(+31 Δεκεμβρίου)
Ο άγιος Ζωτικός καταγόταν από ευγενή οικογένεια της πρεσβυτέρας Ρώμης. Επειδή διακρινόταν για την οξύνοιά του, ο Μ. Κωνσταντίνος τού ζήτησε να τον ακολουθήσει στη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, πράγμα που συνέβη (330).Μαζί του τιμήθηκαν με το αξίωμα του μαγιστριανού πολλοί εξαίρετοι άντρες, των οποίων τα ιδρύματα κοσμούσαν αργότερα την Κων/πολη ( Σαμψών, Στούδιος, Παυλίνος κ.α).
Ο Ζωτικός ανέλαβε την περίθαλψη και την ίδρυση ορφανοτροφείου, με την αρρωγή της αγίας Ελένης και έλαβε επάξια το αξίωμα του ορφανοτρόφου. Μάλιστα χειροτονήθηκε ιερέας και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην φροντίδα των ορφανών.
Εκείνο τον καιρό ενέσκηψε επιδημία λέπρας στην Κων/πολη και κατά το έθος της εποχής, επειδή θεωρούσαν την ασθένεια μεταδοτική έπνιγαν τους λεπρούς στην θάλασσα! Ο Ζωτικός δεν μπορούσε να αντέξει τόση βαρβαρότητα. Με το πρόσχημα ότι θα αγόραζε για λογαριασμό του βασιλιά πολύτιμους λίθους, έλαβε μεγάλη χορηγία από το βασιλικό ταμείο και με αυτά τα χρήματα εξαγόραζε τους μελλοθάνατους και τους συγκέντρωνε σε μέρος έξω από την Πόλη, τον λεγόμενο Ελαιώνα όπου τους περιέθαλπτε. Μάλιστα διέσωσε και την ίδια την κόρη του βασιλέα πλέον Κωνσταντίου .
Ο Κωνστάντιος ήταν αρειανός στο φρόνημα και έδειχνε την δυσμένεια του στον Ζωτικό. Μάλιστα θυμήθηκε να του ζητήσει λογαριασμό για την βασιλική επιχορήγηση και να του αποδείξει τους λίθους. Ο Ζωτικός συνόδευσε τον βασιλέα έως τον Ελαιώνα όπου του υπέδειξε το λεπροκομείο και του είπε: Ιδού τα πετράδια και τα μαργαριτάρια που αγόραζα τόσο καιρό. Μάλιστα, συννενοήθηκε με τους λεπρούς και μάλιστα με την κόρη του βασιλιά, να υποδεχθούν τον Κωνστάντιο με αναμμένες λαμπάδες για να τον ευμενίσει.
Ο βασιλιάς θεώρησε ότι ο Ζωτικός τον ενέπαιξε και γι αυτό πρόσταξε να τον δέσουν σε δύο άγρια μουλάρια, τα οποία παρασύροντας τον άγιο σε απότομο και κατηφορικό δρόμο τον διαμέλισαν. Στον τόπο εκείνο ανέβλυσε αγίασμα ιαματικό για τους λεπρούς και για κάθε ασθένεια.Τα ίδια τα μουλάρια μάλιστα έλεγξαν την οργή και ασπλαχνία του βασιλιά με ανθρώπινη φωνή.
Μεταμελημένος πλέον ο Κωνστάντιος και ερχόμενος σε φόβο και έκσταση από τα σημεία πρόσταξε και τίμησαν το λείψανο με βασιλική ταφή και ίδρυσε στο σημείο λωβοκομείο για την περίθαλψη των λεπρών.
Για τον όσιο Γελάσιο, σημειώνει ο άγιος Νικόδημος στο συναξαριστή του το εξής χαρακτηριστικό για το ήθος και την αρετή του περιστατικό, το οποίο ευρίσκεται και στον Ευργετηνό:
"O Όσιος ούτος είχεν ένα βιβλίον περιέχον την Παλαιάν και την Nέαν Γραφήν. Tο οποίον ευρίσκετο μεν εις την Eκκλησίαν διά να το αναγινώσκουν οι αδελφοί. Eίχε δε τιμήν, δεκαοκτώ νομίσματα. Eλθών δε ένας αδελφός ξένος, έκλεψεν αυτό. O δε Όσιος Γελάσιος, και μόλον οπού ενόησεν ότι αυτός το έκλεψε, δεν τον εκυνήγησεν όμως κατόπιν. O δε κλέψας επήγεν εις την πόλιν, και εζήτει να το πωλήση νομίσματα δεκαέξ. Eκείνος δε οπού ήθελε να το αγοράση, επήρεν αυτό και το έδειξεν εις τον ίδιον Aββάν Γελάσιον. O δε Γελάσιος βλέπων αυτό, επροσποιήθη ότι δεν ήξευρε τίποτε, και είπεν εις τον άνθρωπον. Kαλόν είναι, και αγόρασον αυτό εις την τιμήν οπού ζητεί. Γυρίσας δε εκείνος προς τον κλέψαντα είπεν. Έδειξα το βιβλίον εις τον Aββάν Γελάσιον, και είπέ μοι, ότι {δεν} είναι άξιον τόσης τιμής, όσην ζητείς. O δε κλέψας είπε. Δεν σοι είπεν άλλο τίποτε ο Γέρων; Aπεκρίθη ο άνθρωπος. Όχι. Όθεν ο κλέψας κατανυχθείς εις την ανεξικακίαν του Γέροντος, είπε. Πλέον δεν θέλω να πωλήσω το βιβλίον. Όθεν πέρνοντας αυτό επήγε προς τον Όσιον Γελάσιον, και παρεκάλει αυτόν να το δεχθή. O δε Όσιος δεν ήθελεν. O δε κλέψας είπεν. Eάν δεν το πάρης, εγώ δεν έχω ανάπαυσιν. Tότε λέγει αυτώ ο Όσιος. Eάν δεν αναπαύεσαι, ιδού πέρνω αυτό. Όθεν από το έργον τούτο του Γέροντος, ωφελήθη ο κλέψας αυτό αδελφός έως τέλους ζωής του".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου