Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

Με τον παπα Γιάννη στην Ξυνόβρυση

Ξημέρωνε των Φώτων και ήταν όπως τον καιρό του Παπαδιαμάντη. Λες και ο Χριστός μας έκανε αυτό το δώρο, την ημέρα της βάπτισής Του...

Ο φίλος μας ο παπάς θα πήγαινε να λειτουργήσει στην Ξυνόβρυση και είπαμε να πάμε μαζί του.
Φύγαμε  αξημέρωτα, με την ομίχλη συντροφιά, την υγρασία να μας περονιάζει ως το μεδούλι και τη νύχτα να τρέχει πάνω στις ρόδες του αυτοκινήτου. Η πόλη κοιμόταν, οι δρόμοι είχαν μια ψευδεπίγραφη παρθενικότητα και -καθώς πηγαίναμε παραθαλάσσια- είχα την αίσθηση πως στην θάλασσα ανεβοκατέβαιναν άγγελοι για να ρυθμίσουν τις τελευταίες λεπτομέρειες  της Βάπτισης, λίγο πριν ξημερώσει.
Δεν μιλούσαμε πολύ. Μόνο βλέπαμε πως το μαύρο του ουρανού άλλαζε, άρα ξημέρωνε και σήμερα -δόξα τω Θεώ-.
Στην Ξυνόβρυση δεν είχα ξαναπάει αλλά, όταν στρίψαμε από το Δέλτα Αργαλαστής, είπα πως σίγουρα κάπου εδώ θα υπάρχει ένας Ιορδάνης ποταμός και στο ψαλτήρι θα μας περιμένει ο Παπαδιαμάντης,  έτσι αρμονικά (σχεδόν τέλεια) που η μέρα άνοιγε απαλά και αθόρυβα μία-μία τις θύρες που έβγαζαν στα ήρεμα χωράφια που βλέπαμε και στα πρώτα σπίτια του χωριού.
Όντως, στους χαιρετισμούς των επιτρόπων -όταν μπήκαμε στο ναό- ήταν σαν να φλοίσβιζε, ανυπόμονα για τον Αγιασμό, Ιορδάνειο ύδωρ. (Ίσως να ήταν και το νερό της Σμύρνης που αγωνιούσε να αγιασθεί, μετά από 94 ολόκληρα χρόνια….). Όσο για τον Παπαδιαμάντη, τον αναπλήρωνε στο ψαλτήρι ένας νεαρός του χωριού που βλέπει μόνο με τα μάτια της ψυχής και ζωγραφίζει, με το χρώμα της φωνής του, όσα δεν είδε ποτέ και τα κάνει δοξολογία θεσπέσια.
Έβαλε «ευλογητός» ο παπάς, άρχισε να έρχεται ο κόσμος, μας κοίταζαν περίεργα καθώς δεν μας γνώριζαν (φαντάζομαι έτσι θα κοίταζε και κάποια θειά Αχτίτσα, ηρωίδα του Αλέξανδρου της Σκιάθου) και οι Άγιοι ήταν καταχαρούμενοι στο τέμπλο (δεν ξέρω πως μου κόλλησε πως ήταν σαν μικρά παιδιά που περίμεναν κουφέτα από το βαφτίσι). Όταν ο ήλιος είχε πυρπολήσει όλα τα παράθυρα, ο παπάς έλεγε το «εν Ιορδάνη» και με θριαμβευτικές κινήσεις ράντιζε με βασιλικό το εκκλησίασμα.
Δι’ ευχών των Αγίων ημών…..και το νιώθαμε απολύτως.
Δι’ ευχών αυτών ή άλλων ή -μάλλον- πάντων των αγίων, τα Φώτα έκαναν χαρούμενες τις «καλημέρες» των αγνώστων μας ανθρώπων και το κάλεσμα για καφέ στην διπλανή πλατεία.  Τα Φώτα φώτισαν και τα καλντερίμια, τα νοικοκυρεμένα σπίτια, τους χωρικούς δίπλα στην σόμπα του καφενέ, τα Φώτα και ο φωτισμός ήταν παντού: Στο σκουφάκι του παπά, στα πανωφόρια που ήταν ριγμένα στις καρέκλες, στη σημαία που επέμενε στην αντικρινή οικία, στο τρισάγιο που διαβάσαμε αργότερα στο κοιμητήριο, για την κυρα Περιστέρα, στις ιστορίες που αρχίσαμε να λέμε (σημάδι πως είμαστε πλέον γνωστοί).
Φύγαμε όταν ακριβώς θέλαμε να μείνουμε……
Όταν φεύγοντας φιλάς αυτούς που χθες δεν γνώριζες πως υπήρχαν, όταν προχωρώντας το αυτοκίνητο  γυρνάς το κεφάλι και κοιτάζεις πίσω, όταν καμαρώνεις τα χωράφια λες και είναι προίκα σου, όταν θα ήθελες να κουρνιάσεις δίπλα στο τζάκι που βλέπεις τον καπνό του και να χουζουρέψεις σε αρχαίες βελέντζες , τότε σίγουρα….έκανες καλά που ήρθες σ’ αυτόν τον τόπο!

Όταν δε, θυμάσαι τα ονόματα ακόμη και όταν έχεις φτάσει στην πόλη, αυτό σημαίνει πως πρέπει να επιστρέψεις, κάποια στιγμή (γιατί το ονειρικό δεν είναι μόνο για μία φορά). Κι’ εγώ θυμάμαι πως η εκκλησία είναι της Κοίμησης της Θεοτόκου, θυμάμαι την Κωσταντία, την Ελένη, τον Δημήτρη, τον Ανέστη, το Νίκο και πολλά χαμόγελα σκορπισμένα σπάταλα εδώ κι’ εκεί, σαν στάλες αγιασμού που ξέμειναν από κάποια άλλα Θεοφάνεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: