Η γερόντισσα Γιελένα (Μιχαλιόβα), η παλαιότερη μοναχή του μοναστηριού Φλωρόφσκι του Κιέβου, μιλά για τον βίο της και τις σύγχρονες διώξεις στην Ουκρανία
Μέρος Α.
Μοναχή Γιελένα (Μιχαλιόβα)
Ούτως ή άλλως, αυτή καθ’ αυτή η "φροντίδα" του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας (ΣτΜ: Ο.Ε.Ο.
στη συνέχεια) και τους αγίους της και ιδιαίτερα η αξίωση για κάποιου
είδους ιστορική υποταγή σε αυτόν των παλαιών αδελφών και ναών, μας
φαίνεται τουλάχιστον περίεργη. Όσον αφορά στη Μονή Φλωρόφσκι, η οποία
συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των δώρων του Ποροσένκο στον Πατριάρχη
της Κωνσταντινούπολης, η κατάσταση έρχεται σε αντίθεση με οποιαδήποτε
λογική. Λογική δεν υπάρχει και στην πρόκληση ενός νέου σχίσματος,
εκτός από την πολιτική ίντριγκα από μέρους του προσώπου που υποκίνησε
τον σχηματισμό της Ο.Ε.Ο. και τις όποιες φιλοδοξίες του Πατριαρχείου
Κωνσταντινούπολης.
Το μοναστήρι Φλωρόφσκι σήμερα
Η ιστορία της παλαιάς Μονής Φλωρόφσκι συνδέεται άμεσα με τη Ρωσική
Ορθόδοξη Εκκλησία (ΣτΜ: Ρ.Ο.Ε. στη συνέχεια) και τη Μητρόπολη Κιέβου.
Και αυτή, όπως και τα περισσότερα μοναστήρια στην επικράτεια της
σημερινής Ουκρανίας, δημιουργήθηκε με δωρεές, τόσο από το τσαρικό
θησαυροφυλάκιο όσο και από άλλους υψηλούς προστάτες. Αρκεί να
υπενθυμίσουμε ότι, εδώ και αιώνες, μοναχές από γνωστές ευγενείς
οικογένειες της Ρωσίας ήρθαν κι ασκήτεψαν εδώ: Η Μεγαλόσχημη Νεκταρία,
η πριγκίπισσα Νατάλια Μπορίσοβνα Ντολγκορούκοβα, η κόρη του διάσημου
στρατάρχη και φίλου του αυτοκράτορα Πέτρου Α΄, πρίγκιπα Μπόρις
Πετρόβιτς Σερεμέτιεβ. Η ηγουμένη Παρθενία, κατά κόσμον Απολλιναρία
Αλεξάντροβνα Ανταμπάς, προέρχονταν από ευγενή μολδαβική οικογένεια.
Οσία Ελένη της Μονής Φλωρόφσκι, Κίεβο
Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, στη μονή αποβίωσε η Ελένη της Μονής
Φλωρόφσκι του Κιέβου, της οποίας τα λείψανα φυλάσσονται στην εκκλησία
της μονής. Κατά κόσμον γνωστή ως Εκατερίνα Αλεξέεβνα Μπεχτέεβα,
αγιοκατατάχθηκε το 2009. Γεννήθηκε το 1756, σε μια οικογένεια ευγενών,
στην πόλη Ζαντόνσκ. Ένας άλλος Μπεχτέεφ ήταν ο Άγιος Τύχων του
Ζαντόνσκ († 1783), η επικοινωνία με τον οποίο ώθησε τη νεαρή
Αικατερίνη να επιλέξει τον μοναχισμό. Αυτός κληροδότησε το φέρετρό του
στην Οσία. Στο μοναστήρι Φλωρόφσκι τελέστηκε και η κουρά της μοναχής
Αλεξάνδρας (Μελγκουνόβ), ιδρύτριας του μοναστηριού Σεραφείμ –
Ντιβέεβο. Σύμφωνα με την παράδοση, τη Μονή Φλωρόβσκι πριν από την
κουρά επισκέφθηκε ο νεαρός Πρόχορ, ο μελλοντικός μέγας φωστήρας, ο
Μοναχός Σεραφείμ του Σαρώφ.
Συνεπώς, ούτε λόγος να γίνεται για κάποια έστω και υποτυπώδη
συμμετοχή του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης στα δρώμενα της Μονής
Φλωρόφσκι και το ίδιο ισχύει και για τα περισσότερα ιστορικά
μοναστήρια της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Πατριαρχείου Μόσχας
(ΣτΜ: Ο.Ο.Ε. – Π.Μ. στη συνέχεια).
Το μοναστήρι Φλωρόφσκι βρίσκεται στους πρόποδες του Ζάμκοβαγια Γκαρά (ΣτΜ: λόφος Χορίβιτσα)
Η Σχολή του ρωσικού μοναχισμού στη Μονή Φλωρόφσκι διατρέχει τους αιώνες και διατηρεί τις παραδόσεις της μέχρι και σήμερα
Στο μοναστήρι έκανα μια εξαιρετική γνωριμία, με την 85χρονη μοναχή
Γιελένα (Μιχαλιόβα), μια από τους παλαιότερους κατοίκους της Μονής, η
οποία πέρασε 63 (!) χρόνια μέσα στη Μονή. Όπως είπε η ίδια η
μητερούλα, στη δεκαετία του 1950 ζούσαν στο μοναστήρι ασκήτριες, που
είχαν έρθει εδώ πριν ακόμη από την επανάσταση του 1917. Έτσι, η Σχολή
του ρωσικού μοναχισμού στη Μονή Φλωρόφσκι διαπερνά πολλούς αιώνες και
διατηρεί τις παραδόσεις της μέχρι σήμερα.
Στις σύγχρονες της μητερούλας Γιελένας μοναχές θα πρέπει να
συμπεριλάβουμε τις, ακόμη εν ζωή, Μαριονίλα, Μαργαρίτα, και την
97χρονη Επιστημία. Για περισσότερα από 40 χρόνια, ασκητεύει στη Μονή η
καλόγρια Μαριάμ, πρωτεφημέρια της μονής, και η καλόγρια Εμίλια,
τυπικάρισσα, η οποία, σύμφωνα με τη μαρτυρία των ασκητριών της μονής,
δεν έλειψε από ούτε μια Λειτουργία όλα αυτά τα χρόνια. Η ηγουμένη
Αντωνία (Φίλκινα, † 04.16.2018.), η οποία αποβίωσε εν Κυρίω πέρυσι,
είχε έρθει να ασκητέψει, επίσης, από την περιοχή του Μπριάνσκ και
αφιέρωσε τη ζωή της στο μοναστήρι.
