Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

Ποτέ δεν αιστάνθηκε μοναξιά στο πατρικό της ...

Η εικόνα ίσως περιέχει: φυτό, λουλούδι και υπαίθριες δραστηριότητες 
Τη συντρόφευε πάντα η αύρα όσων το κατοίκησαν κάποτε, εκείνων που οι ζωές τους χαράχτηκαν στους πέτρινους τοίχους του, στα πράματα και στα προσωπικά τους αντικείμενα. Είχε κρατήσει τα περισσότερα απ’ αυτά, παρόλο που δεν είχαν καμιά υλική ή χρηστική αξία. Μια σειρά από ρολόγια τοίχου που μάζευε μετά μανίας ο πατέρας. Κάτι εξαρτήματα απ’ τον αργαλειό που ύφαινε η μάνα και τα μετρητά κεντήματα, σημάδια της προκοπής και της νοικοκυροσύνης της. Μια πινακωτή που φούρνιζαν ψωμιά πεθερά και νύφη, ένα παλιό φανάρι που φύλαγαν τα τρόφιμα, μέχρι να αγοράσουν ψυγείο και μια νιπτήρα τσίγκινη, που κρεμόταν πάνω απ’ το νεροχύτη στις αρχές που δεν είχαν τα σπίτια νερό και κουβαλούσαν απ’ το πηγάδι της αυλής ή απ’ τις βρύσες έξω απ’ το χωριό.
-Τι τις θες και τις μαζεύεις αυτές τις παλιατζούρες; Την είχε ρωτήσει μια γειτόνισσα βλέποντας την να καθαρίζει ένα μεταλλικό τάσι.
-Όταν κηδέψαμε τον πατέρα, ήρθαν κάτι συγγένισσες και μου ‘φεραν αυτό το τάσι γεμάτο κάρβουνα αναμμένα, μαζί κι ένα γκιούμι με νερό. «Ρίξε νερό και σβήσ’ τα, μου ‘πε μια απ’ αυτές, να ξορκιστεί το κακό, να μην ξανάρθει στο σπιτικό σας.
Η γειτόνισσα την κοίταξε ταραγμένη.
-Μην τα θυμάσαι, της είπε, πέρασαν.
-Γι’ αυτό τα μαζεύω όλα τούτα που σου φαίνονται άχρηστα, γιατί δε θέλω να ξεχάσω.
Φωτιά που καίει ο θάνατος και σβήνει τις πατημασιές του ανθρώπου απ’ τη γης, φωτιά κι η μνήμη και κρατά άσβεστο το χτες, μ’ όλες τις φωτεινές και σκοτεινές στιγμές του. Ιδίως τις τελευταίες. Το ‘ξερε αυτό καλά η ίδια της και για τούτο έκανε μέσα της περισσότερο χώρο για κείνα που τη σημάδεψαν. Πορεύτηκε μαζί τους, κι ας μάτωσε. Γιατί, εκείνο που σε πόνεσε, σαν του γυρνάς την πλάτη, σ’ ακολουθεί όπου κι αν πας. Στέλνει σκιές που σου στοιχειώνουν τη ζωή, φαντάσματα που περιπλανιούνται γύρω σου γυρεύοντας τόπο ν’ αναπαυτούν. Και μοναχά όταν σταθείς να τ’ αντικρίσεις και τ’ αναγνωρίσεις για δικό σου, μερώνει και σταματά να σε τυραννάει.
Σπίτι είναι η ψυχή τ’ ανθρώπου με κάμαρες πολλές και μέσα του κατοικούν Μνήμες, που ζητούν να μπουν σε τάξη.
Μνήμη για κείνη ήταν ολάκερο το πατρικό της, γι’ αυτό το φρόντιζε με περισσή αγάπη, όπως φροντίζεις ένα μικρό παιδί.
Σαν έφτανε ο καιρός να φύγει από κει, στις αρχές του φθινοπώρου ξεκίναγε την ίδια διαδικασία απ την αρχή. Το καθάριζε, το συγύριζε, το ‘στρωνε, λες και περίμενε την άλλη μέρα μουσαφίρηδες. Έβαζε κουβέρτες ζεστές στα κρεβάτια και υφαντά κιλίμια στα πατώματα, να μην κρυώνει το χειμώνα κι άφηνε ρούχα της στις ντουλάπες του, να ‘χει κάτι από κείνη. Ύστερα στεκόταν και το κοίταζε κι έπαιρνε μαζί της τις εικόνες του, να τη συντροφεύουν στην πόλη.
Σφάλιζε αργά την εξώπορτα και περνούσε την κλειδωνιά στους χαλκάδες.
-Αντίο του ψιθύριζε, καλήν αντάμωση του χρόνου.
Κι έστεκε κείνο λυπημένο, σιωπηλό, με τα φώτα σβηστά, να καρτεράει το άλλο καλοκαίρι για να ξαναζωντανέψει

Χάιδω Μπούσιου


Αφιερωμένο στη Μαριώ τη Βλάχα

1 σχόλιο:

Τριατατικός είπε...

Ας έλειπε εκείνο το τασάκι
με τα αναμμένα κάρβουνα και το νερό για το ξόρκι.
Δαιμονολατρεία καθαρή.
Ακυρώνει την Ανάσταση.