Ακολουθεί η κριτική του έργου (Μάρτιος 2020) στην Εφημερίδα Πολίτης της
Μαρίας Χαμάλη, την οποία ευχαριστώ θερμά για τα καλά της λόγια!
Κώστας
Κακογιάννης
Ένα σύγχρονο “Άρμα Θέσπιδος” φιλοδοξεί να εγκαινιάσει ο ΘΟΚ με τον θεσμό της Κινητής Θεατρικής Μονάδας που λειτουργεί φέτος για πρώτη φορά, προσδοκώντας σε ένα πρόγραμμα θεατρικής αποκέντρωσης το οποίο θα κατορθώσει να μεταφέρει τη μαγεία της τέχνης του θεάτρου σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από τις μεγαλουπόλεις του νησιού και δεν έχουν πρόσβαση στις θεατρικές σκηνές. Δήμαρχοι και κοινοτάρχες καλούνται να παρακολουθήσουν την προτεινόμενη κάθε φορά παράσταση και να αποφασίσουν αν θα την προσφέρουν στο κοινό της “μικρής τους πόλης”.
Ένα σύγχρονο “Άρμα Θέσπιδος” φιλοδοξεί να εγκαινιάσει ο ΘΟΚ με τον θεσμό της Κινητής Θεατρικής Μονάδας που λειτουργεί φέτος για πρώτη φορά, προσδοκώντας σε ένα πρόγραμμα θεατρικής αποκέντρωσης το οποίο θα κατορθώσει να μεταφέρει τη μαγεία της τέχνης του θεάτρου σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από τις μεγαλουπόλεις του νησιού και δεν έχουν πρόσβαση στις θεατρικές σκηνές. Δήμαρχοι και κοινοτάρχες καλούνται να παρακολουθήσουν την προτεινόμενη κάθε φορά παράσταση και να αποφασίσουν αν θα την προσφέρουν στο κοινό της “μικρής τους πόλης”.
Δεν θα μπορούσε να επιλεχθεί καταλληλότερο έργο ως εναρκτήριο του θεσμού αυτού, από το πολυανεβασμένο και βραβευμένο με Πούλιτζερ “Η μικρή μας πόλη” (“Our Town”, 1937) του Thornton Wilder, ενός από τους αναμορφωτές του αμερικανικού θεάτρου. Όχι μόνο επειδή ελλείψει σκηνικών αποτελεί ένα έργο ευπροσάρμοστο σε κάθε, θεατρική ή μη, αίθουσα, αλλά και επειδή μέσα από την πρωτότυπη σκηνική δομή του, αλλά και τη διαχρονική θεματολογία του καθιστά την τέχνη του θεάτρου προσιτή σε κάθε είδους κοινό. Με τα δύο πρώτα του ανεβάσματα το 1938 να επιδοκιμάζονται από την κριτική, “Η μικρή μας πόλη” θα αρχίσει να κερδίζει αναγνώριση όταν μεταφερθεί, την ίδια χρονιά, στο Broadway. Ομοίως, όταν πρωτοπαρουσιάζεται στην Αθήνα το 1945 με την Κατερίνα Ανδρεάδη και τη Μελίνα Μερκούρη σε διπλή διανομή στον ρόλο της Έμιλι, οι παραστάσεις τερματίζονται εσπευσμένα λόγω της “υπερπρωτοποριακότητάς” του.
Ογδόντα, περίπου, χρόνια μετά, ο Wilder εξακολουθεί να εντυπωσιάζει με τον “μπρεχτικό” τρόπο που δομεί το έργο του, χρησιμοποιώντας την προσφιλή, για πολλούς συγγραφείς, τεχνική του θεάτρου εν θεάτρω, αλλά και σχολιάζοντας, μέσα από τον κεντρικό χαρακτήρα του Διευθυντή της σκηνής, το “στήσιμο” της παράστασης. Ο Διευθυντής της σκηνής απευθύνεται στο κοινό, προλογίζει το έργο, δίνει πληροφορίες για τον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη, συστήνει τους ηθοποιούς και ενημερώνει ποιους χαρακτήρες θα υποδυθούν, ενώ μέσω της αφήγησης και με ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα “κτίζει”, στη φαντασία του κοινού, την εικόνα της πόλης. Μέσα από τις τρεις πράξεις του έργου, ο θεατής παρακολουθεί αποσπασματικά και χωρίς ρεαλιστική χρονική ακολουθία, τη ζωή στη φανταστική πόλη Γκρόβερς Κόρνερς, κάπου στην πολιτεία του Νιου Χάμσαϊαρ. Στην Πρώτη Πράξη παρακολουθούμε μια μέρα από την καθημερινότητα των κατοίκων και συγκεκριμένα την 7η Μαΐου 1901.
Οι λίγες καρέκλες σηματοδοτούν τις δύο κεντρικές οικογένειες γύρω από τις οποίες θα δημιουργηθεί μια υποτυπώδης και αποσπασματική ιστορία, ιστορία σαν πολλές άλλες μέσα σε αυτήν ή οποιαδήποτε άλλη πόλη. Η Δεύτερη Πράξη μας μεταφέρει λίγα χρόνια αργότερα και μας καθιστά μάρτυρες ενός έρωτα και ενός γάμου, ενώ η Τρίτη Πράξη διαδραματίζεται στο νεκροταφείο της πόλης και πραγματεύεται, μέσα από τη φαντασιακή της δομή, το θέμα του θανάτου και της αιωνιότητας. Το παράδοξο με το έργο του Wilder είναι ότι ενώ το θέμα του είναι η ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής των κατοίκων της πόλης, οι τεχνικές που χρησιμοποιεί (κινηματογραφική δομή, φλας μπακ, απουσία σκηνικών, διάδραση με το κοινό) οδηγούν σε ένα μη ρεαλιστικό σκηνικό αποτέλεσμα.
Τη ρευστή και εύπλαστη αυτή δομή είναι που εκμεταλλεύεται η Αλεξία Παπαλαζάρου στη σκηνοθεσία της, δημιουργώντας μια παράσταση ξεκάθαρη, διαδραστική και αυτοαναφορική, η οποία έχει τη δυνατότητα να προσαρμοστεί στο εκάστοτε κοινό και να το πείσει ότι αυτή η μακρινή, σε τόπο σε χρόνο, πόλη, δεν διαφέρει σε τίποτα από τη δική του. Η εύστοχη διασκευή η οποία προκύπτει από τη δική της μετάφραση, γεγονός που της δίνει μια άλλη επαφή με το πρωτότυπο έργο, προσαρμόζει τα αυτοσχεδιαστικά στοιχεία του έργου στην ομάδα και το κοινό, ενώ κρατά τα πιο ουσιαστικά επεισόδια του έργου, ρίχνοντας εμφανώς το βάρος στην Τρίτη Πράξη όπου το ύφος και η αισθητική μετατοπίζονται σε ένα πιο φαντασιακό, αλλά και συναισθηματικό επίπεδο.
Αν και θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να είχε γίνει μια αυστηρότερη διαχείριση του χρόνου και ίσως καλύτερη ισορροπία στα αυτοσχεδιαστικά κομμάτια τα οποία κάποιες στιγμές δείχνουν να βαραίνουν τον ρυθμό, εντούτοις η παράσταση διατηρεί τη συνοχή της και κατορθώνει να αναδείξει, χωρίς να παραμένει τυφλά προσκολλημένη στο έργο, το πολυεπίπεδο, δομικά και θεματικά, οικοδόμημα του συγγραφέα, προσδίδοντάς του μια φρέσκια και σύγχρονη πνοή, προσαρμοσμένη στο δικό μας κοινό. Δίνοντας έμφαση στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Διευθυντή της σκηνής (στον οποίο ο Πάνος Μακρής ξεχωρίζει με την ευστοχία, την εγρήγορση και το χιούμορ του), η Αλεξία Παπαλαζάρου επενδύει στην αυτοσχεδιαστική και διαδραστική δομή του έργου, κατορθώνοντας έτσι να εμπλέξει το κοινό στη διαδικασία δημιουργίας της παράστασης, ενώ ταυτόχρονα δίνει τη δυνατότητα, ακόμη και στους μη εξοικειωμένους με την τέχνη του θεάτρου, θεατές, να μυηθούν στη διαδικασία κατασκευής της.
Οι ηθοποιοί απευθύνονται στο κοινό, διατηρούν οπτική επαφή και αναμειγνύονται μαζί του, εκμηδενίζοντας, έτσι, την απόσταση, ανάμεσα σε σκηνή και πλατεία. Αν και ο συγγραφέας δεν ζητά συγκεκριμένα σκηνικά και κοστούμια, η παράσταση της Αλεξίας Παπαλαζάρου δίνει το στίγμα της εποχής στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία, κυρίως μέσα από τα καλαίσθητα και ομοιόμορφα κοστούμια της Ηλέκτρας Κυθραιώτου. Πιστεύω, ωστόσο, ότι η αισθητική αυτή ομοιομορφία δεν διατηρείται και στα σκηνικά, τα οποία, ίσως ηθελημένα, υπογραμμίζουν την προχειρότητα της κατασκευής τους, ενώ δεν αιτιολογούν την παρουσία τους στη σκηνή.
Η επιλογή του συγγραφέα να παίξουν οι ηθοποιοί σε γυμνή σκηνή με τη βοήθεια ελάχιστων σκηνικών αντικειμένων (και πλέον στις μέρες μας με την πολύτιμη συνδρομή του φωτισμού), θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα καλύτερο εικαστικό αποτέλεσμα και πιο ταιριαστό τόσο στο ίδιο το έργο, όσο και στο ύφος της παράστασης, η οποία προορίζεται να παιχτεί σε δημοτικές ή σχολικές αίθουσες και όχι σε θεατρική σκηνή.
Όλοι, ανεξαιρέτως, οι ηθοποιοί (Πάνος Μακρής, Νεκτάριος Θεοδώρου, Μαρίνα Μανδρή, Γιάννης Μίνως, Μαρία Φιλίππου, Μαργαρίτα Ζαχαρίου, Ηλιάνα Κάκκουρα, Δημήτρης Γκουτζαμάνης) συντονίζονται απόλυτα με το κλίμα του έργου. Σε μια παράσταση που απαιτεί να ισορροπούν ανάμεσα στον θεατρικό και τον πραγματικό χρόνο, τον θεατρικό και τον πραγματικό τους εαυτό, τον λόγο, την κίνηση (Παναγιώτης Τοφή) και το τραγούδι, οι οκτώ ηθοποιοί δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, ενώ με το εξαιρετικό σκηνικό τους δέσιμο κατορθώνουν να δημιουργήσουν μια ομάδα αδιάσπαστη, όπου ο ένας συμπληρώνει διαρκώς την ερμηνεία του άλλου. Θα έλεγα, ωστόσο, ότι ο απόλυτος πρωταγωνιστής της παράστασης ο οποίος λειτουργεί και ως ο βασικός δίαυλος επικοινωνίας με το κοινό, είναι η υπέροχη, νοσταλγική, συγκινησιακή μουσική του Κώστα Κακογιάννη, η οποία βρίσκει την ολοκλήρωσή της στους εύστοχους στίχους του Πάμπου Κουζάλη, οι οποίοι κατορθώνουν, μέσα από την απλότητά τους, να συνοψίσουν όλη την ουσία και το φιλοσοφικό φορτίο του έργου.
Η ομάδα της Αλεξίας Παπαλαζάρου κτίζει μια πόλη που θα μπορούσε να είναι η πόλη του καθενός. Μια πόλη όπου οι άνθρωποι γεννιούνται, μεγαλώνουν, ζουν, γερνάνε και πεθαίνουν, όπου οι μανάδες έχουν τις ίδιες έγνοιες για τα παιδιά τους, οι έφηβοι έχουν τις ίδιες ανησυχίες για το μέλλον τους, τα αγόρια ερωτεύονται και τα κορίτσια ονειρεύονται με το ίδιο πάθος. Ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου