- Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά τον Βασιλέα
ή μήπως και σου φάνηκε, σαν όνειρο να πούμε,
σαν παραμύθι τάχα;
ή μήπως και σου φάνηκε, σαν όνειρο να πούμε,
σαν παραμύθι τάχα;
- Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα,
Πα να γενώ εκατό χρονών, κι ακόμα το θυμούμαι
σαν νάταν χθες μονάχα.
- Απέθανε, γιαγιά;
- Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμάται.
- Και τώρα πια δεν ημπορεί
γιαγιάκα να ξυπνήση;
- Ω, βέβαια! Καιρούς καιρούς,
σηκώνει το κεφάλι,
και βλεπ' αν ήρθεν η στιγμή,
πόχει ο Θεός ορίσει.
- Πότε, γιαγιά μου, πότε;
- Οταν τρανέψης, γιόκα μου,
να αρματωθείς, και κάμης,
τον όρκο στην Ελευθεριά,
συ κι όλη η νεολαία,
θα σώσετε την χώρα.
Κι ο βασιλιάς θα σηκωθεί
τον Τούρκο να χτυπήση.
Και χτύπα-χτύπα, θα τον πα
πίσω στην κόκκινη μηλιά,
και πίσω από τον ήλιο,
που πια να μη γυρίση!
Γεώργιος Βιζυηνός (1882)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου