του Αθανάσιου Γκότοβου
Η εθνοτική σύγκρουση στη Θεσπρωτία κατά την περίοδο 1940-1944 έχει δεχθεί μέχρι σήμερα πολλές αναγνώσεις από διάφορες πλευρές. Τον τελευταίο, μάλιστα, καιρό υπάρχει κάποια κινητικότητα στο θέμα αυτό, σε επίπεδο παραγωγής κειμένων, είτε στα πλαίσια της επιστημονικής έρευνας για το θέμα, είτε στη λογοτεχνία και σε αξιοπρόσεκτα κείμενα τοπικής ιστορίας. Για το ίδιο θέμα κυκλοφορούν και αμφίβολης ποιότητας κείμενα στο διαδίκτυο, ορισμένα από τα οποία εντάσσονται σαφώς σε προπαγανδιστικές δραστηριότητες προσώπων, ομίλων ή και κρατικών υπηρεσιών για την διάδοση και «εμπέδωση» συγκεκριμένων εκδοχών για το ρόλο της μουσουλμανικής μειονότητας των Τσάμηδων στη Θεσπρωτία επί Κατοχής. Παλιές νοηματοδοτήσεις επαναλαμβάνονται με το ίδιο ή προσαρμοσμένο στην πολιτική ορθοφροσύνη της εποχής περιτύλιγμα, και νέες επιχειρούνται. Ανάλογα με την θεωρητικά προσδιορισμένη οπτική γωνία του αφηγητή, με τις πηγές και τις γνώσεις που διαθέτει για το θέμα, αλλά και ενίοτε ανάλογα με την πολιτικο-ιδεολογική του ένταξη, δίνεται έμφαση σε εκείνη την πλευρά της πολυπαραγοντικής αυτής σύγκρουσης η οποία εμφανίζει συμβατότητα με το βασικό δόγμα, δηλαδή τις κεντρικές παραδοχές του αφηγητή.
Όπως συμβαίνει συχνά στις διαφωτιστικού τύπου αφηγήσεις, οι οποίες είναι εξ ορισμού εργαλειακές, η αφήγηση είναι τμήμα ενός πολιτικού σχεδιασμού, μέρος μιας προσπάθειας να επικρατήσει στην κοινή γνώμη μια συγκεκριμένη εκδοχή για το παρελθόν, είτε υπάρχουν στοιχεία και τεκμήρια που στηρίζουν την εκδοχή αυτή, είτε όχι. Οι αφηγήσεις που προέκυψαν αμέσως μετά τα γεγονότα είναι ασφαλώς επηρεασμένες από τις εμπειρίες τις σημαδεμένες από την ακραία δολοφονική βία των δυνάμεων της Κατοχής και των συνεργαζόμενων με αυτές Μουσουλμάνων Τσάμηδων, όπως έχει καθιερωθεί πλέον ο όρος στη βιβλιογραφία.
Όσοι έζησαν από κοντά και από τα κάτω τα επεισόδια αυτά, χωρίς να γνωρίζουν τότε τα πολιτικο-στρατιωτικά παίγνια που διαδραματίζονταν πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων της περιοχής, προσφέρουν μεν πολύτιμες βιωματικού τύπου αφηγήσεις, αλλά –καθώς δεν συμπεριλαμβάνουν στην αφήγηση τη δομή της στρατιωτικής βίας και της πολιτικής σκέψης των ελίτ της ισχύος– αποδίδουν συχνά τη βία στα εθνοπολιτισμικά χαρακτηριστικά των φορέων της.
Πολιτισμικά χαρακτηριστικά που ευνοούν μορφές βίας υπήρχαν και έπαιξαν κάποιο ρόλο στην εκδήλωσή της, αλλά δεν είναι αυτά που δημιούργησαν το πλαίσιο.
Η ετερότητα, ενώ υπήρχε, και μάλιστα έντονη και κοινωνικά ορατή, δεν γέννησε η ίδια τη σύγκρουση. Όμως την ενίσχυσε, όταν εκείνη ξεκίνησε. Βοήθησε, επίσης, στο ξεκίνημά της, επιτρέποντας τη διάδοση και την υιοθέτηση μιας ιδεολογίας του καταπιεζόμενου αλλά και αλυτρωτικών φαντασιώσεων και προσδοκιών σε μεγάλα τμήματα του μειονοτικού πληθυσμού. Τα στερεότυπα, η προκατάληψη, η μισαλλοδοξία και η αίσθηση αδικίας ευδοκιμούν εξάλλου καλύτερα σε μια κοινωνία των παράλληλων κοινοτήτων, παρά σε μια ενιαία, ρεπουμπλικανικού τύπου, συγκλίνουσα κοινωνία. Ο πολιτισμικός παράγοντας έπαιξε όντως σημαντικό ρόλο πριν τη σύγκρουση, λειτουργώντας ως κυματοθραύστης στην προσπάθεια του ελληνικού κράτους –πότε συντονισμένη και πότε ασυνάρτητη, πότε συνετή και πότε προκλητική– να εντάξει μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Θεσπρωτίας στον εθνικό κορμό.
Οι παράμετροι της σύγκρουσης και το είδος της βίας στη Θεσπρωτία της κατοχής
Η σύγκρουση στη Θεσπρωτία, κατά την περίοδο 1941-1944, και η φυσική βία που αυτή περιλαμβάνει έχει κοινωνικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές, οικονομικές, γλωσσικές και εθνοτικές παραμέτρους. Οι πιο σημαντικές διαστάσεις της, εκείνες που δημιούργησαν τη δομή της βίαιης δράσης, που σημάδεψε τη Θεσπρωτία κατά τη διάρκεια της Κατοχής, το πλέγμα της ισχύος μέσα στο οποίο ήρθαν μετά όλες οι άλλες παράμετροι να συμβάλουν, ήταν η πολιτική και η στρατιωτική διάσταση. Και οι δύο έχουν σχέση με την ισχύ, δηλαδή με τη βούληση ηγετικών ομάδων για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου, την εξασφάλιση μέσων για την προώθηση της εν λόγω βούλησης και τη διαχείριση των μέσων για την επιβολή της. Είναι αυτές που έδωσαν –προσωρινά, όπως με τραγικό τρόπο αποδείχθηκε– σάρκα και οστά στις αλυτρωτικές επιδιώξεις μιας μοιραίας για τη μουσουλμανική μειονότητα της Θεσπρωτίας ηγεσίας, η οποία μπόρεσε να χρησιμοποιήσει την εθνοτική, γλωσσική, θρησκευτική και πολιτισμική ετερότητα ως άνεμο στα πολιτικά της πανιά και να αιματοκυλήσει την περιοχή αυτή με την εγγύηση των ιταλικών, στην αρχή, και αργότερα –με την ίδια ευκολία– των γερμανικών όπλων.
Η συστηματική βία, που εκδηλώνεται από την άνοιξη του 1941 μέχρι το καλοκαίρι του 1944, από οργανωμένους σε ομάδες ατάκτων στην αρχή, χωρίς ή με νομιμοποίηση της ηγεσίας τους, και αργότερα συγκροτημένους σε στρατιωτικά και αστυνομικά σώματα ένοπλους Μουσουλμάνους (Τσάμηδες) εναντίον της χριστιανικής πλειονότητας των Θεσπρωτών, και ενίοτε εναντίον οργάνων της ελληνικής κατοχικής διοίκησης, δεν είναι –όπως παρουσιάζεται σε ορισμένες μάλλον πρόχειρες και επιφανειακές αναγνώσεις– αντανακλαστική βία μιας καταπιεζόμενης μειονότητας που βρήκε στην Κατοχή την ευκαιρία να αποκαταστήσει τις εις βάρος της αδικίες και επί πλέον να εκδικηθεί.
Κατ’ αρχήν η βία από φιλοναζιστικές μειονότητες δεν αποτελεί μεμονωμένο φαινόμενο στην κατεχόμενη Ευρώπη της εποχής. Παρόμοιες καταστάσεις επιθετικού μειονοτικού εθνικισμού, που συμμάχησε με τις κατοχικές δυνάμεις, έχουμε την ίδια περίοδο στο Κόσοβο, τη Βοσνία, την Κροατία, τη Σερβία, την Τσεχοσλοβακία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία, τη Ρωσία, τη Βαλτική και αλλού. Ούτε πρόκειται απλώς για μια βία αρπαγής, ιδιοποίησης μέσω του τρόμου και των δολοφονικών πράξεων, περιουσιών του εθνοτικά «άλλου» ή του εθνικού κράτους, εκ μέρους μειονοτικών υποκειμένων που η συγκυρία τους επέτρεψε την κατοχή και τη χρήση μέσων για την άσκηση φυσικής βίας πάνω σε τρίτους. Η αρπαγή περιουσιών και πόρων είναι ενσωματωμένη, αναμφίβολα, στην εξίσωση της βίας, αλλά δεν είναι η βασική της γεννήτρια, το κεντρικό κίνητρο για την εκδήλωσή της. Ας μη μιλήσουμε καθόλου για τον υποτιθέμενο φόβο των ανταρτών ως αιτία της συμμαχίας των Μουσουλμάνων Τσάμηδων με τις δυνάμεις Κατοχής, όπως έχουν επιχειρήσει ορισμένοι να επιχειρηματολογήσουν, περισσότερο λόγω ιδεολογικής αντιπάθειας προς το αντάρτικο του Ζέρβα, και λιγότερο επειδή υπάρχουν στοιχεία που τεκμηριώνουν την υπόθεση αυτή. Είναι άλλωστε πολλαπλώς τεκμηριωμένο το γεγονός ότι οι πρώτες ανταρτικές ομάδες στην περιοχή της Θεσπρωτίας δημιουργήθηκαν ως αντίβαρο στον τρόμο που ασκούσαν στον χριστιανικό πληθυσμό ήδη οργανωμένες συμμορίες μουσουλμάνων Τσάμηδων, ιδιαίτερα στις περιοχές του Βραχωνά, της Μαζαρακιάς, του Μαργαριτίου και του Καρβουναρίου.
Η βία στη Θεσπρωτία κατά τη διάρκεια της Κατοχής, με φορείς μουσουλμάνους Τσάμηδες και αποδέκτες χριστιανούς Έλληνες ή το ίδιο το ελληνικό κράτος και το προσωπικό του, είναι πρωτοβουλιακή και όχι αντανακλαστική βία. Αποτελεί προϊόν μιας μακράς διαδικασίας η οποία ευνόησε την καλλιέργεια αντιστασιακού πνεύματος και αντιστασιακών πρακτικών όχι απέναντι στον φασισμό και τον ναζισμό, αλλά απέναντι στους ελληνικούς πολιτισμικούς και πολιτικούς κώδικες, με τη βοήθεια εξωτερικών παραγόντων και εσωτερικών δικτύων, φορέων του αλβανικού αλυτρωτισμού. Πρόκειται για μια βίαιη, συγκρουσιακή πρωτοβουλία ακύρωσης της πολιτικής και πολιτισμικής υπαγωγής μιας de facto μουσουλμανικής μειονότητας στο ελληνικό κράτος, έτσι όπως αυτό συγκροτείται μετά τη λήξη των βαλκανικών πολέμων. Είναι βία απόσχισης, πολιτικής και πολιτισμικής, από το ελληνικό κράτος και το πολιτισμικό του καθεστώς. Γι’ αυτό και λειτούργησε κατά κάποιον τρόπο σαν πολιτική θρησκεία, καθαγιασμένη εκ μέρους του τοπικού θρησκευτικού παράγοντα, ενός ακραία συντηρητικού Ισλάμ, και στηριζόμενη από τη στρατιωτική μηχανή των κατοχικών δυνάμεων αλλά και από το φιλοναζιστικό αλβανικό κατοχικό καθεστώς της εποχής.
Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο στην παρούσα μελέτη θα παρουσιαστούν ορισμένες πτυχές αυτής της σύγκρουσης, προκειμένου να ριχτεί περισσότερο φως πάνω στο τετράπλευρο: κατοχικές δυνάμεις – μειονοτικός εθνικισμός – ελληνική κατοχική διοίκηση – αντιστασιακό κίνημα, το οποίο προσδιορίζει σε γενικές γραμμές τη δομή του καθεστώτος βίας στη Θεσπρωτία κατά την περίοδο της Κατοχής.
Ήδη με την πρώτη, σύντομη, κατοχή της Θεσπρωτίας από τα ιταλικά στρατεύματα, τον Νοέμβριο του 1940, κυρίως όμως από την άνοιξη του 1941 και μετά, η Θεσπρωτία σημαδεύεται από ένα τριπλό σύστημα ισχύος: την ισχύ της κατοχικής δύναμης, την ισχύ του ελληνικού κατοχικού κράτους και την ημι-αυτονομημένη, στην αρχή, και de facto αυτονομημένη αργότερα, ισχύ των πολιτικών και στρατιωτικών οργανώσεων της μουσουλμανικής μειονότητας (Τσάμηδων) ως συλλογικού υποκειμένου. Η de facto εξουσία των Τσάμηδων περιλαμβάνει πολιτική, στρατιωτική και αστυνομική παρουσία και εκδηλώνεται κάτω από το πέπλο της κατοχικής εξουσίας. Στρέφεται ευθέως κατά του ελληνικού κατοχικού κράτους σε πολλές από τις εκδηλώσεις του, μη αναγνωρίζοντας την ύπαρξή του και βλάπτοντας τα όργανά του, καθώς οι φορείς αυτής της βίας επιδιώκουν την de jure αντικατάσταση οποιασδήποτε ελληνικής δομής, κρατικής ή επαναστατικής, από μια «αλβανική» διοίκηση. Κυρίως όμως στρέφεται ευθέως εναντίον του χριστιανικού στοιχείου, η παρουσία και η συμπεριφορά του οποίου αποτελεί εμπόδιο στην υλοποίηση του αλυτρωτικού προγράμματος, δηλαδή στην προσάρτηση της Θεσπρωτίας στη Μεγάλη Αλβανία. Η πολιτική διοίκηση είναι τύποις ελληνική, υπαγόμενη στην κατοχική κυβέρνηση. Ο τρόμος που αρχίζει να εκδηλώνεται και να διαδίδεται στην περιοχή της Θεσπρωτίας διαλύει τις διοικητικές δομές και ανατρέπει την καθημερινότητα του χριστιανικού πληθυσμού, ήδη από τους πρώτους μήνες της Κατοχής, ενώ μέχρι την άνοιξη του 1944 θα οδηγήσει σε μια δραματική μείωση του χριστιανικού πληθυσμού, σε μια πρώιμη εθνοκάθαρση στη Θεσπρωτία.
Στόχος της βίας: η «ασφάλεια» των θεσπρωτικών ακτών μέσω της αποψίλωσης της περιοχής από τον χριστιανικό πληθυσμό
Ο τρόμος ξεκινά από τις πρώτες μέρες της ιταλικής εισβολής, με τη σύλληψη και την εκτέλεση του Χρήστου Πιτούλη και του Χρήστου Τσώνη, στην Ηγουμενίτσα, στις 6.11.1940. Κλιμακώνεται στη συνέχεια με εκατοντάδες εγκληματικές και δολοφονικές πράξεις εναντίον του πλειονοτικού πληθυσμού. Οι χριστιανοί βρίσκονται, όχι ως μεμονωμένα άτομα αλλά ως κοινότητα ετερότητας, στο στόχαστρο, ως πλειονοτική κοινότητα η οποία μέσα στο χρόνο πρέπει να μετατραπεί σε μειονοτική και να εκλείψει, ενώ η διοίκηση στην ουσία θα ασκείται από το Εθνικό Αλβανικό Συμβούλιο, γνωστό στους Θεσπρωτούς εκείνης της εποχής ως «Ξίλια». Οι χριστιανοί της περιοχής –τόσο οι κάτοικοι, όσο και οι κρατικοί υπάλληλοι– αρχίζουν να αποσύρονται. Το πρώτο κύμα ανατροπής των σχέσεων ετερότητας στην περιοχή, αρχίζει να δημιουργείται. Μέσα σε δύο χρόνια από την ιταλική Κατοχή –από την άνοιξη του 41 ως τον Οκτώβριο του 43– η φυγή του πλειονοτικού στοιχείου έχει ήδη προσλάβει διαστάσεις μαζικής εξόδου, ειδικά σε ορισμένα χωριά και κωμοπόλεις. Οι χριστιανοί είτε μεταναστεύουν βορειότερα προς το Σούλι, την περιοχή της Ντουσκάρας και τα Γιάννενα, είτε συγκεντρώνονται σε ισχυρούς χριστιανικούς θύλακες. Ορισμένοι δημιουργούν μικρές ανταρτικές ομάδες, άλλοι εντάσσονται στις δύο γνωστές αντιστασιακές οργανώσεις, το ΕΑΜ και τον ΕΔΕΣ.
Στα μέσα Ιουλίου του 1943, εισβάλλει στην Ήπειρο μέσω της Αλβανίας η 1η Γερμανική Μεραρχία Ορεινών Καταδρομών, η διαβόητη Edelweiß, προερχόμενη από τον Καύκασο, όπου είχε σταλεί για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων. Στην Ήπειρο ήρθε από το Μαυροβούνιο, όπου είχε κάνει ενδιάμεσο σταθμό για την εκκαθάριση της περιοχής από τους αντάρτες του Τίτο. Η διαδρομή γίνεται μέσω Σκοπίων, Φλώρινας και τμήματος της Αλβανίας, ενώ τα πρώτα στρατιωτικά τμήματα μπαίνουν στο ελληνικό έδαφος νότια της Κόνιτσας. Βασική αποστολή της Μεραρχίας ήταν η αποτροπή μιας πιθανής συμμαχικής απόβασης στις ηπειρωτικές ακτές. Το στρατιωτικό αυτό σώμα είναι από τα πλέον εμπειροπόλεμα και τα πιο σκληρά σε ό,τι αφορά τον τύπο των εχθροπραξιών στις οποίες επιδίδονται, αλλά και από τα πιο ανθεκτικά στις κακουχίες και την καταπόνηση. Με τη σημερινή ορολογία, ήταν οι ειδικές δυνάμεις της εποχής, καταδρομικά σώματα για επιχειρήσεις σε ορεινές περιοχές. Για τα μέλη αυτού του στρατιωτικού τμήματος η Ήπειρος είχε την ατυχία να αποτελέσει το φυσικό σκηνικό εκδήλωσης φρικτών ωμοτήτων εναντίον του άμαχου πληθυσμού, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, να θρηνήσει πολλά μικρά ολοκαυτώματα και να γίνει μια από τις πιο μαρτυρικές περιοχές των Βαλκανίων. Τα σημάδια από τη δολοφονική δράση των γερμανικών δυνάμεων είναι ακόμη ζωντανά τόσο μέσω των απουσιών των θυμάτων που θανατώθηκαν σε νεαρή ηλικία, ό σο και από τις συνεχιζόμενες στη δεύτερη και τρίτη γενιά μετατραυματικές εμπειρίες.
Μήπως τελικά η ιστορία γιαυτους που την αγνοούν είναι έτοιμη
να ξαναγραφτεί με τα ίδια σενάρια;;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου