Ο μακαριστός Πατριάρχης Σερβίας Παύλος
Ξέροντας τι αγάπη και τι σεβασμό τρέφουν πολλοί πιστοί άνθρωποι σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο προς τον μακαριστό Πατριάρχη της Σερβίας Παύλο, παρουσιάζουμε τις αναμνήσεις γι’ αυτόν τον φωτεινό άνθρωπο, τις οποίες έχει κρατήσει ο σύγχρονός του, συνομιλητής και συμπροσευχητής, ο Αρχιμανδρίτης Γιόβαν Ραντοσαβλέβιτς. Στα εφηβικά τους χρόνια, που συνέπεσαν με τον πόλεμο, ο π. Γιόβαν γνώρισε τον Γκόικο Στόικοβιτς -όνομα του μέλλοντος Πατριάρχη- σ’ ένα από τα σέρβικα μοναστήρια. Από εκείνα τα χρόνια έγιναν πολύ στενοί φίλοι. Τα επεισόδια από τη ζωή του Πατριάρχη Παύλου, που μας αναφέρει ο π. Γιόβαν, είναι λυπητερά και επικίνδυνα, χαρούμενα και αστεία και όλα αυτά αποδεικνύουν την ηρεμία, την εμπιστοσύνη και την αγάπη προς τον Χριστό και τους ανθρώπους, πράγματα τα οποία βοήθησαν όχι μόνο τον ίδιο τον ασκητή και τους συγχρόνους του, αλλά και πολλούς μεταγενέστερούς του.
Η πρώτη γνωριμία με τον Γκόικο, μέλλοντα Πατριάρχη. Πόλεμος
Οι παρτιζάνοι, οπαδοί της κομμουνιστικής ιδεολογίας, έθεσαν ως
κύριο στόχο τους να κατακτήσουν την εξουσία με κάθε τρόπο, ανεξάρτητα
από τα θύματα, ούτε τα δικά τους, ούτε από το σέρβικο λαό. Ενώ οι
Τσέτνικ[1],
υπό την ηγεσία του στρατηγού Ντράζα Μιχαήλοβιτς, προσπαθούσαν να
διεξάγουν έναν απελευθερωτικό πόλεμο στο μέτωπο, χωρίς να θέτουν
σε κίνδυνο τον λαό, οι παρτιζάνοι είχαν μια διαφορετική τακτική.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Σέρβοι, οι πολίτες του Κοσσυφοπεδίου και
των Μετοχίων, όπως και σε όλη τη χώρα, πρώτον, έγιναν θύματα των
κατακτητών και, δέυτερον, όταν οι κομμουνιστές ήρθαν στην εξουσία,
έγιναν «προδότες, που δεν πολεμούσαν μαζί τους, για τον
θρίαμβο της μόνης σωστής ιδεολογίας».
Στο τέλος του πολέμου ήρθε η είδηση ότι οι παρτιζάνοι κατευθύνονται
προς τα μέρη όπου βρίσκονταν τα μοναστήρια μας, εγκαθιδρύοντας την
εξουσία τους και συμπεριφερόμενοι σκληρά προς τους πιστούς. Έλαβαν
χώρα ακόμη και δολοφονίες. Οι τρομαγμένοι μοναχοί δραπέτευσαν από τα
μοναστήρια, στα χωριά της περιοχής του Κράλεβο και του Τσάτσκα ή σε
μικρά μοναστήρια. Από τη Μονή της Αγίας Τριάδος, η οποία βρισκόταν στο
Φαράγγι Οβτσάρσκο-Καμπλάρσκοε, δραπέτευσαν τρεις νέοι άνδρες, σ’
ένα μικρό μοναστήρι, το Βουγιάν. Ένας από αυτούς ήταν ο Γκόικο
Στόικοβιτς, νέος θεολόγος, περίπου 28-30 χρονών. Αυτοί μας διηγήθηκαν
πώς αναγκάστηκαν να περάσουν κρυφά, κάτω από τις βόμβες των Γερμανών,
και σε όλα τα χωριά, που σταματούσαν, άκουσαν πολλά για τη σκληρότητα
των παρτιζάνων. Αυτή ήταν η πρώτη συνάντηση με τον μέλλοντα
Πατριάρχη Παύλο.
Ο Γκόικο είπε ότι θα δώσει εξ ολοκλήρους τον εαυτό του στον Χριστό κι ελπίζει με τη βοήθεια Του να ξεπεράσει τις δοκιμασίες
Σύντομα όλοι οι ορθόδοξοι έπρεπε να φύγουν και από αυτό το
μοναστήρι. Έφυγαν σχεδόν όλοι, εκτός από μια γιαγιά-μαγείρισσα, ένα
καμπουριασμένο γεροντάκι και τον άρρωστο με φυματίωση Γκόικο. Αυτός
είπε ότι θα δώσει εξ ολοκλήρου τον εαυτό του στον Χριστό και θα έχει
την ελπίδα να ξεπεράσει τις δοκιμασίες με τη βοήθειά Του. Ο Γκόικο,
όπως ανακάλυψαν αργότερα οι αδελφοί, όταν επέστρεψαν, ήταν ξαπλωμένος
στο κελλί του, διάβαζε το Ευαγγέλιο, προσευχόταν και δεν
πανικοβαλλόταν καθόλου, σε σύγκριση με όλους τους υπόλοιπους. Κατά τη
διάρκεια της απομόνωσής του, επικοινωνούσε τόσο με τους Γερμανούς όσο
και με τους παρτιζάνους και τους Τσέτνικ. Η επικοινωνία μαζί τους, εν
τω μεταξύ, δεν ήταν και πολύ ευχάριστη. Μια φορά ένας Γερμανός
όρμησε στο κελλί του και φώναξε: «Πού είναι οι παρτιζάνοι και ποιος
είσαι;». Ο Γκόικο απάντησε ότι δεν σηκώνεται από το κρεβάτι, επειδή
είναι άρρωστος με φυματίωση και ότι δεν βγαίνει από το κελλί και δεν
έχει γνώση του τι συμβαίνει έξω από το μοναστήρι. Ο Γερμανός έριξε
μια ματιά μέσα στο κελλί, είδε πάνω στη βάση του παραθύρου ένα μισό
πρόσφορου, το άρπαξε, το έβαλε στο στόμα του κι έφυγε μακριά από τον
μολυσματικό ασθενή. Μετά ήρθαν οι Τσέτνικ, αλλά εκείνοι απλώς κοίταξαν
γρήγορα το μοναστήρι κι αμέσως έφυγαν. Ύστερα ήρθαν οι παρτιζάνοι, οι
οποίοι έμειναν στο μοναστήρι για διανυκτέρευση. Ένας από αυτούς
μπήκε στο κελλί του Γκόικο και ξάπλωσε στο κρεβάτι του, πατώντας τα
πόδια του αρρώστου. Εκείνος του αποκρίθηκε:
Αρχιμανδρίτης Γιόβαν (Ραντοσαβλέβιτς)
– Φίλε, θα μου σπάσεις τα πόδια. Το οποίο είναι επικίνδυνο, γιατί είμαι άρρωστος με φυματίωση!
– Α! Φυματίωση! -σηκώθηκε, άρπαξε το αδιάβροχό του και πετάχτηκε έξω.
Μέχρι το καλοκαίρι του 1945 ο Γκόικο είχε αναρρώσει σταδιακά. Τον
αντιμετωπίζαμε ως το μοναδικό πρόσωπο ανάμεσά μας, που είχε καλή
θεολογική εκπαίδευση. Ο Γκόικο είχε ωραία φωνή και γνώριζε καλά τις
ψαλμωδίες, πράγμα το οποίο ήταν πολύ σημαντικό για εμάς, τους δόκιμους
της Μονής. Τρέφαμε μεγάλο σεβασμό προς αυτόν: Τις κρύες μέρες τού
φέρναμε ξύλα στο κελλί, νερό, τσάι κ.τ.λ., πάντα τον παρακαλούσαμε να
μας μάθει κάτι από τις ακολουθίες, π.χ. να ψάλλουμε σωστά το
«Χερουβικό», κάποιο τροπάριο ή απολυτίκιο μιας εορτής, εκείνος με χαρά
πάντοτε μας βοηθούσε.
Διαχειριστής, μαραγκός, ηλεκτρολόγος...
Σ’ εκείνα τα χρόνια του πολέμου και τα πρώτα χρόνια μετά τον
πόλεμο, δεν υπήρχε τίποτα, ούτε τα πιο απαραίτητα και συνηθισμένα
πράγματα. Ήταν αδύνατο να βρει κανείς βελόνα για ράψιμο ή στυλό για να
γράφουμε (τότε γράφαμε ακόμα με πέννα και, όποιος ήξερε, την έφτιαχνε
μόνος του). Ο Γκόικο, βέβαια, τα έβλεπε όλα. Παρατήρησε, επίσης, και
την έλλειψη σταυρού, που τοποθετείται συνήθως δίπλα στην εικόνα της
εορτής πάνω στο αναλόγιο. Τότε ασχολήθηκε να το φτιάξει. Στη διάρκεια
μερικών μηνών ο Γκόικο με επιμέλεια σκάλιζε ένα όμορφο σταυρό.
Ασχολούταν με παρόμοια έργα και όταν έγινε μοναχός και μέχρι τα
γεράματά του. Έφτιαχνε χαλασμένα ρολόγια τοίχου, ξυπνητήρια, ρολόγια
τσέπης, ήταν μαραγκός, τσαγκάρης. Με δύο λόγια, με την έλευση του
Γκόικο στο μοναστήρι, η μονή απέκτησε και ηλεκτρολόγο και διαχειριστή
και αρχιτεχνίτη σ’ ένα πρόσωπο. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση πώς ένας
αδύνατος και αρρωστιάρικος διανοούμενος, θεολόγος φοιτητής, ήξερε τόσο
κάλα όχι μόνο τη θεολογία και τις επιστήμες, αλλά είχε πείρα και σε
άλλες δουλειές.
Σοβαρά πνευματικά μαθηματικά
Ο Γκόικο, όταν ένιωθε καλά, μιλούσε πολύ μαζί μας και αυτό μας
έδινε μεγάλη χαρά. Είχε πολλές γνώσεις και είχε την ικανότητα να τις
μοιράζεται σε απλή γλώσσα. Διέθετε το χάρισμα της διακρίσεως: Μπορούσε
να μιλά με ηρεμία, σωστά και πειστικά για διάφορα πράγματα και
προβλήματα. Μπορούσε, επίσης, να πει και αστεία, κάποια ανέκδοτα ή
γοητευτικές ιστορίες, αλλά κι αυτά έφεραν πνευματικό νόημα, θα έλεγα.
Μπορούσε να πει και αστεία ή γοητευτικές ιστορίες, αλλά κι αυτά έφεραν πνευματικό νόημα
Στην αδελφότητά μας μόνο ο Γκόικο είχε πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης.
Μια φορά, ο ηγούμενος της μονής, ο π. Βασίλειος, είπε
μισοαστεία-μισοσοβαρά: «Ξέρεις, Γκόικο, είσαι εδώ σαν τη μονάδα
μπροστά στα μηδενικά. Τι σημασία έχει το μηδέν χωρίς μονάδα; - Τίποτα.
Έτσι κι εμείς, χωρίς τη μόρφωσή σου δεν έχουμε σημασία». Όμως, μετά
είχε συμπληρώσει τον λόγο του, λέγοντας με σοβαρό ύφος: «Αλλά και η
μονάδα χωρίς μηδενικά δεν έχει καμία σημασία. Αλλιώς είναι, όταν αυτή
είναι μαζί με τα μηδενικά, τότε και η αξία της αυξάνεται δέκα, εκατό,
χιλιάδες φορές. Έτσι κι εγώ, νομίζω ότι εσύ χωρίς εμάς δεν έχεις και
πολλή μεγάλη αξία» - τέτοια παραδείγματα ο π. Βασίλειος διέθετε σε
αφθονία και συχνά τα ανέφερε. Αλλά αυτό το παράδειγμα, με τη μονάδα
και τα μηδενικά, σίγουρα αποτέλεσε μάθημα για τον Γκόικο, ώστε να
δίνει περισσότερη προσοχή στην ταπείνωση, παρά στα μάταια πράγματα,
που γεμίζουν τη ζωή ενός μορφωμένου ανθρώπου.
Επίσης σ’ εμάς τους νέους δόκιμους μας άρεσε να κοιτάζουμε τον
ουρανό μαζί με τον Γκόικο, επειδή εκείνος μας διηγούταν πολλά για τους
αστερισμούς, τους πλανήτες, για το υπόλοιπο διάστημα. Ταυτόχρονα,
θαυμάζαμε τη σοφία, η οποία τα τακτοποίησε όλα στον κόσμο αυτόν τόσο
όμορφα. Πιανόταν η ψυχή μας μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο του
δημιουργημένου από τον Θεό κόσμου. Είχαμε πολύ φωτεινά συναισθήματα.
Πώς ο μέλλων Πατριάρχης δίδασκε στην εξουσία μαρξισμό-λενινισμό
Τον 1946, αμέσως μετά τον πόλεμο, στο μοναστήρι μας (τότε ήδη
μέναμε στο Φαράγγι Οβτσάρσκο-Καμπλάρσκοε, στη Μονή Ευαγγελισμού) ήρθε
ένας αστυνομικός και άρχισε να μιλά για τον Μαρξ, τον Ένγκελς και τον
κομμουνισμό, ως «σωστό τρόπο ζωής μιας κοινωνίας» κ.τ.λ. Τότε ο
Γκόικο, αφού άκουσε προσεκτικά τον αστυνομικό, άρχισε να του εξηγεί
τις ιδιαιτερότητες της κομμουνιστικής διδασκαλίας καλύτερα από έναν
πολιτικό επιστήμονα, επειδή τον μαρξισμό τον είχε μελετήσει πολύ καλά
(και δεν έμεινε και πολύ ενθουσιασμένος με αυτόν). Ο αστυνομικός έκοψε
απότομα την ομιλία και είπε: «Πρέπει να πεθάνεις! Βλέπω πως ξέρεις
για τον κομμουνισμό παραπάνω από ‘μένα, αλλά δεν έχεις σκοπό να τον
ακολουθήσεις». Εκείνα τα χρόνια σκοτώνονταν πολλοί χριστιανοί, όπως
και στη Ρωσία.
Ζήλος του ιεροδιακόνου Παύλου
Ο Θεός, όμως, τον έσωσε, και σε δύο χρόνια, την ημέρα των Αγίων
Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, στη Μονη Ευαγγελισμού, ο Γκόικο εκάρη
μοναχός κι έλαβε το όνομα, το οποίο αγαπιέται όχι μόνο στη Σερβία,
αλλά και σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο, το Παύλος ή στα σέρβικα Παύλε.
Πρέπει να σημειωθεί ότι από τότε που έγινε μοναχός και κατόπιν
ιεροδιάκονος, ο Παύλε έγινε πολύ αυστηρός με τον εαυτό του και
λυπηθήκαμε πολύ, που όλες αυτές οι γοητευτικές ιστορίες είχαν
σταματήσει. Παρ’ όλα αυτά, καμιά φορά έλεγε και κάποιο αστείο.
Ύστερα, η αδελφότητα έπρεπε να μετακομίσει στο μοναστήρι Ράτσα, στα
δυτικά της Σερβίας. Εκεί ο π. Παύλος ήταν το ίδιο προσεκτικός στη
σωστή τέλεση των ακολουθιών. Ο Παύλε πρόσεχε, ώστε οι ακολουθίες να
τελούνται χωρίς παύσεις, αλλά και όχι με τρόπο χαώδη και στα γρήγορα.
Συχνά έλεγε κηρύγματα πριν τη Θεία Κοινωνία, που ήταν σύντομα, αλλά
γεμάτα βαθύ νόημα και φωτεινά. Ο λαός αρεσκόταν πολύ να τον ακούει.
Συχνά έλεγε κηρύγματα πριν τη Θεία Κοινωνία, που ήταν σύντομα, αλλά γεμάτα βαθύ νόημα και φωτεινά. Ο λαός αρεσκόταν πολύ να τον ακούει
Όταν κάποιος του ζητούσε μια συμβουλή για κάτι, ο π. Παύλος δεν
έδινε αμέσως απάντηση. Χρειαζόταν χρόνο να σκεφτεί, να διαβάσει το
Ευαγγέλιο ή τους Αγίους Πατέρες, να προσευχηθεί και μόνο τότε μπορούσε
να εκφέρει τη γνώμη του.
Ζούσε μια ασκητική ζωή και ήταν σαφές πως ο π. Παύλος αγαπούσε
ειλικρινά αυτήν τη ζωή. Στο μοναστήρι Ράτσα συνέχεια μας νουθετούσε,
ώστε να ζούμε εν ομονοία μεταξύ μας και η ζωή να κυλά σύμφωνα με τους
μοναστηριακούς κανόνες. Ο π. Παύλος ήταν για μας και... «ξυπνητήρι».
Γύρω στις 5 το πρωί, ο Παύλε ξυπνούσε τους δόκιμους, ώστε ακριβώς
στις 5 να είναι όλοι στον Όρθρο. Μετά είχαμε την τράπεζα και τα
διακονήματα.
Η άκαμπτη στάση του ιεροδιακόνου Παύλου
Μια φορά ήρθε στο μοναστήρι ένας φτωχός μοναχός, ο Ιωνάς. Κάποτε ο
Ιωνάς αποφοίτησε του Σεμιναρίου με άριστα, ήξερε πολύ καλά τις
θεολογικές και άλλες επιστήμες, αλλά τα έχασε όλα, λόγω της αγάπης του
για το αλκοόλ. Η κατάστασή του χειροτέρεψε ακόμη πιο πολύ στα χρόνια
του πολέμου, όταν ο Ιωνάς βρέθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης των
Ούστασι, όπου υπέρεφε φρικτά βασανιστήρια. Μετά τον πόλεμο έμεινε
ζωντανός, αλλά ήταν εξαντλημένος, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά.
Για να ξεχάσει τα δεινά του στρατοπέδου και τους χλευασμούς των
Ούστασι, έπινε ακατάπαυστα. Μια φορά, στην τραπεζαρία, ο Ιωνάς
απευθύνθηκε στον ηγούμενο: «Ξέρεις ότι έχεις δικαίωμα να βάλεις τώρα
μπροστά μου ένα λίτρο ρακή;». Ο ηγούμενος τα ’χασε λίγο και
απάντησε: «Ξέρεις εσύ, καημένε Ιωνά, ότι έχεις δικαίωμα να μην πίνεις
και να μη χάνεις τον χρόνο σου, αναζητώντας το ποτό;». Όμως ούτε οι
νουθεσίες του ηγουμένου ούτε οι ομιλίες του π. Παύλου βοηθούσαν. Ο
Ιωνάς συνέχιζε να πίνει. Συνέβη μερικές φορές ν’ αναγκαστούμε να
τρέξουμε μαζί με τον π. Παύλο σε κοντινό χωριό, ώστε με το φορείο να
φέρουμε πίσω τον μεθυσμένο Ιωνά, ο οποίος δραπέτευε από το μοναστήρι
αναζητώντας ρακή. Οι κάτοικοι του χωριού ερχόντουσαν στο μοναστήρι και
παρακαλούσαν να τον πάρουμε, ώστε να μην τον δαγκώσουν τα
γουρούνια. Ύστερα ο π. Παύλος έλεγε: «Ακόμη και τα κατοικίδια και τα
άγρια ζώα εξυπηρετούν κάτι ή κάποιον, δηλαδή προσφέρουν κάποια
ωφέλεια. Όμως ο άνθρωπος, που αφιέρωσε τον εαυτό του στο ποτό, απλώς
υπάρχει διαλυόμενος. Σαν να είναι ζωντανός, αλλά στην ουσία είναι
ήδη νεκρός και δεν είναι ωφέλιμος ούτε στον Θεό ούτε στους ανθρώπους».
Τελικά, ο Ιωνάς αρρώστησε με τρομώδες παραλήρημα και τον πήγαν στο
νοσοκομείο στο Βελιγράδι, όπου απεβίωσε. Από τότε ο π. Παύλος
απαγόρευσε οριστικά το αλκοόλ στο μοναστήρι, βλέποντας αυτό το θλιβερό
παράδειγμα του ιερομόναχου Ιωνά. Εμείς δείξαμε υποστήριξη στον Παύλε,
βέβαια. Αυτή η αυστηρή στάση απέναντι στο αλκοόλ του π. Παύλου
διατηρήθηκε μέχρι τον θάνατό του.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου