Η κυρά Χαρίκλεια εκείνο το πρωί ξύπνησε νωρίτερα από την συνηθισμένη της ώρα...
Είχε ένα περίεργο χτυποκάρδι.
Από την προηγούμενη μέρα, την είχε ειδοποιήσει η κόρη της ότι θα έρθουν αύριο μαζί με τον αδελφό της να τη δουν...
Τα παιδιά της ζούσαν στην πόλη αρκετά μακριά από το χωριουδάκι τους.
Όσο ήταν πιο νέα η κυρά Χαρίκλεια πήγαινε συχνά και τους έβλεπε αλλά καθώς τα χρόνια περνούσαν αυτό άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο αραιά...
Η κόρη της αφοσιώθηκε στην καριέρα της... δημοσιογράφος...
Άφησε τα χρόνια να περάσουν και δεν παντρεύτηκε ποτέ...
Το είχε μεγάλο βάσανο η κυρά Χαρίκλεια αυτό....
Όσο για τον γιο της... δικηγόρος... αυτός παντρεύτηκε απόκτησε μία κόρη τη Χαρά... που τώρα σπουδάζει στο Λονδίνο σκηνοθέτης και χώρισε...
Και τα δύο της τα παιδιά είναι χωρίς συντρόφους,
ας είναι..είναι τόσο αγαπημένα μεταξύ τους... έτσι σκεφτόταν και παρηγοριόνταν η κυρά Χαρίκλεια.
Πλύθηκε χτενίστηκε και όπως κάθε πρωί άναψε το καντηλάκι κάτω από τα εικονίσματα.
Μετά πήρε το θυμιατό έβαλε μέσα ένα καρβουνάκι και λίγο λιβάνι κι άρχισε να θυμιατίζει το σπίτι,
να φύγουν τα κακά πνεύματα μονολογούσε...
Μπροστά στη φωτογραφία του συγχωρεμένου του άντρα της σταμάτησε για λίγο.
Χρόνια την είχε αφήσει μόνη της...
Βιάστηκες πολύ να φύγεις καημένε του είπε.
Κοίταξε τη φωτογραφία κατάματα και μία λάμψη πέρασε από τα μάτια της.
Το χτυποκάρδι έγινε εντονότερο, λες;...μουρμούρισε και χαμογέλασε αχνά...
Η σιδερένια πόρτα της αυλής έτριξε με θόρυβο.
Μηχανή αυτοκινήτου ακούστηκε.
Δύο φωνές... μάνα ήρθαμε...
Χέρια απλώθηκαν...καλώς τα μου καλώς τα μου...
Μέλωσε η γλύκα στην καρδιά της κυρά Χαρίκλειας...
Αγκαλιές γέμισαν μάτια βούρκωσαν πλημμύρισε ο τόπος χαρές και γέλια...
- Γιε μου μιας κι ήρθες θέλω να μου κάνεις μία χάρη...
- Τη χάρη βρε μάνα... πες μου... ο'τι θέλεις...
- Θέλω να με πας στα κοιμητήρια, δεν με βαστάνε τα πόδια μου και θέλω να του ανάψω το καντήλι, έχω πολύ καιρό να πάω...
- Ο'τι θέλεις μάνα... Έλα σήκω...
Όρθια μπροστά στο μνήμα του άντρα της η κυρά Χαρίκλεια ψιθυρίζει.
Όπου να ναι θα ανταμώσουμε... κάνε λίγη υπομονή...
- Τι μουρμουρίζεις μάνα; τι του λες;
- Τίποτα παιδί μου...τίποτα... τα δικά μου λέω...
Μεσημέρι...το σπίτι γέμισε μυρωδιές από το νόστιμο ψητό που περίμενε στο τραπέζι.
Το αγαπημένο τους φαγητό.
Το ήξερε και τους το ετοίμασε με μεράκι.
Κάθισαν χαρούμενοι κουβεντιάζοντας διαρκώς για τα πάντα...
- Βάλε μου και μένα μία σταξιά κρασί παιδί μου...έτσι για τα καλωσορίσματα...
- Δεν κάνει βρε μάνα...η πίεσή σου...
- Μια γουλιά...δεν θα πάθω τίποτα...
Τα αδέλφια κοιτάχτηκαν παραξενεμένα,
είχαν προσέξει ότι τα χέρια της μάνας τους δεν έτρεμαν πια,
λες και το Πάρκινσον την είχε εγκαταλείψει...
Η κυρά Χαρίκλεια ήπιε τη γουλιά το κρασί της,
Ευχήθηκε στα παιδιά της
και έφαγε χαρούμενη μαζί τους.
Είχε να νιώσει τόση ευτυχία
από τότε που 18 χρονών στέκονταν σε αυτή την κάμαρα ντυμένη νύφη και έτρεμε σαν το κλαράκι μπροστά στον άντρα της...
5:00 το απόγευμα
η καμπάνα χτυπάει πένθιμα... κάποιοι αναρωτιούνται..ποιος Πέθανε;
Η κυρά Χαρίκλεια είπε κάποιος...
Πέθανε στον ύπνο της.
Πήγε ο γιος της να την ξυπνήσει για να πιούνε μαζί τον καφέ τους,
και τη βρήκε να χαμογελάει σαν παιδί...
Κείνη την ώρα η κυρά Χαρίκλεια
Σαν κοπελούδα 18 χρονών
Στέκονταν μπροστά στον αγαπημένο της άνδρα.
Δεν σου είπα εγώ πως θα ανταμώσουμε;
Τον μάλωσε τρυφερά...
Κράτησα την υπόσχεσή μου..έλα πάμε...
Ελένη Ταϊφυριανού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου