Την άλλην ημέραν Ολόφωτα. Την εσπέραν της μεγάλης εορτής, άμα τη τριημερεύσει της λεχούς και του παιδιού, έβαλαν την σκαφίδα κάτω εις το πάτωμα και την εγέμισαν με χλιαρόν νερόν βρασμένον με δάφνας και με μύρτους.
Επρόκειτο να τελέσουν τα "κολυμπίδια" του παιδιού.
Η καλή μαμμή, η Μπαλαλού, εξήπλωσε το βρέφος μαλακά επί των ηπλωμένων κνημών της και ήρχισε να λύη τα σπάργανα.
Είχε νυκτώσει.
Μία λυχνία και δύο κηρία έκαιον επί χαμηλής τραπέζης.
Το παιδίον, παχύ, μεγαλοπρόσωπον, με αόριστον ροδίζοντα χρώτα, με βλέμμα γαλανίζον και τεθηπός, ανέπνεε και ησθάνετο άνεσιν, καθ' όσον απηλλάσσετο των σπαργάνων.
Εμειδία προς το φως το οποίον έβλεπε, κ' έτεινε την μικράν χείρα δια να συλλάβη την φλόγα.
Την άλλην χείρα την είχε βάλει εις το στόμα του, κ' επιπίλιζεν, επιπίλιζε.
Τί ησθάνετο; Απερίγραπτον.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Απόσπασμα
από το διήγημά του “Φώτα Ολόφωτα”
Εικόνα: Τα Φώτα στη Μεσαρά δεκαετία του 50.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου