Κάποτε, ενώ περπατούσαμε στις όχθες της Νεκράς Θάλασσας, ο Γέροντας μου κι εγώ, διηγείτο στους Αδερφούς ο Αββάς Δουλάς, ο μαθητής του Οσίου Βησσαρίωνος(+17 Ιουνίου) κυριεύθηκα από υπερβολική δίψα.
– Διψώ, Αββά, είπα στον Γέροντά μου.
– Πιές από τη θάλασσα, μου είπε.
Τον κύτταξα με απορία. Πινόταν εκείνο το νερό, που ήταν όλο αλμύρα και θειάφι; Ο Γέροντας όμως είχε σταθή σε προσευχή και με το ευλογημένο του χέρι σταύρωνε τα νερά.
– Πιές, μου ξανάπε.
Υπήκουσα. Πήρα με τη χούφτα μου και ήπια. Το πικρό νερό της Νεκράς Θάλασσας είχε γίνει πιο γλυκό από το μέλι.
Σαν να είδα το θαύμα αυτό, ετοιμάστηκα να γεμίσω το μικρό λαγήνι που είχα μαζί μου.
– Γιατί το γεμίζεις; με ρώτησε ο Γέροντας.
– Για να το έχω, όταν διψάσω πάλι, Αββά.
Με κύτταξε με αυστηρό βλέμμα:
– Ο Θεός που είναι εδώ, ολιγόπιστε, είναι παντού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου