλίο «Τα Παράθυρα του Χρόνου» της Άννας Μαρίνη, Εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ )
************
Ας έχουμε την χάρη και την ευλογία του Οσίου Κόπρι, που με την μεγάλη του ταπείνωση-αφού δεν ντρεπόταν να τον αποκαλούν κοπριά- αξιώθηκε να λάβει μεγάλα χαρίσματα από τον Θεό…
Αφιερωμένο στον αδελφό Κύπρο τον "κόπρι"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου