Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020

Τῇ γ᾽τοῦ μηνός Ἰανουαρίου τοῦ σωτηρίου ἔτους 1911 παρέδωσε τήν ὁσία ψυχή του εἰς χεῖρας τοῦ ζώντος Θεοῦ ὁ ἅγιος τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων Ἀλέξανδρος ὁ νέος ὁ ἐκ τῆς νήσου Σκιάθου ὁρμώμενος, Παπαδιαμάντης δ᾽ἐπικαλούμενος, ψάλλων τό δοξαστικόν τῆς Θ᾽ ὥρας «Τήν χεῖρα σου τήν ἀψαμένη τήν ἀκήρατον κορυφήν τοῦ Δεσπότου».


Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Ἀπολυτίκιον , Ἦχος α᾽. Τῆς ἐρήμου πολίτης

Τῆς Σκιάθου τόν γόνον καί Ἑλλάδος τό καύχ
ημα
καί τῶν ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου μιμητήν ἀνυμνήσωμεν,
τήν πόλιν Ἀθηνῶν γάρ παροικῶν
συμψάλλει τῶν ἀγγέλων τοῖς χοροῖς,
ἀγρυπνῶν, ἀεί παλαίων, λογογραφεῖ θεοτερπῆ συγγράμματα.
Δόξα τῷ μεγαλύναντι αὐτόν, δόξα τῷ χαριτώσαντι,
δόξα τῷ ἐν ὁσίοις ἐσχάτως Ἀλέξανδρος δείξαντι.

Κοντάκιον, Ἦχος δ᾽, Ἐπεφάνης σήμερον

Ἀλεξάνδρου σήμερον μνήμην τιμῶντες
καί τήν νῆσον Σκιάθον καταλαβόντες μυστικῶς
ζέοντι πόθῳ κραυγάζομεν
χαίροις γραμμάτων τερπνόν ἐγκαλλώπισμα.

Ὁ Οἶκος. Τῇ Γαλιλαίᾳ

Νοῦν καί καρδίαν ἐκ παιδός
καί ὄμματα καί χεῖρας ἐν πίστει ἀνατείνας
πρός Κύριον, σόν βίον αὐτῷ προσήνεγκας θερμῶς,
θλίψεσι καί πόνοις καί δακρύων ταῖς πηγαῖς
τήν σήν ψυχήν ἐλάμπρυνας,
πᾶσαν ἀρετήν δε ἐνδέδυσαι πράξει, θεωρίᾳ
καί Χριστοῦ ἔρωτι θείῳ τούς πειρασμούς
πάντας ἐκνικήσας,
δι᾽ὅ καί ὡς πτερῷ καλάμῳ ἐντέχνως
χρῇ καί λόγοις τούς πιστούς πάντας εὐφραίνεις,
παρ᾽ὧν καί ἐν χορῷ, Ἀλέξανδρε, νῦν ἀκούεις,
χαίροις γραμμάτων τερπνόν ἐγκαλλώπισμα.

Μεγαλυνάρια

Φθόγγος σῶν ρημάτων ἄρτος φαιδρός,
Ἀλέξανδρε θεῖε, τᾶς καρδίας τῶν εὐσεβῶν,
φαιδρύνει καί τρέφει, παθῶν δ᾽ὁρμάς ἐλαύνει,
ὡς νόσων ἐγκοσμίων ἀλεξητήριον.

Ζῶν ἐν τῇ πτωχεῖᾳ διηνεκῶς,
ἄνωθεν ἐδέξω μέγαν πλοῦτον παρά Θεοῦ,
ὅν σοῖς ἀναγνώσταις προχέεις νῦν ἀφθόνως
ὡς αὔραν οὐρανίων λειμώνων, ὅσιε.


(Π.Π)

2 σχόλια:

Παναγία Μαρμαρά είπε...

Ποίος έγραψε αυτά τα ωραία περί του μακαρίου Αλεξάνδρου; Ας είναι καλά, διότι πολύ τον αγαπώ τον υπέροχο Παπαδιαμάντη. Και θα τα κρατήσω. Να βάζουμε και το όνομά του στο σαρανταλείτουργο, έτσι πρέπει. Να κι ένα μικρό απόσπασμα, με την ελληνική γλώσσα στα καλύτερά της.

"Ήτο νύξ βαθεία. Εις το λημέρι του Χρήστου Μηλιόνη πάντες εκοιμώντο πλην των συνήθων φρουρών. Εις το σκότος διεγράφοντο υψίκομοι ελάται, ων οι σαλευόμενοι υπό του ανέμος κλώνες, απετέλουν ελαφρόν δια των φύλλων θρουν. Ηκούετο μεμακρυσμένος ο μορμυρισμός του ρύακος, και από καιρού εις καιρόν ο μονότονος μινυρισμός του γκιώνη, θρηνούντος τον αδελφόν του, κατά τον δημώδη μύθον.."
Είναι όταν τα όρια μεταξύ ποίησης και πεζογραφήματος αρχίζουν να μπερδεύονται...
Συγνώμη για το μονοτονικό, χρειάζεται επανεγκατάσταση.

Αθ. Δημητριαδης είπε...

Ψάλλοντας, προσηύχετο στον αγ. Ιωάννη τον Πρόδρομο να υψώσει την χείρα του την αψαμένη την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου και να δείξει στον Κύριο, τον σε λίγο καταφθάνοντα δούλο Του Αλέξανδρο...