Συνέχεια από εδώ
Στην προηγούμενη ανάρτηση περιέγραψα το φαινόμενο που οι γλωσσολόγοι αποκαλούν διγλωσσία (diglossia, όχι bilingualism = αμφιγλωσσία) και εξήγησα πως γύρω στο 1000 μ.Χ. (10ος-11ος αι.) βρίσκουμε τις πρώτες δύο μαρτυρίες όπου:
Στο ίδιο πνεύμα, στο δεύτερο τέταρτο του 12ου αιώνα ο Ιωάννης Ζωναράς στην Επιτομή Ιστοριών γράφει:
– το λατινικό προσωνύμιο Σούπερβος του Λούκιου Ταρκινίου (< λατ. supérbus) «ένας Έλληνας» (= ακραιφνώς ελληνίζων) θα το απέδιδε (ορθότερα στα ελληνικά) ως «υπερήφανος».
– το όνομα της Μονής Σταυρακίου με τον καιρό «εκβαρβαρίστηκε» (παρεφθάρη) από τον «συρφετώδη όχλο» (βλ. συρφετός) σε «Τα Βρακά» (μετανάλυση Σταυρακ- > στα Βρακ- > τα Βρακ-), το οποίο αργότερα μερικοί παρέφθειραν εκ νέου «δῆθεν … πρὸς τὸ ἑλληνικώτερον» σε «Τα Εβραϊκά».
– ο προϊστάμενος των ιπποκόμων (ελληνικός όρος) στην κοινή διάλεκτο λέγεται πρωτοστράτωρ (πρώτος + λατ. strātor = στρωτήρ/στρώτης)
– ο «δημώδης και πολύς άνθρωπος» αποκαλεί τούφα την ορθία τιάρα που ο Ρωμαίος αυτοκράτορας φορούσε σε επίσημες δεξιώσεις (στο συγκεκριμένο χωρίο ο Βασίλειος Β΄σε θρίαμβο μετά την κατάκτηση της Βουλγαρίας)
– οι οιακοστρόφοι ονομάζονται πρωτοκάραβοι στην δημώδη φωνή. Κάθε πολεμικό ρωμαϊκό («βυζαντινό») πλοίο είχε δύο πρωτοκαράβους (πρώτος και δεύτερος).
Ο ιστορικός της Αλώσεως Δούκας (έγραψε γύρω στο 1462) περιγράφει ως εξής την διγλωσσική κατάσταση των Ρωμαίων: η λόγια γραπτή γλώσσα είναι η ελληνική και η δημώδης καθομιλουμένη είναι η κοινή γλώσσα των Ρωμαίων.
– ο «βάρβαρος» (νοτιοσλαβικός) τίτλος «κράλης» (σερβ. kralj) του Σέρβου ηγεμόνα ερμηνεύεται στα ελληνικά ως «βασιλεύς».
Παραθέτω δείγμα από τα παραπάνω χωρία για όποιον ενδιαφέρεται.
Παρέθεσα τα παραπάνω χωρία για να δείξω πως, από τον 10° αιώνα μέχρι την Άλωση (1453), οι Ρωμαίοι αναγνωρίζουν μια χαμηλή γλωσσική ποικιλία (ποικιλία “L”) που περιγράφουν ως «κοινή» και «δημώδη» («κοινή διάλεκτος», «δημώδης λόγος», «κοινή γλώσσα των Ρωμαίων», «η κοινή μας γλώσσα» κλπ), την οποία διακρίνουν από την υψηλού κύρους (ποικιλία “H”) ελληνική. Αυτή η «κοινή» και «δημώδης» γλώσσα είναι το χαρακτηριστικό “ġeþēode” (η ιδιαίτερη και δημώδης γλώσσα μιας εθνότητας) της ρωμαϊκής εθνότητας, δηλαδή η φυσική ρωμαϊκή γλώσσα ή, αλλιώς, τα ρωμαίικα. Ας περάσουμε τώρα στις αναφορές στους τελευταίους δύο όρους.
Πάντοτε στην προηγούμενη ανάρτηση ανέφερα επίσης την πρώτη αναντίλεκτη απάντηση σε βυζαντινή πηγή (Βίος Βασιλείου Α΄ στους Συνεχιστές Θεοφάνους, 10ος αι.) του όρου «Ρωμαϊκή γλώσσα» τον 10° αιώνα για την κοινή/δημώδη γλώσσα των Ρωμαίων.
Για να δούμε τώρα τι γίνεται μετά το 1000.
Στο προοίμιο της Αλεξιάδας (γράφτηκε περ. 1150) η Άννα Κομνηνή δηλώνει με υπερηφάνεια την επιτηδευμένη ελληνική γλώσσα (τὸ ἑλληνίζειν = ποικιλία “H”) που είχε αποκτήσει εξαιτίας της υψηλής της παιδείας (ἐς ἄκρον ἐσπουδακυῖα) και διακρίνει αυτήν την γλώσσα από την ανεπιτήδευτη «ιδιώτιδα γλώσσα» (ποικιλία “L”) των «χυδαίων» Ρωμαίων. Εδώ θυμίζω πως, όπως εξήγησα στην προηγούμενη ανάρτηση, ήδη ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (έγραψε γύρω στο 640) διακρίνει την «ευγενίδα Ελλάδα φωνή» στην οποία ο ίδιος έγραψε (αττικιστί) από την «ιδιώτιδα φωνή» των απλών ανθρώπων.
Θεοφύλακτος Σιμοκάττης:
κλασ. ελλην. «ὁ ἱέραξ» > δημ. ελληνιστική κοινή «τὸ ἱεράκιον» > ρωμαίικα/νεοελληνικά «το γεράκι(ν)»
Και μιας και είπα «ελληνικούρα», θυμήθηκα την ταινία Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα κι ο κοντός (1961), όπου ο Νίκος Ρίζος λέει σε κάποιο σημείο στην Έλσα Ρίζου:
Το ενδιαφέρον με την Κομνηνή είναι πως φαίνεται να χρησιμοποιεί τα ρήματα «ελληνίζω» και «ρωμαΐζω» ως συνώνυμα: όταν περικυκλώθηκαν από τους Ρωμαίους στην Χίο, οι Τούρκοι του Τζαχά μπέη της Σμύρνης άρχισαν να εκλιπαρούν έλεος από τον (χριστιανικό; ) θεό «ρωμαΐζοντες» (μιλώντας ρωμαϊκά), ενώ αλλού οι Σκύθες και οι μιξοβάρβαροι (που πολεμούσαν μαζί με τους Ρωμαίους) «ελληνίζουν».
Γιατί «ρωμαΐζουν» ειδικά οι Τούρκοι;
Υποψιάζομαι πως εδώ η Κομνηνή μεταφέρει στο κείμενό της την τρέχουσα τουρκική ορολογία της εποχής (τουρκ. Rumca = ρωμαίικα).
Ο Πέρσης Jalāl ad-Dīn Muhammad Rūmīαπέκτησε την προσηγορία “Rūmī” επειδή έζησε στο σουλτανάτο του Ρουμ (Μικρά Ασία / Ανατολία = η χώρα των Ρουμ στην ορολογία του μουσουλμανικού κόσμου). Γιος του Jalāl al Rūmī ήταν ο σουλτάνος Βαλάδ (θ. 1312, Ικόνιον Ανατολίας) που μας άφησε μεταξύ άλλων και ελληνόγλωσσα γραπτά (στην μεσαιωνική διάλεκτο της Καππαδοκίας, αναφέρω την ουράνωση tīši = τύχη σε ποίημα του πατέρα του). Σε ένα από αυτά τα γραπτά γράφει πως απευθύνθηκε στα ρωμαϊκά με μια όμορφη («καλή ροδινή») Ρωμαία της περιοχής του Ικονίου, για να τον καταλάβει (βλ. Dimitri Korobeinikhov, εδώ, σ. 7):Ν’ εἴπω ἐδῶ ῥωμαϊκά, ν’ἀκοῦς ἐσυ, καλὴ ῥοδινή
Την ίδια πάνω κάτω εποχή, στην άλλη μεριά του Αιγαίου, ο (προφανώς Φράγκος ή γασμούλος) Μοραΐτης συγγραφέας της ελληνόγλωσσης εκδοχής του Χρονικού του Μορέως (μέσα 14ου αιώνα) φυσικά αποκαλεί τους «Βυζαντινούς» Ρωμαίους (τόσο εκείνους της Ρωμανίας όσο και εκείνους του φραγκικού πριγκιπάτου της Αχαΐας) και την γλώσσα τους «ρωμαίικα»: Όταν αιχμαλωτίστηκε στη μάχη της Πελαγονίας (1259), ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος συνομίλησε με τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο«στα ρωμαίικα». Παρακάτω, ο συγγραφέας αναφέρει «φιλήματα ῥωμαίϊκα».[Χρονικόν του Μορέως]ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος, ρωμαίϊκα τοῦ ἀπεκρίθη·
«Κύρης μου σεβαστοκράτορα καὶ γυναικάδελφέ μου,
πολλὰ ἔχεις τὴν προτίμησιν μεγάλην ἀπὸ ἐμέναν
νὰ λέγῃς καὶ νὰ πολεμῇς, διατὶ εἶμαι εἰς φυλακήν σου.»[…]Κι ὅσον ἐκατεχόρτασαν φιλήματα ρωμαίϊκα,
ἐκίνησαν κ᾿ ἐδιάβησαν ὁλόρθα εἰς τὴν Ἄρταν·Για τον συγγραφέα του Χρονικού του Μορέως:
Επομένως, τον 14° αιώνα τόσο οι μουσουλμάνοι της Μικράς Ασίας όσο και οι Φράγκοι του Μοριά που ήταν σε άμεση καθημερινή επαφή με επαρχιώτες Ρωμαίους, ξέρουν πως οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν την κοινή/δημώδη τους γλώσσα «ρωμαίικα» (βλ. Αντώνη Καλδέλλη, εδώ, σσ. 195-7, και εδώ). Στις αρχές του 15ου αιώνα, ο Κύπριος Λεόντιος Μαχαιράς στην Κρόνακά του αποκαλεί «ρωμαῖκα» την Κυπριακή διάλεκτο και, φυσικά, Ρωμαίους τους ομιλητές της.[Κρόνακα, 158] Καὶ διατὶ δύο φυσικοὶ ἀφέντες εἶνε εἰς τὸν κόσμον, ὁ ἕνας κοσμικὸς καὶ ὁ ἄλλος πνευματικός, τοὺς εἶχεν τὸ νησσάκιν τοῦτον, τὸν βασιλέαν τῆς Κωνσταντινόπολις καὶ τὸν πατριάρχην τῆς μεγάλης Ἀντιοχείας, πρὶν τὴν πάρουν οἱ Λατῖνοι· δἱὰ τοῦτον ἦτον χρῆσι νὰ ξεύρωμεν ρωμαῖκακαθολικά, διὰ νὰ πέψουν γραφὲς τοῦ βασιλέως, καὶ συριάνικα σωστά, καὶ οὕτως ἐμαθητεῦγαν τὰ παιδιά τους, καὶ τὸ σύνγκρίτον οὕτως ἐδιάβαινεν μὲ τὰ συριάνικα καὶ ρωμαῖκα, ὥς που καὶ ᾿πῆραν τὸν τόπον οἱ Λαζανιάδες, καὶ [ἀπὸ τότες] ἀρκέψα νὰ μαθάνουν φράνγκικα, καὶ ᾿βαρβαρίσαν τὰ ρωμαῖκα, ὡς γοιὸν καὶ σήμερον, καὶ γράφομεν φράνγκικα καὶ ρωμαῖκα, ὅτι εἰς τὸν κόσμον δὲν ἠξεύρουν ἴντα συντιχάννομεν.Πόσο παλαιότερη του 1300 είναι αυτή η συνήθεια;Έχω ήδη αναφέρει την Άννα Κομνηνή να χρησιμοποιεί το ρήμα «ῥωμαΐζω» τον 12° αιώνα, τον Πορφυρογέννητο (Βίος Βασιλείου) να αναφέρεται σε «Ρωμαϊκή στολή και γλώσσα» στα μέσα του 10ου και, τέλος, τον Βίο του Αναστασίου του Πέρση (περ. 650) να χρησιμοποιεί με «παράξενο» τρόπο το επίρρημα «Ῥωμαϊστί» (ένας χριστιανός της Περσίας μίλησε «ῥωμαϊστί» στους στρατιώτες του Ηρακλείου). Επιπρόσθετα, οι Άραβες από την αρχή της γραμματείας τους διακρίνουν (αν και όχι τέλεια) την ελληνική(al-Yūnāniyya) από την ρωμαϊκή(al-Rūmiyya) γλώσσα. Σύμφωνα με τον αραβοπρεπή Πέρση γεωγράφο Ibn Khurdādhbah (θ. 912), η λέξη «ωκεανός» είναι της ελληνικής γλώσσας (al-Yūnāniyya), αλλά οι πολύγλωσσοι ραδανίτες Εβραίοι έμποροι της εποχής του μιλούσαν την «ανδαλουσιακή» (al-Andalusiyya, μάλλον η μοζαραβική), την φραγκική (al-Ifranjiyya), την σλαβική (al-Ṣaqlabiyya) και την ρωμαϊκή γλώσσα (al-Rūmiyya).
Στα εβραϊκά κείμενα των Ρωμανιωτών Εβραίων (οι «βυζαντινοί» Εβραίοι της Ρωμανίας) , τουλάχιστον από το ~1000 και μετά, η καθομιλουμένη γλώσσα των Ρωμαίων ονομάζεται «ρωμαϊκή γλώσσα»(lšwn Rwmi). Όλα τα παραπάνω φαίνεται να δείχνουν πως, τουλάχιστον από τον 10° αιώνα, οι Ρωμαίοι επαρχιώτες της Ρωμανίας πρέπει να κατανοούσαν ως «ρωμαϊκή» την δημώδη/ανεπιτήδευτή τους γλώσσα που εμείς σήμερα ονομάζουμε «μεσαιωνική ελληνική».Παραθέτω μερικές σελίδες για όλα τα παραπάνω από το βιβλίο Romanland του Αντώνη Καλδέλλη.
Η συνηθέστερη ονομασία αυτής της «απλής γλώσσας» παραμένει φυσικά το επίρρημα ρωμαίικα.
Το 1633 ο Αθηναίος Λεονάρδος Φιλαράς (Λ.Β. = L.V.) αφιέρωσε στον Γάλλο καρδηνάλιο Ρισελιέ (Ριχέλιος) την Χριστιανική Διδασκαλία «εἰς κοινὴν ῥωμαίκην γλῶσσαν» (graeco vulgari idiomate), την οποία προσδιορίζει ως την ΦΥΣΙΚΗ γλώσσα των Ρωμαίων και την «σημερνή μας διάλεκτο» και την διακρίνει «ἀπὸ κείνην τὴν παλαιάν καὶ εὐγενεστάτην» (ελληνική). Εξηγεί την διαφορά των δύο διαλέκτων ως συνέπεια των βαρβαρικών εποικισμών (τὲς καταδρομὲς τῶν βαρβάρων) και την «φθορά» [=αλλαγή] που προκαλεί το πέρασμα σημαντικού χρονικού διαστήματος (τὸν πολὺν καιρὸν ὁποῦ κατατρώγει ὅλα τὰ πράγματα).
Την ίδια περίπου εποχή (περ. 1650) ο Παπασυναδινός έγραψε για τον αδελφό του ένα χρονικό της περιοχής των Σερρών. Όπως εξηγεί στον αδελφό του, ο Παπασυναδινός επέλεξε να γράψει το βιβλίο «πολλὰ ἁπλὰ, ἤγουν ῥωμαϊκὴν γλῶτταν» και όχι στα ελληνικά, για να το καταλάβει ο αδελφός του αμέσως από μόνος του, χωρίς να χρειαστεί την βοήθεια λογίου. Γιατί τα ελληνικά τα γνωρίζουν ΜΟΝΟΝ οι διδάσκαλοι και οι «μαθηματικοί» (λόγιοι, σπουδασμένοι), ενώ οι ολιγοεγγράμματοι που ξέρουν μόνο τα κοινά γράμματα, τα διαβάζουν χωρίς να τα καταλαβαίνουν. Για το λόγο αυτό, ο Παπασυναδινός έγραψε «πολλά ἁπλὰ καὶ κοινά» στην γλώσσα που είναι «ἡ τάξη καὶ ἡ συνήθεια τοῦ τόπου», δηλαδή στα ρωμαίικα.
Πάντοτε την ίδια εποχή (6 Νοεμβρίου 1645) στον Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης ο Τζώρτζης Πρωτονοτάριος ανέλαβε να διδάξει στον νεαρό Τζώρτζη Σεβαστό «γράματα ρομέηκα καὶ φράγγικα» για να μάθει να διαβάζει και να γράφει σε «βολγαρε και όχι ἑληνικα μηδε την λατηνα μα ἁπλος βολγάρε» (βολγάρε < ιταλ. volgare = δημώδης). Οι δύο σύγχρονες «δημώδεις» γλώσσες (ρωμαίικα και ιταλικά/βενετσιάνικα) αντιπαραβάλλονται στις δύο νεκρές, κλασικές γλώσσες από τις οποίες κατάγονται, τα ελληνικά και τα λατινικά.
Την ίδια εποχή (1641, 1643) εκδόθηκαν στην Βενετία οι μεταφράσεις (μεταφρασθὲν) παλαιότερων κειμένων που πραγματοποίησε ο Κρης μοναχός Αγάπιος «από την διάλεκτο των Ελλήνων» (ἐκ τῆς τῶν Ἑλλήνων) «εἰς (τὴν) κοινὴν [τῶν Γραικῶν / ἡμετέραν] διάλεκτον».
Η δημώδης γλώσσα που στον τίτλο μιας από τις μεταφράσεις του Αγαπίου χαρακτηρίζεται «η κοινή γλώσσα των Γραικών», σε πολλές άλλες παρόμοιες εκδόσεις της εποχής εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται «η κοινή γλώσσα των Ρωμαίων».
Παραπάνω ανέφερα τον Θεοφύλακτο Σιμοκάττη (περ. 640) και την Άννα Κομνηνή (12ος αι.) να διακρίνουν την «ιδίωτιδα φωνή» από την ελληνική γλώσσα. Το 1628, στα πλαίσια της καθολικής προπαγάνδας προς ελληνόφωνους (propaganda fide), εκδόθηκε στην Ρώμη μια μεταγλώττιση του καθολικού Κερκυραίου Πέτρου Αρκουδίου από τα ελληνικά «εἰς τὸ ἰδιωτικὸν μίλημα διὰ κοινὴν ὠφέλειαν» (ad communem Graecorum utilitatem vernaculo eorum sermone donata). Η αμέσως επόμενη (#182) έκδοση στην λίστα του Α΄ τόμου της Bibliographie Hellenique του Legrand έγινε επίσης το 1628 πάντοτε στη Ρώμη και είναι «μεταγλωττισμένη εἰς ῥωμαίκην γλῶσσαν».
Όσοι ενδιαφέρεστε για τη συνέχεια την ιστορίας της διγλωσσίας κατά την περίοδο 1766-1976, υπάρχει το παρακάτω εξαιρετικό βιβλίο:
Peter MackRidge, Language and National Identity in Greece, 1766-1976 (Oxford 2009, paperback 2010)
smerdaleos
Στην προηγούμενη ανάρτηση περιέγραψα το φαινόμενο που οι γλωσσολόγοι αποκαλούν διγλωσσία (diglossia, όχι bilingualism = αμφιγλωσσία) και εξήγησα πως γύρω στο 1000 μ.Χ. (10ος-11ος αι.) βρίσκουμε τις πρώτες δύο μαρτυρίες όπου:
- γίνεται αναφορά στην ρωμαϊκή γλώσσα = κοινή διάλεκτο των Ρωμαίων (ποικιλία “L” = Low = χαμηλή στο διγλωσσικό σχήμα του Ferguson).
- η ελληνική γλώσσα περιγράφεται ως επίκτητη γλώσσα κύρους της ολιγάριθμης λόγιας ελίτ που έχει πάψει να θεωρείται η φυσική γλώσσα των Ρωμαίων, επειδή η γνώση της προαπαιτεί επιπρόσθετη εκπαίδευση (ποικιλία “H” = High = υψηλή στο διγλωσσικό σχήμα του Ferguson) πέρα από τις συνήθεις γνώσεις του μέσου ανθρώπου.
1. Η «κοινή διάλεκτος» και ο «δημώδης λόγος»
Στην προηγούμενη ανάρτηση παρέθεσα το χωρίο της ιστορίας του Λέοντα Διακόνου (έγραψε μεταξύ 995 και 1000) όπου ο ιστορικός εξηγεί πως οι «Ταυροσκύθες» (επιτηδευμένος κλασικίζων όρος που μόνο λίγοι λόγιοι γνώριζαν και κατανοούσαν) είναι γνωστοί ως «Ρως» στην «κοινή διάλεκτο»:[Λέων Διάκονος, Ιστορία, 4.1] ἐς τοὺς Ταυροσκύθας ἐξέπεμψεν, οὓς ἡ κοινὴ διάλεκτος Ῥῶς εἴωθεν ὀνομάζειν,Παρομοίως, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης (έγραψε περ. 1080) στην ιστορία του γράφει πως στον «δημώδη λόγο» οι στενωποί λέγονται κλεισούρες και οι «Σκύθες» λέγονται Πατζινάκοι («τζ» = /τσ/):
[Ατταλειάτης, Ιστορία, 7.1] Σκύθαι δέ, οὓς Πατζινάκους οἶδεν ὁ δημώδης λόγος καλεῖν
[Ατταλειάτης, Ιστορία, 7.9] καὶ στενωποὺς ἔχει πολλοὺς, οὓς ὁ δημώδης λόγος κλεισούρας καλεῖν παρέλαβε.
Στο ίδιο πνεύμα, στο δεύτερο τέταρτο του 12ου αιώνα ο Ιωάννης Ζωναράς στην Επιτομή Ιστοριών γράφει:
– το λατινικό προσωνύμιο Σούπερβος του Λούκιου Ταρκινίου (< λατ. supérbus) «ένας Έλληνας» (= ακραιφνώς ελληνίζων) θα το απέδιδε (ορθότερα στα ελληνικά) ως «υπερήφανος».
– το όνομα της Μονής Σταυρακίου με τον καιρό «εκβαρβαρίστηκε» (παρεφθάρη) από τον «συρφετώδη όχλο» (βλ. συρφετός) σε «Τα Βρακά» (μετανάλυση Σταυρακ- > στα Βρακ- > τα Βρακ-), το οποίο αργότερα μερικοί παρέφθειραν εκ νέου «δῆθεν … πρὸς τὸ ἑλληνικώτερον» σε «Τα Εβραϊκά».
– ο προϊστάμενος των ιπποκόμων (ελληνικός όρος) στην κοινή διάλεκτο λέγεται πρωτοστράτωρ (πρώτος + λατ. strātor = στρωτήρ/στρώτης)
– ο «δημώδης και πολύς άνθρωπος» αποκαλεί τούφα την ορθία τιάρα που ο Ρωμαίος αυτοκράτορας φορούσε σε επίσημες δεξιώσεις (στο συγκεκριμένο χωρίο ο Βασίλειος Β΄σε θρίαμβο μετά την κατάκτηση της Βουλγαρίας)
– οι οιακοστρόφοι ονομάζονται πρωτοκάραβοι στην δημώδη φωνή. Κάθε πολεμικό ρωμαϊκό («βυζαντινό») πλοίο είχε δύο πρωτοκαράβους (πρώτος και δεύτερος).
[Ζωναράς, Επ. Ιστ., 7.12 ] πλὴν τοῦ γέροντος, ὃς καὶ Σούπερβος ἐκαλεῖτο· εἴποι ἄν τις Ἕλλην ἀνήρ, ὑπερήφανος.
[Ζωναράς, Επ. Ιστ., 15.17] ἥτις μονὴ ἐξ ἐκείνου ἐκλήθη τοῦ Σταυρακίου ὠνομασμένη, βαρβαριζομένου δὲ τοῦ ὀνόματος παρὰ τοῦ συρφετώδους ὄχλου λέγεται τὰ Βρακᾶ, παρὰ τινων δὲ τὴν ἀληθῆ κλήσιν ἀγνοησάντων, μεταγόντων δὲ δῆθεν ταύτην πρὸς τὸ ἑλληνικώτερον, ὀνομάζεται τὰ Ἑβραϊκά.
[Ζωναράς, Επ. Ιστ., 16.6] τοῖς οἰκείοις ἱπποκόμοις τούτον ἐπέστησε· πρωτοστράτορα τοῦτον οἶδεν ὀνομάζειν ἡ διάλεκτος ἡ κοινή.
[Ζωναράς, Επ. Ιστ., 17.9 ] καὶ κατήγαγε θρίαμβον, τιάρᾳ ταινειωθεὶς ὀρθίᾳ, ἥν τοῦφαν καλεῖ ὁ δημώδης καὶ πολὺς ἄνθρωπος
[Ζωναράς, Επ. Ιστ., 18.8] καὶ τοὺς ἐκείνους οἰακοστρόφους, οὓς πρωτοκαράβους ἡ δημώδης λέγει φωνή.
Ο ιστορικός της Αλώσεως Δούκας (έγραψε γύρω στο 1462) περιγράφει ως εξής την διγλωσσική κατάσταση των Ρωμαίων: η λόγια γραπτή γλώσσα είναι η ελληνική και η δημώδης καθομιλουμένη είναι η κοινή γλώσσα των Ρωμαίων.
– ο «βάρβαρος» (νοτιοσλαβικός) τίτλος «κράλης» (σερβ. kralj) του Σέρβου ηγεμόνα ερμηνεύεται στα ελληνικά ως «βασιλεύς».
[Δούκας, 6.4] ὁ τῶν Σέρβων ἀρχηγός … κράλης ὀνομάζεσθαι· τοῦτο γὰρ τὸ βάρβαρον ὄνομα ἐξελληνιζόμενον βασιλεὺς ἑρμηνεύεται– ο Θεολόγος Κόραξ (από την Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας) διορίστηκε ως διερμηνέας στην αυλή της Κων/πολης όπου μετέφραζε τα τουρκικά των Τούρκων πρέσβεων στα ελληνικά (και, φαντάζομαι, αντίστροφα). Ταυτόχρονα ήταν πληροφοριοδότης στην υπηρεσία του σουλτάνου και του μεγάλου βεζίρη και γι΄αυτό ο Δούκας ΑΡΝΕΙΤΑΙ να τον αναγνωρίσει ως ομόφυλο Ρωμαίο, και τον περιγράφει απλά με την φράση «τὸ μὲν γένος χριστιανός». Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η ρωμαϊκή αυλή είναι φυσικά η (λόγια, ποικιλία “H”) ελληνική:
[Δούκας, 22.7] διερμηνευτοῦ … καὶ τὰ παρὰ τῶν Τούρκων λαλούμενα αὐτὸς ἐξελλήνιζεν– το αξίωμα που οι Γενοβέζοι στην γλώσσα τους ονομάζουν podestà, κάποιος από τους Ρωμαίους θα μπορούσε να το αποδώσει (στην γλώσσα των Ρωμαίων) ως «εξουσιαστής»:
[Δούκας, 25.7] ποδεστὰν κατὰ τὴν αὐτῶν γλῶτταν καλοῦσιν, ἐξουσιαστὴν εἴποι τις κατὰ Ῥωμαίους– το λευκό κάλυμμα κεφαλής των γενιτσάρων λέγεται «ζαρκολάς» στην κοινή γλώσσα των Ρωμαίων:
[Δούκας, 23.9] κατὰ τὴν κοινὴν γλῶτταν Ῥωμαῖοι ζαρκολᾶν λέγουσι– ο τουρκικός όρος lala (χαρακτηρισμός που ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής αποδίδει στον μεγάλο βεζίρη Χαλίλ πασά) αντιστοιχεί στον όρο «τατά» της κοινής μας διαλέκτου (< λατ. tata, ορισμός ΙΙ εδώ, πρβ. ιταλ. tata = «παραμάνα, γκουβερνάντα»), δηλαδή παιδαγωγός (στα ελληνικά).
[Δούκας, 35.5] «… λαλά;» ὡς εἴποι τις κατὰ τὴν ἡμετέραν κοινὴν γλῶτταν «τατά», ἤγουν «παιδαγωγέ»– ο τουρκικός όρος «πασκεσέν» (εναλλακτικό όνομα του Ρούμελι Χισάρ) σημαίνει «κεφαλοκόπτης» στα ελληνικά (εννοεί τον τουρκικό όρο Boğaz-kesen = «(δια)κόπτης/αποκλειστής [της επικοινωνίας] του λαιμού/περάσματος»)
[Δούκας, 34.7] πασκεσέν … ἐξελληνιζόμενον δὲ ἑρμηνεύεται κεφαλοκόπτηςΕνώ ο Θεολόγος Κόραξ εξελλήνιζε τα τουρκικά στην αυλή της Κων/πολης, στην αυλή του σουλτάνου στην Αδριανούπολη ο Εφέσιος Μιχαήλ Πύλλης, «Ῥωμαῖος τῷ γένει, τὸ σέβας χριστιανός» (Ρωμαίος στην καταγωγή/εθνότητα και χριστιανός στο θρήσκευμα = η ρωμαϊκή εθνοτική ταυτότητα είναι διακριτή κατηγορία από την δογματική χριστιανική) εργαζόταν ως γραφέας του παλατιού «ἐν γράμμασι Ῥωμαϊκοῖς καὶ Ἀραβικοῖς». Ο Πύλλης είναι αυτός που ειδοποίησε μυστικά τον βασιλέα των Ρωμαίων πως ο Θεολόγος σκόπευε να προδώσει την Πόλη στους Τούρκους και, για το λόγο αυτό, αν και τον θεωρεί παλιάνθρωπο (δύσχρηστος, λάγνος, άσωτος, παμβέβηλος), ο Δούκας «επιβραβεύει» τον Πύλλη ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ την ρωμαϊκή του καταγωγή (αντίθετα με τον Θεολόγο) για την συγκεκριμένη βοήθειά του προς την ρωμαϊκή αυλή.
[Δούκας, 28.5] Οὗτος γὰρ ὁ Πύλλης ἦν ἐξ Ἐφέσου, Ῥωμαῖος τῷ γένει, τὸ σέβας χριστιανὸς … γραφεὺς ἐν τῷ παλατίῳ τοῦ ἡγεμόνος ἐν γράμμασι Ῥωμαϊκοῖς καὶ ἈραβικοῖςΕδώ κάνω την εξής παρατήρηση: στην προηγούμενη ανάρτηση παρέθεσα το χωρίο του Θεοφάνη για το έτος 781/2 όπου ο Ελισσαίος στάλθηκε στην φραγκική αυλή για να διδάξει στην «Ερυθρώ» (κόρη του Καρλομάγνου) «τα γράμματα και την γλώσσα των Γραικών» (Greci). Αντίθετα, ο Δούκας εδώ μας λέει ότι στην οθωμανική αυλή «τα γράμματα» είναι των Ρωμαίων (Rūm). Όπως θα εξηγήσω σε ανάρτηση που κάποια στιγμή θα κάνω για την ιστορία του Δούκα, οι Ρωμαίοι είναι «Γραικοί» στα λόγια των Ενετών/Βενετίκων, αλλά πάντοτε «Ρωμαίοι» στα λόγια του Οθωμανών.
Παραθέτω δείγμα από τα παραπάνω χωρία για όποιον ενδιαφέρεται.
Παρέθεσα τα παραπάνω χωρία για να δείξω πως, από τον 10° αιώνα μέχρι την Άλωση (1453), οι Ρωμαίοι αναγνωρίζουν μια χαμηλή γλωσσική ποικιλία (ποικιλία “L”) που περιγράφουν ως «κοινή» και «δημώδη» («κοινή διάλεκτος», «δημώδης λόγος», «κοινή γλώσσα των Ρωμαίων», «η κοινή μας γλώσσα» κλπ), την οποία διακρίνουν από την υψηλού κύρους (ποικιλία “H”) ελληνική. Αυτή η «κοινή» και «δημώδης» γλώσσα είναι το χαρακτηριστικό “ġeþēode” (η ιδιαίτερη και δημώδης γλώσσα μιας εθνότητας) της ρωμαϊκής εθνότητας, δηλαδή η φυσική ρωμαϊκή γλώσσα ή, αλλιώς, τα ρωμαίικα. Ας περάσουμε τώρα στις αναφορές στους τελευταίους δύο όρους.
2. Ρωμαίικα
Στην προηγούμενη ανάρτηση ανέφερα πως στον Βίο του Αναστασίου του Πέρση (περ. 650) μάλλον έχουμε την πρώτη (και μοναδική για την εποχή της) χρήση του επιρρήματος Ῥωμαϊστί με την σημασία «στην γλώσσα των [ελληνόφωνων] Ρωμαίων». Κατά την γνώμη μου, δεν είναι τυχαίο ότι η «παράξενη» (για την εποχή εκείνη) ορολογία εμφανίζεται σε ένα αφηγηματικό πλαίσιο που λαμβάνει χώρα στην Περσία (ένας Πέρσης χριστιανός μίλησε Ῥωμαϊστί στους Ρωμαίους στρατιώτες του Ηρακλείου). Πιστεύω πως η «παράξενη» αυτή σημασία του επιρρήματος ῥωμαϊστί στον Βίο αποδίδει την τρέχουσα ΠΕΡΣΙΚΗ ορολογία της εποχής, δηλαδή πιστεύω πως, ήδη πριν τον εξισλαμισμό τους, οι Σασσανίδες Πέρσες του 7ου αιώνα είχαν φτάσει σε σημείο να αποκαλούν τα ελληνικά «ρωμαϊκή γλώσσα, γλώσσα των Ρωμαίων, γλώσσα της Ρωμανίας» στην (ύστερη) μέση περσική τους γλώσσα (6ος-7ος αι.), μια συνήθεια που φυσικά συνέχισαν και ως μουσουλμάνοι. Το καταθέτω ως απλή υποψία γιατί, δυστυχώς δεν διαθέτουμε κείμενα της μέσης περσικής γλώσσας από την περίοδο 500-700, για να δούμε πως κατανοούσαν οι Πέρσες την εθνογλωσσική κατάσταση της γειτονικής τους Ρωμανίας.Πάντοτε στην προηγούμενη ανάρτηση ανέφερα επίσης την πρώτη αναντίλεκτη απάντηση σε βυζαντινή πηγή (Βίος Βασιλείου Α΄ στους Συνεχιστές Θεοφάνους, 10ος αι.) του όρου «Ρωμαϊκή γλώσσα» τον 10° αιώνα για την κοινή/δημώδη γλώσσα των Ρωμαίων.
Για να δούμε τώρα τι γίνεται μετά το 1000.
Στο προοίμιο της Αλεξιάδας (γράφτηκε περ. 1150) η Άννα Κομνηνή δηλώνει με υπερηφάνεια την επιτηδευμένη ελληνική γλώσσα (τὸ ἑλληνίζειν = ποικιλία “H”) που είχε αποκτήσει εξαιτίας της υψηλής της παιδείας (ἐς ἄκρον ἐσπουδακυῖα) και διακρίνει αυτήν την γλώσσα από την ανεπιτήδευτη «ιδιώτιδα γλώσσα» (ποικιλία “L”) των «χυδαίων» Ρωμαίων. Εδώ θυμίζω πως, όπως εξήγησα στην προηγούμενη ανάρτηση, ήδη ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (έγραψε γύρω στο 640) διακρίνει την «ευγενίδα Ελλάδα φωνή» στην οποία ο ίδιος έγραψε (αττικιστί) από την «ιδιώτιδα φωνή» των απλών ανθρώπων.
Θεοφύλακτος Σιμοκάττης:
[Θεοφ. Σιμ., 1.8.2] Σκύθης ἀνὴρ Βοοκολαβρᾶ τὴν ἐπωνυμίαν περιαγόμενος (εἰ δέ τι καὶ τῆς προσηγορίας τὸ σαφέστατον ὑπογλίχῃ μαθεῖν, παραυτίκα πρὸς τὴν Ἑλλάδα φωνὴν μετοχετεύσω τὸ ὄνομα. μάγον, ταὐτὸν δὲ φάναι ἱερέα, τὴν τῶν Σκυθῶν ἐπὶ τὴν εὐγενίδα μεταμορφοῦντες φωνὴν τῆς ἑρμηνείας τευξόμεθα),Άννα Κομνηνή:
[Θεοφ. Σιμ., 8.10.13] ἐπὶ τούτοις οἱ Βένετοι χαλεπαίνοντες κατὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐξώθουν δημώδεις βοάς. ἃ δ‘ εἶπον ἐκεῖνα ταῦτά ἐστιν· καλὸν γὰρ καὶ τῆς ἰδιώτιδος φωνῆς μνήμην ποιήσασθαι· «ὕπαγε, μάθε τὴν κατάστασιν· ὁ Μαυρίκιος οὐκ ἀπέθανεν.»
[Αλεξιάδα, προοίμιο, 1.2] Ταῦτα δὲ διεγνωκυῖα ἐγὼ Ἄννα, θυγάτηρ μὲν τῶν βασιλέων Ἀλεξίου καὶ Εἰρήνης, πορφύρας τιθήνημά τε καὶ γέννημα, οὐ γραμμάτων οὐκ ἄμοιρος, ἀλλὰ καὶ τὸ Ἑλληνίζειν ἐς ἄκρον ἐσπουδακυῖαΜετάφραση ενός λαϊκού ασματίου για τον πατέρα της Αλέξιο από την «ιδιώτιδα γλώσσα» του πλήθους στην [ελληνική] γλώσσα συγγραφής της Αλεξιάδας:
[Αλεξιάδα, 2.4.9] Ἔνθεν τοι καὶ τὸ πλῆθος ἀποδεξάμενον τῆς ὁρμῆς τὸν Ἀλέξιον καὶ τῆς ἀγχινοίας ἐξ αὐτῶν τῶν πραγμάτων ᾀσμάτιον αὐτῷ ἀνεπλέξαντο ἐξ ἰδιώτιδος μὲν συγκείμενον γλώττης, αὐτὴν δὲ τὴν τοῦ πράγματος ἐπίνοιαν ἐμμελέστατά πως ἀνακρουόμενον καὶ κατεμφαῖνον τήν τε προαίσθησιν τῆς κατ’ ἐκείνου ἐπιβουλῆς καὶ τὰ παρ’ αὐτοῦ μεμηχανημένα. Τὸ δὲ ᾀσμάτιον αὐταῖς λέξεσιν εἶχεν οὕτως· «τὸ σάββατον τῆς τυρινῆς χαρὰ ‘στ’ Ἀλέξιε ἐνόησές το καὶ τὴν δευτέραν τὸ πρωῒ ὕπα καλῶς γεράκιν μου.» Εἶχε δὲ ὧδέ πως ἐννοίας τὸ διαφημιζόμενον ἐκεῖνο ᾀσμάτιον, ὡς ἄρα «κατὰ μὲν τὸ τυρώνυμον σάββατον ὑπέρευγέ σοι τῆς ἀγχινοίας, Ἀλέξιε, τὴν δὲ μετὰ τὴν κυριακὴν δευτέραν ἡμέραν καθάπερ τις ὑψιπέτης ἱέραξ ἀφίπτασο τῶν ἐπιβουλευόντων βαρβάρων».Στο παραπάνω χωρίο βλέπουμε τον όρο «(το) γεράκιν» της «ιδιώτιδος γλώσσας» (ποικιλία “L”) να αποδίδεται στην ποικιλία “H” με την «ελληνικούρα» «(ὁ) ἱέραξ»:
κλασ. ελλην. «ὁ ἱέραξ» > δημ. ελληνιστική κοινή «τὸ ἱεράκιον» > ρωμαίικα/νεοελληνικά «το γεράκι(ν)»
Και μιας και είπα «ελληνικούρα», θυμήθηκα την ταινία Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα κι ο κοντός (1961), όπου ο Νίκος Ρίζος λέει σε κάποιο σημείο στην Έλσα Ρίζου:
ΜΑΧΟΣ (ΡΙΖΟΣ): Ε, λοιπόν με τη μάνα σου θα τραβηχτούμε εδώ μέσα καμιά ώρα, σαν τα συντεκλέρια.Μπορείτε να ακούσετε τα λόγια του Νίκου Ρίζου εδώ: στο [06:20] η κομψή/επιτήδεια διαγωγή προς την πεθερά και στο [08:15] η φυσική/ανεπιτήδευτη διαγωγή προς την σύζυγο, όπου μιλάει για την «ξεροψημένη ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΡΑ» που χρησιμοποιεί κατά την κομψή διαγωγή του προς την πεθερά.
ΡΕΑ (ΡΙΖΟΥ): Ε, αφού την ξέρεις.
ΜΑΧΟΣ: Την ξέρω, αλλά δεν αντέχω άλλο. Μ’ έπρηξε. Διότι και να μιλάω, αδελφέ μου, σαν υποψήφιος βουλευτής με την ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΡΑ μου ξεροψημένη και να κάθομαι σαν μαθήτρια του κατηχητικού και να βγάζω και το καπέλο μου λες και μπαίνω στο Λευκό Οίκο και να της φιλάω το χέρι, που βρωμάει σέρτικο Αγρινίου; 🙂
Το ενδιαφέρον με την Κομνηνή είναι πως φαίνεται να χρησιμοποιεί τα ρήματα «ελληνίζω» και «ρωμαΐζω» ως συνώνυμα: όταν περικυκλώθηκαν από τους Ρωμαίους στην Χίο, οι Τούρκοι του Τζαχά μπέη της Σμύρνης άρχισαν να εκλιπαρούν έλεος από τον (χριστιανικό; ) θεό «ρωμαΐζοντες» (μιλώντας ρωμαϊκά), ενώ αλλού οι Σκύθες και οι μιξοβάρβαροι (που πολεμούσαν μαζί με τους Ρωμαίους) «ελληνίζουν».
Γιατί «ρωμαΐζουν» ειδικά οι Τούρκοι;
Υποψιάζομαι πως εδώ η Κομνηνή μεταφέρει στο κείμενό της την τρέχουσα τουρκική ορολογία της εποχής (τουρκ. Rumca = ρωμαίικα).
[Αλεξιάδα, 7.8.2] Ὃς κατὰ τὴν ᾐόνα τῆς Χίου γενόμενος παραχρῆμα τῆς τοῦ κάστρου πολιορκίας εἴχετο ἐκθύμως μαχόμενος καὶ σπεύδων τὴν πόλιν ἑλεῖν πρὸ τοῦ τὸν Τζαχᾶν ἀπὸ τῆς Σμύρνης καταλαβεῖν. Διὰ πολλῶν οὖν ἑλεπόλεων καὶ πετροβόλων ὀργάνων πλήξας τὰ τείχη καθαιρεῖ τὸ μεταξὺ τεῖχος τῶν δυεῖν πύργων. Οἱ δὲ ἐντὸς Τοῦρκοι θεασάμενοι τὸ γεγονὸς καὶ ἐγνωκότες, ὡς ἀνυπόστατοι ταῖς ὁρμαῖς οἱ Ῥωμαῖοί εἰσιν, εἰς ἔλεον τὸν τῶν ἁπάντων ἐπεκαλοῦντο Κύριον ῥωμαΐζοντες.Για τις διάφορες απόπειρες ερμηνείας του τελευταίου δυσερμήνευτου χωρίου της Αλεξιάδας (για το ορφανοτροφείο-σχολείο που ίδρυσε ο Αλέξιος Κομνηνός) όπου αναφέρονται παρατακτικά (ο ένας δίπλα στον άλλο ως διακριτές κατηγορίες) ο «αγράμματος Ἕλλην» και ο «Ῥωμαῖος που μεταχειρίζεται τα συγγράμματα των (αρχαίων) Ελλήνων», ρίξτε μια ματιά σ΄αυτά που γράφουν ο Τάσος Καπλάνης εδώ (σσ. 90-1) και ο Γιάννης Στουραΐτης εδώ (σσ. 197-8).
[Αλεξιάδα, 15.5.2] στι δ’ οὗ καὶ πρὸς τοὺς Ῥωμαίους ἀπέσκωπτον· ἦσαν γὰρ καί τινες ἐν αὐτοῖς μιξοβάρβαροι ἑλληνίζοντες.
[Αλεξιάδα, 15.7.9] . Καὶ ἔστιν ἰδεῖν καὶ Λατῖνον ἐνταῦθα παιδοτριβούμενον καὶ Σκύθην ἑλληνίζοντα καὶ Ῥωμαῖον τὰ τῶν Ἑλλήνων συγγράμματα μεταχειριζόμενον καὶ τὸν ἀγράμματον Ἕλληνα ὀρθῶς ἑλληνίζοντα, τοιαῦτα καὶ περὶ τὴν λογικὴν παίδευσιν τὰ τοῦ Ἀλεξίου σπουδάσματα.
Ο Πέρσης Jalāl ad-Dīn Muhammad Rūmīαπέκτησε την προσηγορία “Rūmī” επειδή έζησε στο σουλτανάτο του Ρουμ (Μικρά Ασία / Ανατολία = η χώρα των Ρουμ στην ορολογία του μουσουλμανικού κόσμου). Γιος του Jalāl al Rūmī ήταν ο σουλτάνος Βαλάδ (θ. 1312, Ικόνιον Ανατολίας) που μας άφησε μεταξύ άλλων και ελληνόγλωσσα γραπτά (στην μεσαιωνική διάλεκτο της Καππαδοκίας, αναφέρω την ουράνωση tīši = τύχη σε ποίημα του πατέρα του). Σε ένα από αυτά τα γραπτά γράφει πως απευθύνθηκε στα ρωμαϊκά με μια όμορφη («καλή ροδινή») Ρωμαία της περιοχής του Ικονίου, για να τον καταλάβει (βλ. Dimitri Korobeinikhov, εδώ, σ. 7):Ν’ εἴπω ἐδῶ ῥωμαϊκά, ν’ἀκοῦς ἐσυ, καλὴ ῥοδινή
Την ίδια πάνω κάτω εποχή, στην άλλη μεριά του Αιγαίου, ο (προφανώς Φράγκος ή γασμούλος) Μοραΐτης συγγραφέας της ελληνόγλωσσης εκδοχής του Χρονικού του Μορέως (μέσα 14ου αιώνα) φυσικά αποκαλεί τους «Βυζαντινούς» Ρωμαίους (τόσο εκείνους της Ρωμανίας όσο και εκείνους του φραγκικού πριγκιπάτου της Αχαΐας) και την γλώσσα τους «ρωμαίικα»: Όταν αιχμαλωτίστηκε στη μάχη της Πελαγονίας (1259), ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος συνομίλησε με τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο«στα ρωμαίικα». Παρακάτω, ο συγγραφέας αναφέρει «φιλήματα ῥωμαίϊκα».[Χρονικόν του Μορέως]ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος, ρωμαίϊκα τοῦ ἀπεκρίθη·
«Κύρης μου σεβαστοκράτορα καὶ γυναικάδελφέ μου,
πολλὰ ἔχεις τὴν προτίμησιν μεγάλην ἀπὸ ἐμέναν
νὰ λέγῃς καὶ νὰ πολεμῇς, διατὶ εἶμαι εἰς φυλακήν σου.»[…]Κι ὅσον ἐκατεχόρτασαν φιλήματα ρωμαίϊκα,
ἐκίνησαν κ᾿ ἐδιάβησαν ὁλόρθα εἰς τὴν Ἄρταν·Για τον συγγραφέα του Χρονικού του Μορέως:
Επομένως, τον 14° αιώνα τόσο οι μουσουλμάνοι της Μικράς Ασίας όσο και οι Φράγκοι του Μοριά που ήταν σε άμεση καθημερινή επαφή με επαρχιώτες Ρωμαίους, ξέρουν πως οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν την κοινή/δημώδη τους γλώσσα «ρωμαίικα» (βλ. Αντώνη Καλδέλλη, εδώ, σσ. 195-7, και εδώ). Στις αρχές του 15ου αιώνα, ο Κύπριος Λεόντιος Μαχαιράς στην Κρόνακά του αποκαλεί «ρωμαῖκα» την Κυπριακή διάλεκτο και, φυσικά, Ρωμαίους τους ομιλητές της.[Κρόνακα, 158] Καὶ διατὶ δύο φυσικοὶ ἀφέντες εἶνε εἰς τὸν κόσμον, ὁ ἕνας κοσμικὸς καὶ ὁ ἄλλος πνευματικός, τοὺς εἶχεν τὸ νησσάκιν τοῦτον, τὸν βασιλέαν τῆς Κωνσταντινόπολις καὶ τὸν πατριάρχην τῆς μεγάλης Ἀντιοχείας, πρὶν τὴν πάρουν οἱ Λατῖνοι· δἱὰ τοῦτον ἦτον χρῆσι νὰ ξεύρωμεν ρωμαῖκακαθολικά, διὰ νὰ πέψουν γραφὲς τοῦ βασιλέως, καὶ συριάνικα σωστά, καὶ οὕτως ἐμαθητεῦγαν τὰ παιδιά τους, καὶ τὸ σύνγκρίτον οὕτως ἐδιάβαινεν μὲ τὰ συριάνικα καὶ ρωμαῖκα, ὥς που καὶ ᾿πῆραν τὸν τόπον οἱ Λαζανιάδες, καὶ [ἀπὸ τότες] ἀρκέψα νὰ μαθάνουν φράνγκικα, καὶ ᾿βαρβαρίσαν τὰ ρωμαῖκα, ὡς γοιὸν καὶ σήμερον, καὶ γράφομεν φράνγκικα καὶ ρωμαῖκα, ὅτι εἰς τὸν κόσμον δὲν ἠξεύρουν ἴντα συντιχάννομεν.Πόσο παλαιότερη του 1300 είναι αυτή η συνήθεια;Έχω ήδη αναφέρει την Άννα Κομνηνή να χρησιμοποιεί το ρήμα «ῥωμαΐζω» τον 12° αιώνα, τον Πορφυρογέννητο (Βίος Βασιλείου) να αναφέρεται σε «Ρωμαϊκή στολή και γλώσσα» στα μέσα του 10ου και, τέλος, τον Βίο του Αναστασίου του Πέρση (περ. 650) να χρησιμοποιεί με «παράξενο» τρόπο το επίρρημα «Ῥωμαϊστί» (ένας χριστιανός της Περσίας μίλησε «ῥωμαϊστί» στους στρατιώτες του Ηρακλείου). Επιπρόσθετα, οι Άραβες από την αρχή της γραμματείας τους διακρίνουν (αν και όχι τέλεια) την ελληνική(al-Yūnāniyya) από την ρωμαϊκή(al-Rūmiyya) γλώσσα. Σύμφωνα με τον αραβοπρεπή Πέρση γεωγράφο Ibn Khurdādhbah (θ. 912), η λέξη «ωκεανός» είναι της ελληνικής γλώσσας (al-Yūnāniyya), αλλά οι πολύγλωσσοι ραδανίτες Εβραίοι έμποροι της εποχής του μιλούσαν την «ανδαλουσιακή» (al-Andalusiyya, μάλλον η μοζαραβική), την φραγκική (al-Ifranjiyya), την σλαβική (al-Ṣaqlabiyya) και την ρωμαϊκή γλώσσα (al-Rūmiyya).
Στα εβραϊκά κείμενα των Ρωμανιωτών Εβραίων (οι «βυζαντινοί» Εβραίοι της Ρωμανίας) , τουλάχιστον από το ~1000 και μετά, η καθομιλουμένη γλώσσα των Ρωμαίων ονομάζεται «ρωμαϊκή γλώσσα»(lšwn Rwmi). Όλα τα παραπάνω φαίνεται να δείχνουν πως, τουλάχιστον από τον 10° αιώνα, οι Ρωμαίοι επαρχιώτες της Ρωμανίας πρέπει να κατανοούσαν ως «ρωμαϊκή» την δημώδη/ανεπιτήδευτή τους γλώσσα που εμείς σήμερα ονομάζουμε «μεσαιωνική ελληνική».Παραθέτω μερικές σελίδες για όλα τα παραπάνω από το βιβλίο Romanland του Αντώνη Καλδέλλη.
3. Τα ρωμαίικα μετά την Άλωση
Τι συμβαίνει μετά την Άλωση; Το βασικό διγλωσσικό σχήμα που καθιερώθηκε κατά την «βυζαντινή» περίοδο, το οποίο διέκρινε την λόγια γραπτή ελληνική (“H“) από την δημώδη ρωμαίικη (“L“) γλώσσα συνέχισε και στην Οθωμανική περίοδο. Καινοτομία της εποχής είναι η σταδιακά πιο συχνή χρήση της φράσης «η κοινή γλώσσα των Γραικών» από συγγραφείς που έζησαν στην (ή νταραβερίστηκαν με την) Δύση, ως συνώνυμο της παραδοσιακότερης φράσης «η κοινή γλώσσα των Ρωμαίων». Στους ίδιους κύκλους καθιερώνονται και οι αναφορές σε «σημερινούς Έλληνες» και «Έλληνες προγόνους». Ωστόσο, ακόμα κι εκείνοι που μιλάνε για «σημερινούς Έλληνες» έχουν πλήρη επίγνωση του χάσματος που χωρίζει την αρχαία ελληνική από την «απλή διάλεκτο» των «σημερινών Ελλήνων». Παραθέτω ως παράδειγμα τον πρόλογο του Απόστολου Τζιγαρά (από τα Ιωάννινα) που το 1631 εξέδωσε στην Βενετία το Βιβλίον Ιστορικόν του Ψευδο-Δωροθέου.Ἀλλὰ ἐπειδὴ αἱ ἱστορίαι ἐκείναι εὑρίσκονται γραμμέναι εἰς τὴν παλαιάν τῶν Ἑλλήνων γλῶτταν, τὴν ὁποίαν δὲν καταλαμβάνουσιν ὅλοι οἱ σημερινοί Ἕλληνες, ἠθέλησεν ὁ μακαρίτης […] ὁ κύριος Δωρόθεος […] νὰ τὰς βάλῃ εἰς τὴν ἁπλῆν γλῶσσαν, διὰ νὰ ὠφελοῦνται ὅχι μόνον οἱ σπουδαῖοι, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀμαθεῖς.
Η συνηθέστερη ονομασία αυτής της «απλής γλώσσας» παραμένει φυσικά το επίρρημα ρωμαίικα.
Το 1633 ο Αθηναίος Λεονάρδος Φιλαράς (Λ.Β. = L.V.) αφιέρωσε στον Γάλλο καρδηνάλιο Ρισελιέ (Ριχέλιος) την Χριστιανική Διδασκαλία «εἰς κοινὴν ῥωμαίκην γλῶσσαν» (graeco vulgari idiomate), την οποία προσδιορίζει ως την ΦΥΣΙΚΗ γλώσσα των Ρωμαίων και την «σημερνή μας διάλεκτο» και την διακρίνει «ἀπὸ κείνην τὴν παλαιάν καὶ εὐγενεστάτην» (ελληνική). Εξηγεί την διαφορά των δύο διαλέκτων ως συνέπεια των βαρβαρικών εποικισμών (τὲς καταδρομὲς τῶν βαρβάρων) και την «φθορά» [=αλλαγή] που προκαλεί το πέρασμα σημαντικού χρονικού διαστήματος (τὸν πολὺν καιρὸν ὁποῦ κατατρώγει ὅλα τὰ πράγματα).
Την ίδια περίπου εποχή (περ. 1650) ο Παπασυναδινός έγραψε για τον αδελφό του ένα χρονικό της περιοχής των Σερρών. Όπως εξηγεί στον αδελφό του, ο Παπασυναδινός επέλεξε να γράψει το βιβλίο «πολλὰ ἁπλὰ, ἤγουν ῥωμαϊκὴν γλῶτταν» και όχι στα ελληνικά, για να το καταλάβει ο αδελφός του αμέσως από μόνος του, χωρίς να χρειαστεί την βοήθεια λογίου. Γιατί τα ελληνικά τα γνωρίζουν ΜΟΝΟΝ οι διδάσκαλοι και οι «μαθηματικοί» (λόγιοι, σπουδασμένοι), ενώ οι ολιγοεγγράμματοι που ξέρουν μόνο τα κοινά γράμματα, τα διαβάζουν χωρίς να τα καταλαβαίνουν. Για το λόγο αυτό, ο Παπασυναδινός έγραψε «πολλά ἁπλὰ καὶ κοινά» στην γλώσσα που είναι «ἡ τάξη καὶ ἡ συνήθεια τοῦ τόπου», δηλαδή στα ρωμαίικα.
Πάντοτε την ίδια εποχή (6 Νοεμβρίου 1645) στον Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης ο Τζώρτζης Πρωτονοτάριος ανέλαβε να διδάξει στον νεαρό Τζώρτζη Σεβαστό «γράματα ρομέηκα καὶ φράγγικα» για να μάθει να διαβάζει και να γράφει σε «βολγαρε και όχι ἑληνικα μηδε την λατηνα μα ἁπλος βολγάρε» (βολγάρε < ιταλ. volgare = δημώδης). Οι δύο σύγχρονες «δημώδεις» γλώσσες (ρωμαίικα και ιταλικά/βενετσιάνικα) αντιπαραβάλλονται στις δύο νεκρές, κλασικές γλώσσες από τις οποίες κατάγονται, τα ελληνικά και τα λατινικά.
Την ίδια εποχή (1641, 1643) εκδόθηκαν στην Βενετία οι μεταφράσεις (μεταφρασθὲν) παλαιότερων κειμένων που πραγματοποίησε ο Κρης μοναχός Αγάπιος «από την διάλεκτο των Ελλήνων» (ἐκ τῆς τῶν Ἑλλήνων) «εἰς (τὴν) κοινὴν [τῶν Γραικῶν / ἡμετέραν] διάλεκτον».
Η δημώδης γλώσσα που στον τίτλο μιας από τις μεταφράσεις του Αγαπίου χαρακτηρίζεται «η κοινή γλώσσα των Γραικών», σε πολλές άλλες παρόμοιες εκδόσεις της εποχής εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται «η κοινή γλώσσα των Ρωμαίων».
Παραπάνω ανέφερα τον Θεοφύλακτο Σιμοκάττη (περ. 640) και την Άννα Κομνηνή (12ος αι.) να διακρίνουν την «ιδίωτιδα φωνή» από την ελληνική γλώσσα. Το 1628, στα πλαίσια της καθολικής προπαγάνδας προς ελληνόφωνους (propaganda fide), εκδόθηκε στην Ρώμη μια μεταγλώττιση του καθολικού Κερκυραίου Πέτρου Αρκουδίου από τα ελληνικά «εἰς τὸ ἰδιωτικὸν μίλημα διὰ κοινὴν ὠφέλειαν» (ad communem Graecorum utilitatem vernaculo eorum sermone donata). Η αμέσως επόμενη (#182) έκδοση στην λίστα του Α΄ τόμου της Bibliographie Hellenique του Legrand έγινε επίσης το 1628 πάντοτε στη Ρώμη και είναι «μεταγλωττισμένη εἰς ῥωμαίκην γλῶσσαν».
Όσοι ενδιαφέρεστε για τη συνέχεια την ιστορίας της διγλωσσίας κατά την περίοδο 1766-1976, υπάρχει το παρακάτω εξαιρετικό βιβλίο:
Peter MackRidge, Language and National Identity in Greece, 1766-1976 (Oxford 2009, paperback 2010)
smerdaleos
1 σχόλιο:
Μην έχοντας κάνει ποτέ
μαθήματα αγγλικών
κατανοώ αυτήν την γλώσσα
-αν και δυσκολεύομαι να την μιλήσω- αφού την ακούω από μικρή ηλικία,
στην τηλεόραση, στην μουσική -ως στίχους- και όπου αλλού...
και η οποία μας έχει
διαμορφώσει ως...πολίτες.
Ο Ρωμιός ακούγοντας στην
εκκλησία, την γλώσσα
της Γραφής και της υμνογραφίας
ότι δηλαδή υψηλότερο έχει δώσει η Ελληνική,
πολύ συχνότερα από ότι εμείς σήμερα, που δεν κατανοούμε αυτόν τον θησαυρό και ψάχνουμε σε
...ψευτοεπιστημονικές τιποτολογίες
για παιδεία
γιά μόρφωση
για καλλιέργεια...
γίνεται κατανοητό το
επίπεδό του και η ποιότητά του
άσχετα με το πόσο κάποιοι
ψηλομύτες αριστοκράτες
μπορούσαν να το αποδεχτούν
και με δεδομένη την
εγγενή... vulgarité...
των όχλων, των ανέκαθεν συνωθούμενων στις μεγαλουπόλεις...
και πού δεν αποτελούσε
υπόδειγμα λαού...!
Δημοσίευση σχολίου