Πρέπει να σημειωθεί ότι στην παράδοση του μοναστηριού ανήκε η
συντήρηση και ανατροφή των ορφανών και ακόμη και κατά τη διάρκεια της
σοβιετικής εποχής ζούσαν και ανατράφηκαν κορίτσια στο μοναστήρι
Φλωρόφσκι. Πολλές ασκήτριες ήρθαν εδώ με την ευλογία του μοναχού
Κούκσα (ΣτΜ: Κατά κόσμον Κοσμάς Βελίτσκο, γεννήθηκε στο χωριό
Αρμπουζίνκα της Χερσώνος το 1875) της Οδησσού και του Γέροντα Νικολάι
Γκουριάνοφ.
Η Μοναχή Γιελένα (Μιχαλιόβα) μάς καλωσόρισε θερμά και μας ευχήθηκε
για τα επερχόμενα Χριστούγεννα. Και στο ερώτημα για το πώς/τι νιώθει
με την εμφάνιση της νέας σχισματικής δομής στην Ουκρανία, της αυτο –
αποκαλούμενης Ο.Ε.Ο., απάντησε ότι στη ζωή της γνώρισε διάφορες μορφές
διώξεων, από τον αθεϊσμό στο σχολείο μέχρι τις διώξεις και τις
εξώσεις από τη μονή στα χρόνια του Χρουστσιόφ. Και ότι οι σημερινές
"πρωτοβουλίες" της ουκρανικής κυβέρνησης, με επικεφαλής τον Ποροσένκο,
στρέφονται, επίσης, ενάντια στην αληθινή Εκκλησία του Χριστού, μόνο
που τώρα δεν χρησιμοποιούν αθεϊστικά συνθήματα, αλλά κρύβονται κάτω
από τα πονηρά σημάδια μιας ορισμένης «πνευματικότητας», κάτι για το
οποίο μίλησε ο Σωτήρ ημών: «Πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου
λέγοντες, ἐγώ εἰμι ὁ Χριστός, καὶ πολλοὺς πλανήσουσι»(Ματθαίος 24, 5
[ΣτΜ: Και όχι 24,3, όπως στο πρωτότυπο]).
Η ιστορία της μητερούλας για τον βίο της, για τη χριστιανική
ανατροφή που έλαβε κατά τη διάρκεια της σκληρής δίωξης της Εκκλησίας,
για την επιθυμία της ν’ αφιερώσει τη ζωή της στον Θεό στο μοναστήρι
του παλαιού Κιέβου, όπου γεννήθηκε ο ρωσικός μοναχισμός, για την
αγάπη για την οικεία της Μονή Φλωρόβσκι, που ήκμασε από τον 16ο αιώνα
στον λόφο Χορίβιτσα, δίπλα στο Ποντίλ (ΣτΜ: Ιστορική περιοχή του
Κιέβου), αποτελεί, κατά τη γνώμη μας γλαφυρό παράδειγμα της αφοσίωσης
στην κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία (ΣτΜ: Στην Ο.Ε.Ο. – Π.Μ.), η οποία,
σύμφωνα με τον Χριστό, "καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς " (βλ.
Ματθ. 16,18).
Η ανατροφή που έλαβα από τον πατέρα μου διαμόρφωσε την πίστη και την εσωτερική αυτοπειθαρχία μου
α – Μητερούλα, μιλήστε μας για σάς, πού γεννηθήκατε και ποιος σας εμφύσησε την ορθόδοξη πίστη; Από τα 17 σε μοναστήρι ...
– Γεννήθηκα το 1936, σε μια πολύ θρησκευόμενη οικογένεια. Ο πατέρας
μου, Μιχαήλ Γκεόργκιεβιτς Μιχαλιόβ, ήταν από το Κουρσκ, και η μητέρα
μου, Μαρία Ουλιάνοβνα, γέννημα – θρέμμα της Μπρεστ (ΣτΜ: Πόλη της
Λευκορωσίας), κατέληξε στο Κουρσκ, στο οποίο η οικογένειά της κατέφυγε
κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όπου και γνωρίστηκαν
με τον πατέρα μου. Θυμάμαι την αρχή του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου
(ΣτΜ: Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος), τις επιδρομές, όλες αυτές οι εικόνες
«παρελαύνουν» μπροστά από τα μάτια μου.
Η νεαρή Όλγα με τον πατέρα της Μιχαήλ Γκεόργιεβιτς και τον αδελφό της Αλέξι, μελλοντικό ιερέα, το 1951
Ο μπαμπάς μου, θα μπορούσε κανείς να πει, ήταν ένας άνθρωπος του
δέκατου ένατου αιώνα, ήταν πάντα στην εκκλησία: Έψαλλε, διηύθυνε τη
χορωδία, στο Κουρσκ όλοι τον γνώριζαν. Η οικογένεια έκανε, επίσης, όλα
όσα απαιτεί ο Κανονισμός της Εκκλησίας. Όταν τα παιδιά μεγαλώσαμε
λίγο, όλοι, μικροί και μεγάλοι, πηγαίναμε στην Εκκλησία. Η ανατροφή
μας ήταν ντεμοντέ, δηλαδή δεν επιτρεπόταν να κόβουμε τα μαλλιά μας, να
βλέπουμε ταινίες, να χορεύουμε. Και αν ο μπαμπάς μάθαινε από γνωστούς
του ότι είχα παραβιάσει τις εντολές του αναφορικά με το τι
απαγορεύονταν να κάνουμε, θα με καλούσε και θα ρωτούσε: "Χόρεψες στο σχολείο;" – και λαμβάνοντας καταφατική απάντηση θα με ρωτούσε γιατί το έκανα. "Θυμήσου
μόνο, η κόρη της Ηρωδιάδας χόρεψε όμορφα και τι κατάληξη είχε αυτό;
Έλαβε ως ανταμοιβή το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή. Δεν θα το
κάνεις πλέον, εντάξει;". Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις τού απαντούσα: "Δεν θα το ξανακάνω, δεν θα το ξανακάνω". Ακόμη δεν μπορώ να το ξεχάσω...
Όταν μετακομίσαμε στους συγγενείς της μητέρας μου στη Λευκορωσία
(ήδη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου), πήγαινα στον
κινηματογράφο με τους συνομηλίκους μου, σε ηλικία περίπου δέκα χρονών
(εκείνη την εποχή έδειχναν πολλές στρατιωτικές ταινίες), και στον
κινηματογράφο υπήρχε μόνο μία βραδινή προβολή. Τα παιδιά, όπως και να
το κάνεις, είναι παιδιά. Έφευγαν σαν τσούρμο και σε διάφορες
κατευθύνσεις από τον κινηματογράφο, και κάπου εκεί θυμάμαι την εντολή
του πατέρα μου και αρχίζω να σκέφτομαι τι θα πει ο πατέρας μου για
μένα, όι – όι – όι... Και, ιδού, πηγαίνω σπίτι, παίρνοντας τον δρόμο
που περνά δίπλα από το νεκροταφείο, χωρίς διόλου να φοβάμαι. Κοιτάζω
το παράθυρο του σπιτιού μας και βλέπω φως αναμμένο και φοβάμαι... Ο
μπαμπάς ανοίγει την πόρτα: "Τι, στον κινηματογράφο ήσουν; Τώρα θα δεις..." – και βγάζει τη ζώνη του. Σε αυτό το σημείο παρεμβαίνει η μαμά, προσπαθεί να τον καθησυχάσει και να τον πείσει: Είναι αργά, οι γείτονες θα μας ακούσουν και θ’ αγανακτήσουν, θα τα βρούμε αύριο. Ο μπαμπάς με βάζει να κάτσω δίπλα του, μου μιλάει, αλλά να με χτυπήσει, ούτε καν λόγος, το έκανε μόνο για εκφοβισμό.
Με το που έμαθα να διαβάζω, είχα την υποχρέωση να διαβάζω τους
βίους των Αγίων για όλη την οικογένεια. Οι φίλες με καλούσαν και ο
πατέρας μου το «δικό» του: Διάβασε αυτό κι αυτό... Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι, αλλά εγώ διάβαζα. Και ο πατέρας μού κάνει: "Τίποτε, τίποτε, οι φίλες μπορούν να περιμένουν, θα τελειώσεις πρώτα με την ανάγνωση και μετά θα πας σε αυτές".
Κάπως έτσι με ανέθρεψε. Στις μεγάλες εορτές, σχολείο δεν πηγαίναμε,
όλοι ήξεραν ότι ήμασταν μια οικογένεια πιστών. Και όσον αφορά στις
Αρχές, φτηνά τη γλυτώναμε. Φυσικά, δεν χάσαμε ποτέ ούτε μια Θεία
λειτουργία. Μετά τη λειτουργία, ο πατέρας πάντα ρωτούσε ποιο Ευαγγέλιο
αναγνώσθηκε εκείνη την μέρα. Ε, το ξέρετε πώς είναι με τα παιδιά στη
λειτουργία: Στέκονται λίγο και στη συνέχεια τρέχουν γύρω – γύρω στον
ναό. Αν, λοιπόν, δεν μπορούσα να επαναλάβω το περιεχόμενο του
Ευαγγελίου των εορτών, δεν θα λάμβανα καραμέλα μετά το γεύμα, σε
αντίθεση με τις δύο νεότερες αδελφές και τον αδερφό μου. Στο γεμάτο
απογοήτευση και θυμό "Και για μένα;", μου απαντούσε ότι θεωρούσε ότι δεν ήμουν στην εκκλησία, αν δεν μπορούσα να διηγηθώ το περιεχόμενο του Ευαγγελίου που αναγνώσθηκε.
Την επόμενη φορά που είμαι στην εκκλησία, στέκομαι και ακούω
προσεκτικά. Γυρίζω σπίτι, διηγούμαι τα πάντα. Ο πατέρας νεύει εγκάρδια
και λέει: "Καλά, βλέπω ότι ήσουν στη λειτουργία. Ποιο ήταν το κήρυγμα του ιερέα σήμερα;". Έλα που δεν θυμάμαι. «Την επόμενη φορά που θα μου πεις, θα σου δώσω και τα γλυκά». Για άλλη μια φορά, ακούω το κήρυγμα, δεν αποσπώ την προσοχή μου και ο πατέρας μου και πάλι το δικό του: «Δεν είδα (αν είναι δυνατόν, είναι στη χορωδία, απ’ όπου και μπορεί να δει τα πάντα!) να έρχεσαι να ασπαστείς τον Σταυρό». " Όι, μανούλα μου..."
– Αναστενάζω και πλέον κάθομαι και ακούω όλα από την αρχή μέχρι το
τέλος, ακόμη και τις προσευχές των Ευχαριστιών μετά την Κοινωνία...
Αυτή ήταν η εκκλησιαστική παιδεία που λάβαμε...
– Δεν ήταν φορτίο για εσάς όλο αυτό; Δεν θέλατε να διαμαρτυρηθείτε;
– Όχι, όχι, ο πατέρας μου μού εμφύσησε μέσα μου την αγάπη για την
ανάγνωση, έτσι αγάπησα και τον έντυπο λόγο γενικότερα. Πρώτα
ξαναδιάβασα τη λογοτεχνία του σχολικού προγράμματος και μετά
ενδιαφέρθηκα για τους κλασικούς: Πούσκιν, Σάλτικοβ – Σχέντριν,
Λερμόντοφ, Νεκράσοφ. Θυμάμαι ότι κάποτε ζούσαμε μακριά από την
εκκλησία: Επτά χιλιόμετρα να πας κι άλλα τόσα να γυρίσεις και ήμουν
τότε 14 – 15 ετών. Ξεκινάω να πάω στον Όρθρο και ο πατέρας μου μού
δίνει χρήματα ν’ αγοράσω για μένα κάτι νόστιμο. Κι εγώ μετά τη
Λειτουργία τρέχω στο βιβλιοπωλείο και αντί για κουλουράκια με μέλι
αγοράζω βιβλία. Διάβαζα τόσο πολύ, που η μητέρα μου άρχισε να με
λυπάται: Τάχα διαβάζεις, αλλά όλο ανοησίες διαβάζεις και πριν μας διάβαζες τoυς Βίους. Τότε κατάλαβα ότι έπρεπε να διαβάζω κρυφά από τη μητέρα μου. Και μόλις τότε έκανα τη σκέψη: «Καλά, ο πατέρας μου έχει τόσα πολλά βιβλία στα ράφια, μπορώ να ξεκινήσω με τη Βίβλο». Διάβασα την Παλαιά Διαθήκη, στη συνέχεια την Καινή. Καθ’ ότι δεν καταλάβαινα όλα όσα διάβαζα, αποφάσισα ν’ ανοίξω το "Ερμηνεία του Ευαγγελίου του Ιωάννου του Χρυσόστομου".
Άρχισα να διαβάζω και, ω Θεέ μου, πόσο διαφορετικό ήταν αυτό που
διάβαζα από τη μυθιστοριογραφία. Ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος
άνοιξε μπροστά μου!
"Να ζεις όπως όλοι οι άλλοι ή μόνο με τον Θεό;"
– Σε ποια ηλικία έγινε αυτό;
– Ήμουν τότε 16 ...
– Και η πρώτη αγάπη, η έλξη για τους νεαρούς και όλα αυτά;
– Έτσι έτυχε, να είναι οι φίλες μου μεγαλύτερες στην ηλικία από
μένα, με καλούσαν στην παρέα τους, αλλά η επικοινωνία μαζί τους δεν με
«γέμιζε», δεν μ’ ενδιέφερε, ήθελα κάτι άλλο, κάτι περισσότερο, είχα
μεγάλη έλξη στις γνώσεις. Η Ιστορία μ’ ενδιέφερε πολύ και γενικά
ήθελα να μάθω πολλά πράγματα. Σε ηλικία 15 ετών είχα δισταγμούς: Να
ζήσω όπως όλοι οι άλλοι ή μόνο με τον Θεό; Και η πλάστιγγα έγειρε προς
το δεύτερο. Και όσο περισσότερο άρχισα να διαφωτίζομαι, τόσο
περισσότερο κάτι με τράβαγε σε μια «άλλη» ζωή, μακριά από την κοσμική
«φασαρία». Και τότε οι γονείς μου άρχισαν ν’ ανησυχούν: «Γιατί όλο κάθεσαι στο σπίτι με τα βιβλία; Oι φίλες σου σε καλούν . Να, λεφτά να έχεις... πήγαινε στον κινηματογράφο».
Η Όλγα Μιχαλιόβα σε ηλικία 15 ετών
– Και πότε σκεφτήκατε για πρώτη φορά το μοναστήρι;
– Θυμάμαι, ακόμη κορίτσι που έπαιρνα το μαντήλι της μητέρας μου, το
έδενα γύρω από το κεφάλι μου και κοίταγα. «Θα με πάρουν, άραγε, για
μοναχή;» Βλέποντας τα κατακόκκινά μου μάγουλα αναστατωνόμουν κι έλεγα
μέσα μου ότι δεν θα με πάρουν... Μου άρεσε, επίσης, να διδάσκω στους
συμμαθητές μου ό,τι ήξερα. Δημιουργήθηκε μια τέτοια ομάδα από 10 – 15
κορίτσια, στα οποία υποδείκνυα τι να κάνουν, τους εξήγησα τι είναι η
Νηστεία, τους έμαθα προσευχές. Ήξερα τους Βίους «απ΄ έξω» και μου
άρεσε να διηγούμαι τις δυσκολίες και τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι
Άγιοι, ποια ήταν τα κατορθώματά τους και τις καλούσα ν’ ακολουθήσουμε
το παράδειγμά τους. "Δεν έχουμε να φάμε τίποτε, ε, και τι έγινε", τους έλεγα. "Τώρα θα πάμε στο ποτάμι, θα ξεσκάψουμε ρίζες και θα χορτάσουμε". Τότε τα παιδιά έτρωγαν όλα όσα μεγάλωναν στη γη και ήταν βρώσιμα...
Παντρολογήματα. Σκέψεις περί μοναχισμού
Σύντομα έφυγα από το πατρικό μου σπίτι για πάντα. Κάπως έτσι
συνέβησαν τα πράματα. Όταν ήμουν 17 χρονών, ο πατέρας μου υποβλήθηκε
σε χειρουργική επέμβαση στο Μπρεστ και δεν με άφηνε σε ησυχία η σκέψη
να πάω στο Κίεβο, όπου ο πατέρας μου, όπως μου είχε πει επανειλημμένα,
πήγαινε με τα πόδια. Και στο Κίεβο είχα δει ένα μοναστήρι... Όταν ο
πατέρας μου επέστρεψε στο σπίτι, στεναχωριόταν που η γιατρός που
έκανε την εγχείρηση ήταν μεν θαυμάσια και θα μπορούσε να βοηθήσει
πολύ, αλλά λόγω του μικρού παιδιού της αναγκαζόταν να μένει σπίτι και
μπορούσε να κληθεί μόνο σε ακραίες περιπτώσεις: "Δεν θα ήθελες να δουλέψεις σαν νταντά σε αυτήν;"
Συμφώνησα, ελπίζοντας να πάρω άδεια παραμονής στην πόλη. Ο
αποχωρισμός ήταν βαρύς, αν και ήταν μόνο 40 χλμ. από το Μπρεστ.
Περπάταγα κατά μήκος της εθνικής οδού και έκλαιγα μέχρι το τέλος, λες
και μέσα μου είχε σπάσει κάτι. Κάπως έτσι τελείωσε η παιδική μου
ηλικία και μπήκα στην ενηλικίωση...
Κι έτσι, λοιπόν, ήρθα σε αυτήν την οικογένεια, έπιασα δουλειά,
φρόντιζα ένα παιδί, βοηθούσα με τα οικιακά και σκεφτόμουν μέσα μου: Μπορώ ελεύθερα να πάω στο Κίεβο με τα έγγραφα και με την άδεια παραμονής και να μάθω για τα μοναστήρια.
Αλλά οι περιστάσεις ή «αυτός» που ήταν αντίθετος στους στόχους μου,
μού έβαζε κάθε είδους εμπόδια στην επίτευξη του στόχου μου. Αλλά
συνέβη το ακόλουθο.
Μετά το χειρουργείο, ο μεγαλύτερος αδελφός μου πήρε τον πατέρα
κοντά του. Ο αδελφός Αλέξιος ήταν ιερέας στο ίδιο χωριό από το 1950.
Να σας πω δύο λόγια γι' αυτόν. Ήταν ένας ιερέας με πολύ ζήλο, δεν
έκανε κανένα συμβιβασμό με την εποχή του. Όταν σπούδαζε στο Ζίροβιτς, η
ηγεσία του Σεμιναρίου τον διέταξε ν’ αναρτήσει την κόκκινη σημαία
στον καθεδρικό ναό. Αρνήθηκε. Τον τιμώρησαν για ανυπακοή, αλλά αυτός
παρέμεινε πιστός σε αυτό που έπραξε. Δεύτερο επεισόδιο. Η νεαρή του
σύζυγος αποφάσισε να φέρει ραδιόφωνο στην ενορία. Ο αδελφός μου έκοβε
το καλώδιο και αυτή το επιδιόρθωνε. Και αυτό πολλές φορές, μέχρι που η
σύζυγος εγκατέλειψε την ιδέα...
Τίποτε πάνω μου δεν έδειχνε ότι θα καταλήξω στον μοναχισμό: Ντυνόμουν όπως όλοι, έστριβα τις μπούκλες μου, περπατούσα σε τακούνια
Σύντομα λαμβάνω ένα τηλεγράφημα από αυτούς – μια πρόσκληση στη
γιορτή του ναού. Ε, πώς να μην πας, αν σε καλούν σε κάποια τέτοια
γιορτή. Μετά το τέλος του εορτασμού, οι επισκέπτες διασκορπίστηκαν και
καθίσαμε στο τραπέζι η οικογένεια του αδελφού μου, ο πατέρας μου και ο
ιεροσπουδαστής Νικολάι, ένας φίλος του αδερφού μου. Και τότε ο
αδελφός μου ξαφνικά λέει: "Περίμενε, Όλγα, ακόμη έναν χρόνο και τότε σου κάνουμε και γάμο". – "Γάμος;" Για ποιο γάμο μου λες;", ρωτάω. Και ο αδελφός μου μού κάνει: "Για τον δικό σου". "Καλά τι κάτσατε και βάλατε με το μυαλό σας για μένα; Εγώ στο μοναστήρι θα πάω!".
Δεν έδωσαν καμία σημασία σε αυτό που είπα, δεν υπήρχαν άλλωστε
εξωτερικά σημάδια που να δείχνουν ότι έχω στον νου μου τον μοναχισμό:
Φόραγα ό,τι φοράνε όλοι, έκανα μπούκλες και περπάταγα σε τακούνια. "Και τι, εμείς δηλαδή δεν έχουμε εδώ ένα μοναστήρι; Θα είσαι μητερούλα και ο Νικολάι εδώ θα είναι ο μελλοντικός πατερούλης».
Στον γάμο του αδελφού της, Αλεξέι, η τελευταία φωτογραφία πριν φύγει για το Κίεβο
Σκεφτόμουν διαρκώς το μοναστήρι και ζητούσα όλη την ώρα από τον
πατέρα μου να πάμε μαζί στο Κίεβο κι αυτός υποσχέθηκε ότι μόλις
μαζέψουμε κάποια χρήματα, θα πάμε σίγουρα. Και μετά ήρθε η ασθένεια, η
εγχείρηση, και κατέστη προφανές ότι έπρεπε να πάω μόνη μου.
Με το που άκουσα όλα αυτά τα περί πιθανού γάμου, γυρίζω απότομα και
λέω ότι ήρθε η ώρα να πάω σπίτι στη μαμά, που είναι μόνη της, κι εδώ
έπεφταν κεράσματα, γιορτάζαμε. Ε, κάποιος πρέπει να ξέρει και πότε
είναι ώρα να φύγει από τη γιορτή. Και όσο και αν προσπαθούσαν να με
μεταπείσουν και όσο και αν ο πατέρας μου μού ζήτησε να μείνω
τουλάχιστον δύο βδομαδούλες γι' αυτόν, εγώ ήμουν ανυπόμονη και δεν
το «κούναγα ρούπι» από την απόφασή μου. Λέω ότι πηγαίνω στη μητέρα
μου, αλλά εγώ σκέφτομαι μόνο το Κίεβο. Ο αδελφός και η σύζυγός του
πειράχθηκαν τόσο πολύ από τη συμπεριφορά μου, που δεν ήρθαν να πουν
ούτε ένα αντίο. Ο καημένος ο πατέρας μου οδύρεται, με αγκαλιάζει,
δεν θέλει να με αφήσει για τίποτε, σαν να αισθάνεται ότι
αποχωριζόμαστε για πάντα, κι εγώ στέκομαι εκεί σαν άγαλμα, ούτε ένα
δάκρυ. Ο Νικολάι δεν μπορεί πλέον ν’ αντέξει και λέει: "Ποτέ δεν φαντάστηκα, Όλγα, ότι έχεις μια τέτοια πέτρινη καρδιά, τουλάχιστον να λυπηθείς τον πατέρα σου...". Κοίταξα πίσω μου – ο πατέρας μου υποκλινόταν όλη την ώρα και κούναγε το καπέλο του... Kι εγώ πήρα τον δρόμο μου...
Η ευλογία για τον μοναχισμό
Ήρθα στη μητέρα μου στο Κάμενετς (ΣτΜ: Πόλη της Λευκορωσίας κοντά
στο Μπρεστ), δεν είπα τίποτα για τη γνωριμία με τον ιεροσπουδαστή ή
για τα σχέδιά τους. Στη συνέχεια πήγα για εξομολόγηση στον π.
Βλαντίμιρ, ο οποίος ήταν πολύ φίλος με τον πατέρα μου, τον σεβόταν και
με ήξερε από την ηλικία των έξι ετών, και είπα, δίχως ενδοιασμούς,
ότι θέλω να πάω στο μοναστήρι. Μού είπε αμέσως: "Έχετε την ευλογία του
Θεού, να πάτε στο Κίεβο, υπάρχουν τρία γυναικεία μοναστήρια εκεί".
Αυτό ήταν όλο – ούτε ονόματα των μοναστηριών ανέφερε ούτε κάποια
συμβουλή πού να πάω μου έδωσε... Ο Κύριος, από ό,τι φάνηκε, του
αποκάλυψε την επιθυμία μου. Ούτε που ενδιαφέρθηκε καν πώς αντέδρασε η
οικογένειά στην επιθυμία μου αυτή, αν συμφώνησαν δηλαδή ή με
αποθάρρυναν. Λέξη παραπάνω δεν είπε.
Αλλά εγώ κανέναν δεν άκουγα. Ο Κύριος με καλούσε
Ενθαρρυμένη από την ευλογία του ιερέα, πάω στη μητέρα μου και της λέω: "Μητέρα, πάω στο Κίεβο". – "Πήγαινε, τρία χρόνια μάς ταλανίζεις με αυτό το Κίεβο". Η μητέρα δεν αντέδρασε στη δήλωση μου με το παραμικρό συναίσθημα. "Μαμά, μα θέλω να μπω στο μοναστήρι". Και τότε μου αρχίζει: "Τι μου λες τώρα; Ο Θεός να είναι μαζί σου! Καλά, δεν μπορείς, δεν θα το αντέξεις, δεν ξέρεις πόσο δύσκολα είναι να ζεις εκεί". Βάζω μπροστά το κύριο επιχείρημα: «Ο π. Βλαντίμιρ με ευλόγησε!» Η μητέρα μου πάγωσε, πήγε στην εικόνα και σηκώνοντας τα χέρια της φώναξε: «Κύριε, αν εσύ ευλογείς, τότε κι εγώ ευλογώ». Και μετά στράφηκε προς εμένα και πρόσθεσε: "Και
αν δεν υπάρχει ευλογία, τότε μείνε εκεί, προσευχήσου κι επέστρεψε. Σε
παρακαλώ μόνο, με το που θα φτάσεις στο Κίεβο, να μας ενημερώσεις
αμέσως, να μας δώσεις τη διεύθυνση όπου θα μείνεις, πού να σε
ψάξουμε". Έχοντας λάβει την ευλογία, έτρεξα στα κορίτσια που
ψάλλουν στον ναό, τους ανέφερα για το ταξίδι και ζήτησα να μου
φτιάξουν ένα κάλυμμα για τη βαλίτσα. "Μα τρελή είσαι, τι μοναστήρι; Καλά, η μαμά σου σού το επέτρεψε; Καλύτερα να συμβουλευόσουν τον αδερφό σου"... Και παρόμοια. Αλλά εγώ δεν άκουγα κανέναν. Ο Κύριος με καλούσε...
Στο Κίεβο. Πρώτες εντυπώσεις και πρώτοι πειρασμοί
– Και τι, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία ότι κάνετε το σωστό;
– Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Έκατσα στο τρένο, έκανα τον σταυρό
μου κι έφυγα. Φυσικά, ο φόβος για το άγνωστο υπήρχε στην ψυχή μου,
αλλά ταυτόχρονα υπήρχε και μεγάλη επιθυμία γι’ αλλαγές στη ζωή μου...
Έφτασα στο σταθμό του Κιέβου, παρέδωσα τα πράγματα μου στη φύλαξη
αποσκευών και δεν ήξερα πού να πάω... Δεν γνώριζα καν το όνομα ούτε
ενός μοναστηριού και φοβάμαι να ρωτήσω κιόλας... Κάνω τον σταυρό μου: "Κύριε, ευλόγησον!" – και άρχισα να περπατώ. Περπάταγα όπου με πήγαινε ο δρόμος. Και προσευχόμουν: "Κύριε, στείλε μου έναν άνθρωπο που δεν θα με εξαπατήσει παρά θα μου πει πού να πάω".
Κοιτάζω, βλέπω έναν ζητιάνο που κάθεται και τον ρωτώ τι μοναστήρια
υπάρχουν στο Κίεβο. Και μου κατονομάζει μόνο ένα –το Φλωρόφσκι. Βέβαια
δεν ήταν απλά μια απάντηση, αλλά μέσω αυτής ο Κύριος μου έδειχνε πού
έπρεπε να πάω. Αλλά δεν πήγα αμέσως στο Φλωρόφσκι. Έπρεπε, κατά πώς
φάνηκε, να περάσω πρώτα κάποιες δοκιμασίες.
Οι περαστικοί που βρήκα στον δρόμο μου δεν γνώριζαν τίποτα για τη
Μονή Φλωρόφσκι και μου έδειξαν τον δρόμο για τo Μοναστήρι της Αγίας
Σκέπης. Έτσι, περπατώντας από τον σταθμό, έφτασα το βράδυ στο
Μοναστήρι της Αγίας Σκέπης. Κάθησα σ’ έναν πάγκο απόλυτα ήρεμη, χωρίς
την παραμικρή ανησυχία. Ξεκουραζόμουν. Και τότε ρώτησα μία από τις
μοναχές, αν μπορώ να περάσω την νύχτα εκεί. Μού υπέδειξαν να πάω στο
αρχονταρίκι. Μεταξύ των προσκυνητών ήταν μια νεαρή κοπέλα, η Νίνα, που
έψαλλε στη χορωδία. Και μαζί της μοιράστηκα τα σχέδιά μου για το
μέλλον. "Τι μου λες!". αναφώνησε. "Η μητέρα σου σε ευλόγησε;". Ακούγοντας την καταφατική απάντησή μου, αναφώνησε πάλι: «Τι ευτυχισμένη που πρέπει να είσαι! Και η μητέρα μου μού λέει: “Ούτε να το σκέφτεσαι”!». Ψάλλω στον ναό τρία χρόνια τώρα, είμαι σοπράνο".
Κίεβο – Μοναστήρι Αγίας Σκέπης, σήμερα
Δεδομένου ότι ήταν μεγαλύτερης ηλικίας από μένα και γνώριζε ήδη τη
δομή της μονής, με οδήγησε στην τοποτηρήτρια του Επισκόπου. Ακούγοντας
την ιστορία μου, ποια είμαι και από πού και κοιτάζοντας το διαβατήριό
μου, κούνησε το κεφάλι της κι εξήγησε ότι απαγορεύεται η αποδοχή
κοριτσιών κάτω των 20 στο μοναστήρι. Με συμβούλευσαν να πιάσω δουλειά
και να ζήσω στον κόσμο μέχρι την ηλικία των 20..!
Απογοητευμένη, βγήκα στη βεράντα, στεκόμουν κι έκλαιγα, αλλά η ίδια
καταλάβαινα ότι επιστροφή δεν υπάρχει. Ξαφνικά, βγαίνει μια μοναχή,
μ’ ένα άσπρο κουκούλιο με σταυρό, και με ρωτά γιατί κλαίω. Της εξηγώ
ότι θέλω να μπω στο μοναστήρι. Αποδείχθηκε ότι ήταν η αδελφή του
Πατριάρχη Αλέξιου (Σιμάνσκυ) Ευφροσύνη κι εκείνη την ημέρα είχε την
ονομαστική της εορτή. Κουβαλούσε ένα μεγάλο πρόσφορο, μου το δίνει, με
αγκαλιάζει και λέει: "Μην κλαις, θα ζήσεις σε μοναστήρι".
Ακολουθεί από πίσω η ηγουμένη του Φλωρόφσκι Φλάβια (Τίσχιενκο), η
οποία ήρθε να συγχαρεί την Ευφροσύνη και μία από τις μοναχές μού λέει:
"Να ποιον πρέπει να ρωτήσεις!" Οι αδελφές του Μοναστηριού αυτού λάτρευαν την ηγουμένη Φλάβια, η οποία και μεγάλωσε στο μοναστήρι από τριών χρονών.
Αυτή η παρηγοριά της μητερούλας Ευφροσύνης με καθησύχασε κάπως:
Αυτό σήμαινε ότι ο δρόμος προς το μοναστήρι δεν ήταν κλειστός για
μένα. Έχοντας μείνει με άδεια χέρια, πήγα να ψάξω για δουλειά. Με
πήγαν σε οικοδομή, αλλά κανείς δεν με ήθελε. Ούτε και στο σχολείο,
εκεί που μάλιστα οι μαθήτριες ήταν της ίδιας ηλικίας μ’ εμένα, δεν
μ’ έπαιρναν για καθαρίστρια. Και έπρεπε να πάρω και άδεια παραμονής
κάπου. Και τυχαία, μια γυναίκα σ’ ένα μαγαζί βάλθηκε να οδύρεται ότι
αναγκάστηκε να σταθεί στην ουρά και στο σπίτι το παιδί της ήταν
αφύλακτο, γιατί αυτή που το φρόντιζε για τρία χρόνια παραιτήθηκε και
μπήκε στο μοναστήρι. Ήμουν με την καινούργια μου φίλη, τη Νίνα. Η
Νίνα απευθύνθηκε σε αυτήν τη γυναίκα, μ’ έδειξε σε αυτήν και πήγαμε να
γνωριστούμε. Και την επόμενη μέρα αποδείχθηκε ότι ο σύζυγος αυτής της
γυναίκας είχε ήδη συμφωνήσει με μιαν άλλη εργαζόμενη. Και πάλι
πειρασμός!
Επιστρέφω χωρίς αποτέλεσμα στην Αγία Σκέπη και η ηγουμένη με φωνάζει και μου δείχνει ένα τηλεγράφημα: "Γύρισε αμέσως πίσω. Πατέρας και αδελφός".
Η μητερούλα απαίτησε εξηγήσεις, αν το είχα σκάσει από το σπίτι και αν
όντως ήταν έτσι, τότε έπρεπε να φύγω αμέσως από το μοναστήρι. Ε, τι
να έκανα;
– Δεν υπήρξε ποτέ επιθυμία για επιστροφή στο σπίτι;
– Μα τι λέτε τώρα! Ποιο σπίτι! Μία από τις μοναχές, μια κάπως
παράξενη, η Μανέφα, βλέποντας ότι δεν είχα να πάω πουθενά, με
συμβούλευσε να μην περάσω από τους θαλάμους της ηγουμένης, για να μη
με πάρει το μάτι της.
Και μετά από λίγο καιρό, αδελφές από το μοναστήρι Φλωρόφσκι ήρθαν
στην ευεργέτιδά μου και η Μανέφα τούς ζήτησε να με πάνε στο μοναστήρι
τους. Φτάσαμε εκεί, κάθησα σ’ ένα έναν μικρό πάγκο και αποφάσισα ότι
δεν θα πάω πλέον πουθενά αλλού από εδώ!
Η λειτουργία άρχισε, μετά από την οποία οι μοναχές άρχισαν να
διασκορπίζονται στα κελλιά. Το Μοναστήρι Φλωρόφσκι είναι ιδιόρρυθμο
(δεν είναι κοινόβιο), πρέπει να λογαριάζεις ότι θα μείνεις με δικά σου
μέσα διαβίωσης κι έμαθα επίσης ότι οι πιο έμπειρες μοναχές παίρνουν
δόκιμες και είναι υπεύθυνες γι΄αυτές. Τα νέα μου έκαναν γρήγορα τον
γύρο του μοναστηριού και μετά τη θεία λειτουργία βρέθηκα
περιτριγυρισμένη από μοναχές, ηλικιωμένες και νεαρές, και βάλθηκαν να
σκέφτονται σε ποιαν να με δώσουν. Έτσι ήταν τότε. Μια από αυτές
πρότεινε να πάω σε αυτήν. Ζούσε με την ανιψιά της.
Με έντυσαν σεμνά και με οδήγησαν στην αδελφή για να γνωριστούμε.
Όταν άκουσε ότι ήμουν από τη Δυτική Λευκορωσία, θύμωσε πάρα πολύ κι
άρχισε να με χτυπάει, να με κατσαδιάζει: "Καλά, το κράτος δαπάνησε χρήματα για την εκπαίδευσή σου και εσύ, αντί να δουλεύεις, ήρθες στο μοναστήρι στα 17 σου!"
Πού να είχα ποτέ φανταστεί τέτοια «ψυχρολουσία», ήταν κάτι εντελώς
απροσδόκητο. Οι αδελφές που ήταν παρούσες με καθησύχασαν, λέγοντας ότι
αυτή δεν ήταν η ηγουμένη, αλλά η ταμίας Αντωνία. Όπως έμαθα
αργότερα, φοβήθηκε πολύ τον συνδυασμό των λέξεων "Δυτική Λευκορωσία".
Η ηγουμένη αποδείχτηκε εντελώς διαφορετική, με δέχτηκε ευγενικά,
ήθελε λεπτομέρειες για τα πάντα και είπε ότι θ’ αποφάσιζε πριν το
πρωί. Μετά τη λειτουργία, πήγα σε αυτήν και, μ’ έναν στεναγμό, είπε:
"Θα μπεις στο μοναστήρι. Αλλά πρέπει να κάνεις τουλάχιστον ένα χρόνο υπομονή, πήγαινε, βρες μια δουλειά".
Τότε οι μητερούλες μού εξήγησαν γιατί μου είπε αυτό που μου είπε – η
ηγουμένη δεν μπορούσε να πάει ενάντια στη βούληση της ταμία. Και έτσι
υπέμεινα ένα ολόκληρο έτος.
Πήρα μια δουλειά νταντάς – οικονόμου σε μια οικογένεια απο – γενιά –
σε – γενιά γιατρών. Και η μικρή που φρόντιζα, η Τανιούσα (ΣτΜ:
Χαϊδευτικό του Τατιάνα) έχει γίνει τώρα έμπειρος καρδιολόγος και
έρχεται συχνά να με βοηθήσει, γιατί έχω άρρωστη καρδιά ... Έτσι τα
κανόνισε ο Θεός.
– Μητερούλα, πώς ήταν για εσάς να εργάζεστε ως οικονόμος; Ήταν δύσκολο;
– Κουραζόμουν πολύ, ούτε κουβέντα γι΄ αυτό. Τα καθήκοντά μου
περιλάμβαναν να πηγαίνω στο παζάρι για προϊόντα, να ετοιμάζω φαγητό
για όλους, να πλένω (πλυντήριο ρούχων δεν είχαμε, ούτε ζεστό νερό), να
καθαρίζω, να βγάζω το παιδί περίπατο, να τρίβω τα δάπεδα με
λούστρο. Φυσικά, πίσω στο σπίτι μου δεν είχα ποτέ τόση πολλή δουλειά
να κάνω. Μερικές φορές καθόμουν στο μπάνιο, έστιβα τα εσώρουχά μου με
τα χέρια μου, που ήταν μικρά και αδύναμα, ξεσπούσα σε κλάμα. Αλλά για
χάρη του μοναστηριού, ήμουν έτοιμη να υπομείνω τα πάντα.
– Οι γονείς σας αποδέχτηκαν τις επιλογές σας;
–
Είναι, όπως και να το κάνουμε, πνευματικοί άνθρωποι. Ο ίδιος ο
πατέρας μου ήθελε κάποτε να γίνει μοναχός. Μου έγραψε σε μια επιστολή
ότι αισθάνεται την ψυχή μου και ότι πάντα, όταν πηγαίνει στη χορωδία
(στην εκκλησία μας υπήρχε μια εικόνα της Πριγκίπισσας Όλγα σε πλήρες
μέγεθος), προσεύχεται στην προστάτιδά μου να με βοηθήσει σε όλα. Και
μόλις είχε ένα όραμα: Η πριγκίπισσα Όλγα τού χαμογέλασε και
περπατώντας δίπλα του πήγε στη Μητέρα του Θεού να ρωτήσει για μένα.
Είναι ενδιαφέρον ότι, μετά από αυτό το όραμα, για το οποίο μου μίλησε ο
πατέρας μου, έλαβα άδεια παραμονής. Και τρία χρόνια αργότερα, ο
πατέρας μου πέθανε. Με όλα αυτά, δεν είδαμε ο ένας τον άλλον...
Ο τελευταίος πειρασμός πριν την είσοδο στο μοναστήρι
Εργάστηκα για έναν χρόνο. Από τη Μόσχα ήρθε ο αδελφός της
οικοδέσποινας, αξιωματικός,. Όλη η οικογένεια πήγε για να ξεκουραστεί
στην Κριμαία κι εμένα με το κοριτσάκι μάς έστειλαν στο εξοχικό κοντά
στο Κίεβο. Να ΄μαι, λοιπόν, με την 3χρονη Τανιούσα για ένα μήνα να την
κοινωνώ, κουβαλώντας τη στους ώμους μου, και στο Φλωρόφσκι, μετά τη
θεία λειτουργία, πηγαίναμε στη μητερούλα να πιούμε τσάι. Ακολούθως,
όταν είχαν ήδη επιστρέψει από τις διακοπές οι ιδιοκτήτες, το κοριτσάκι
με ρώτησε: «Θυμάσαι που πήγαμε στην εκκλησία και ο ιερέας μού έδωσε μελάκι και θυμάσαι που πίναμε τσάι στη μητερούλα...».
Αποδείχθηκε ότι η Τανιούσα θυμόνταν τα πάντα και φοβόμουν ότι θα τα
πει όλα στους γονείς και ότι αυτοί θα με τιμωρήσουν. Αλλά ούτε μια
στιγμή δεν άφησε το παιδί να του ξεφύγει κάτι, ο Κύριος τη δασκάλεψε.
Άλλωστε, ο πατέρας της ήταν διευθυντής εργοστασίου, είχε τρία
παράσημα, η μητέρα και η γιαγιά ήταν γιατροί, θα μπορούσαν να είχαν
μεγάλα προβλήματα στη δουλειά, αν γινόταν γνωστό ότι το παιδί τους το
πήγαιναν στην εκκλησία. Ναι, κι εμένα θα με απέλυαν, αφού εξάλλου δεν
τους ζήτησα ποτέ άδεια για να κάνω αυτό που έκανα.
Και στο μοναστήρι μού είπαν ότι με είχαν ήδη βάλει στη λίστα, για
να έχω άδεια παραμονής και ότι θα μπορούσα να πάω εκεί να μείνω
μόνιμα.
Μονή Φλωρόφσκι. Εκκλησία του Αγίου Νικολάου.
Έρχομαι στην οικοδέσποινα και την ενημερώνω ότι το και το. «Άλλα, Εφίμοβα, θα σας αφήσω». Και στρίβοντας τα χέρια της από έκπληξη, φώναξε: «Πώς
φεύγεις! Μα είσαι δική μας, μέλος της οικογένειάς μας! Σχεδιάζαμε να
στείλουμε την Τάνια στο νηπιαγωγείο και να σε στείλουμε να
σπουδάσεις, είσαι δική μας και αρέσεις και στο αδερφό μου, τον Ζένια.
Σκεφτήκαμε να σας παντρέψουμε κιόλας». Αλλά εγώ, κρατώντας την ψυχραιμία μου, απάντησα: «Αγαπητοί μου, δεν ήρθα στο Κίεβο για εργασία και για να παντρευτώ. Ήρθα να μπω στο μοναστήρι". Ξέσπασε σε δάκρυα.
Και τότε η μητέρα της στάθηκε στο πλευρό μου, υπενθυμίζοντάς της
ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα πάνω μου και ότι έχω γονείς, που μόνο
αυτοί μπορούν να μου το επιτρέψουν ή να το απαγορεύσουν. Για να μη
μακρηγορώ και αυτός ο πειρασμός έγινε παρελθόν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου