Η λαϊκή τέχνη σ’ όλες της τις
μορφές ασκούσε και ασκεί ιδιαίτερη γοητεία για την πρωτοτυπία της και
την πηγαία έμπνευσή της. Περιζήτητοι ήταν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών
της Ηπείρου, οι οποίοι είχαν αποκτήσει ειδικότητα σε ορισμένες μορφές
της. Αναφέρουμε για παράδειγμα τους Χιονιάδες της επαρχίας Κόνιτσας στην
εικονογραφία, το Τουρνόβου και το Μετσόβου για τους ξυλογλύπτες
«ταγιαδόρους» (αντί του σωστού ταλιαδόρους από το taliu = κόβω και κατ’
επέκταση σκαλίζω σε ξύλο), την Πυρσόγιαννη και τη Βούρμπιανη για τους
κτίστες, τους Κουδαρέους, τους Καλαρύτες για τους ξακουστούς ασημιτζήδες
και χρυσοκεντητάδες.
Μάλιστα οι Ηπειρώτες τεχνίτες, επειδή οι
συνθήκες της ζωής τους ανάγκαζαν να ξενιτευτούν, μετέβαιναν στην
υπόλοιπη Ελλάδα, την Βαλκανική και στην Ευρώπη ακόμη, είτε για να
εργασθούν για όσο καιρό χρειαστεί σ’ έναν τόπο, είτε και για να
εγκατασταθούν ακόμη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συνετέλεσαν στο να μεταδοθεί η
τέχνη τους σ’ όλο τον Ελλαδικό και Βαλκανικό χώρο κ.ά.
Μια κατεξοχήν λαϊκή μορφή τέχνης
αποτέλεσε η ξυλογλυπτική, η οποία χρησιμοποιήθηκε για την διακόσμηση
σπιτιών και εκκλησιών. Κυρίως ο ξυλόγλυπτος διάκοσμος έφτασε να αποτελεί
απαραίτητο και αναπόσπαστο στοιχείο της λειτουργικής ζωής της
εκκλησίας, ιδίως κατά τη διάρκεια της μεταβυζαντινής περιόδου.
Στο Μέτσοβο η ξυλογλυπτική τέχνη
ξεκίνησε από πολύ παλιά.
«Η μεγάλη ακμή και το άνθισμα της Μετσοβίτικης
λαϊκής τέχνης άρχισε μετά το 1659, με τα εξαιρετικά πολιτικά και
εκκλησιαστικά προνόμια, που απέσπασε απ’ την Πύλη ο Μετσοβίτης
αρχιτσέλιγκας Κύργος Φλόκας και καθιστούσαν το Μέτσοβο αυτόνομη
δημοκρατία. Τότε και η ξυλογλυπτική ξέφυγε απ’ τη χειροτεχνία κι ανέβηκε
στο χώρο της τέχνης με τα τέμπλα, τους δεσποτικούς θρόνους, τους
άμβωνες, τα προσκυνητάρια, τα κουβούκλια των επιταφίων, τ’ αναλόγια, τα
μανουάλια, τα μπαγκάρια και τα τόσα άλλα “ειδίσματα” των εκκλησιών,
συνεχίστηκε απ’ τον 17ο αιώνα ως τα σήμερα, κι έφτασε από γενιά σε γενιά
στα χέρια των σημερινών ταλιαδόρων. Οι “κομπανίες” των ταλιαδόρων του
Μετσόβου φτάνανε στις πιο αλαργινές πόλεις, για ν’ αναλάβουν τα
σπουδαιότερα έργα της ξυλογλυπτικής και να μεταλαμπαδεύσουν έτσι την
τέχνη τους… Απ’ τα “τεφτέρια” που κρατούσαν φαίνεται πως είχαν θαυμαστή
συντεχνιακή οργάνωση, ενώ απ’ τα άλλα βιβλία που κουβαλούσαν
συμπεραίνουμε, πως είχαν και μια εκκλησιαστική παιδεία μαζί με τη
λαχτάρα στην καρδιά, σαν εκείνους τους κραδασμούς των αγιογράφων, που
στον τρουβά τους υπήρχε πάντοτε κάποια “Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης”,
αλλά και τα “συναξάρια” των αγίων».
Η οργάνωσή τους είχε χαρακτηριστικά
γνωρίσματα περισσότερο οικογενειακής επιχείρησης. Το επάγγελμα πήγαινε
από πατέρα σε γιο και όλα τα μέλη της οικογένειας παρέμεναν
προσκολλημένα στην επαγγελματική παράδοση. Πολλές φορές έπαιρναν και το
επίθετό τους από τη δουλειά τους, όπως συνέβη για παράδειγμα με την
αρχαιότατη οικογένεια των Σκαλιστάδων από το Τούρνοβο.
Συγκροτούσαν ολιγομελείς ομάδες ή
συντροφιές, τα λεγόμενα μπουλούκια ή κομπανίες και ήσαν πλανόδιοι
τεχνίτες. Εργάζονταν κυρίως στο χώρο παράδοσης της παραγγελίας, αφού η
μεταφορά μεγάλων έργων υπήρξε δύσκολη έως αδύνατη.
«Κατά ομάδες τα ‘μπ’λούκια’, ξεκινούσαν
αρχές της άνοιξης για να επιστρέψουν με το τέλος του φθινοπώρου. Βασικά
χρονικά ορόσημα ήταν οι γιορτές των δύο καβαλλαρέων αγίων, του Άη Γιώργη
την άνοιξη και του Άη Δημήτρη το φθινόπωρο. Η αναχώρηση των μπουλουκιών
συνοδευόταν από μικρές αποχαιρετιστήριες γιορτές. Το είδος της
προσυμφωνημένης εργασίας καθόριζε και τη σύνθεση, σε αριθμό ειδικότητας,
του κάθε μπουλουκιού. Πολυάριθμα των χτιστάδων, μικρότερα των
ξυλογλύφων και μέχρι πενταμελή των ζωγράφων. Το γενικό σχέδιο και η
επίβλεψη της όλης δουλειάς ανήκει στον πρωτομάστορα. ….
Η επαγγελματική
συσσωμάτωση των χτιστάδων και των ξυλογλύφων ακολουθεί το πανελλήνιο
τύπο του ρουφετιού ή ισναφιού. Έτσι είναι οργανωμένοι οι «κουδαρέοι»
(χτιστάδες) της Πυρσόγιαννης και της Βούρμπιανης και οι ‘‘ταγιαδόροι’’
(ξυλογλύπτες) του Γοργοπόταμου, που παλιότερα λεγότανε Τούρνοβο»
(Κίτσος Μακρής).
Η Μετσοβίτικη ξυλογλυπτική «μπορεί να
θεωρηθεί και σαν σπιτίσια τέχνη, που έμεινε πάντα στο πλαίσιο της
καλλιτεχνικής δουλειάς, για έργα που γίνανε με τη γνησιώτερη αγάπη και
τιμιότητα» και αλλού πως «Το ‘‘ισνάφι’’ των ταγιαδόρων του Μετσόβου
πήγαινε στις πιο αλλαργινές πόλεις για ν’ αναλάβει τα σπουδαιότερα έργα
της ξυλογλυπτικής. Γι’ αυτό βλέπουμε, ότι όλες σχεδόν οι ρουμανικές,
βουλγαρικές και σερβικές εκκλησίες, έχουνε να δείξουνε αριστουργήματα
ελληνικής ξυλογλυπτικής, δουλεμένα από ταγιαδόρους του Μετσόβου κι από
τα μαστοροχώρια της Ηπείρου, με τα περίφημα τέμπλα, άμβωνες,
αρχιερατικούς θρόνους, βημόθυρα κ.λ.π. Τούτα γίνανε στα τελευταία χρόνια
της Τουρκοκρατίας και πιότερο κατά το 18ο αιώνα …» (Βασίλης Πλάτανος).
«Τα έργα τους είχαν μια ειδική αξία, που
δεν μπορούσε να τιμολογηθεί …
Στην απλότητά τους, στην αγαθότητά τους
οι ταλιαδόροι είχαν μια ψυχή και μια καλλιτεχνική συνείδηση και είχαν
επίγνωση της αποστολής τους. Ο ταλιαδόρος εργάζεται για το ιδανικό του,
για να ικανοποιήσει την καλλιτεχνική του αίσθηση και να εκφράσει στα
έργα του αυτό που έχει μέσα του με την απλότητα και την αξιοπρέπεια, που
έχουν τα αληθινά πράγματα». Και συνεχίζει: « … ήταν πολύ περήφανοι για
την τέχνη τους και θεωρούσαν τους εαυτούς τους πολύ ανώτερους των
μαραγκών, των ζωγράφων και των χρυσοχόων ακόμη, γιατί έβλεπαν αυτούς
τους τελευταίους πολύ μικρότερους και τους ονόμαζαν ‘‘πραγματευτάδες’’
γιατί κατασκεύαζαν στολίδια για τις γυναίκες και μερικοί από αυτούς
πήγαιναν να πουλήσουν το εμπόρευμά τους στα παζάρια ή στα πανηγύρια. Όσο
για τους μαραγκούς, τους αποκαλούσαν ειρωνικά ‘‘λασπάδες’’ όχι μόνο
γιατί θεωρούσαν το επάγγελμά τους κατώτερο, αλλά και γιατί αυτήν την
περίοδο οι μαραγκοί ήταν ταυτόχρονα και μπογιατζήδες σπιτιών και έβαζαν
τα χέρια τους στη λάσπη και στα χρώματα. Όσο για τους ταγιαδόρους δεν
ασχολούνταν ποτέ και με τίποτε άλλο, παρά με την ξυλογλυπτική» (Αγγελική
Χατζημιχάλη).
Γύρω από την τέχνη τους αλλά και τους
φημισμένους ξυλογλύπτες δημιουργήθηκαν και έχουν διασωθεί και διάφοροι
θρύλοι. Για το τέμπλο του καθολικού της μονής Προφήτη Ηλία Παρνασσίδος
(1834-1836) και τον τεχνίτη του διασώζεται η εξής παράδοση: «Όταν ο
τεχνίτης του τέμπλου ήλθε στο μοναστήρι για να το κατασκευάσει διαφώνησε
με το ηγουμενοσυμβούλιο για την αμοιβή του και αναχώρησε. Φεύγοντας από
το μοναστήρι εμφανίστηκε μπροστά του σεβάσμιος γέρων με λευκά γένια (ο
Προφήτης Ηλίας) που τον ρώτησε γιατί δεν ανέλαβε την εργασία. Όταν ο
τεχνίτης του είπε το λόγο ο γέρων τον προέτρεψε να επιστρέψει στο
μοναστήρι και να αναλάβει το έργο, αμέσως δε εξαφανίστηκε. Πράγματι ο
τεχνίτης ακολούθησε την συμβουλή του και κατασκεύασε το αριστούργημά
του» (Τριαντάφυλλος Παπαζήσης).
Ανάλογος θρύλος έχει δημιουργηθεί και
γύρω από τη μορφή του φημισμένου Μετσοβίτη ξυλογλύπτη Αναστάσιου Μόσχου
και το τέμπλο του ναού του Αγίου Νικολάου που φιλοτέχνησε στο Γαλαξείδι,
το 1848.
«Λέει η τοπική παράδοση για τον τεχνίτη του τέμπλου: …. Ώρες,
μέρες, μήνες, χρόνια ολάκερα πελεκούσε το καρυδόξυλο για το τέμπλο από
το πρωί ως το βράδυ, φκιάχνοντας σκηνές από την Παλαιά και την Καινή
Διαθήκη. Σαν έφτανε το σκοτάδι κι άναβαν τα καντήλια της εκκλησιάς,
καθόταν για λίγο στο στασίδι ή στο πέτρινο πεζούλι και συλλογιόταν.
Έμοιαζε τότε σαν νάναι βυθισμένος σ’ όνειρο. Ύστερα κατέβαινε σε μια
ταβέρνα να φάει και να πιει το κατοστάρι του το ντόπιο κρασί. … Τα
τελευταία χρόνια – έκανε λένε κάπου δέκα χρόνια να το τελειώσει – άρχισε
να φοβάται πως δεν θα προλάβει να ολοκληρώσει το έργο.
1 σχόλιο:
Η αξία των λ α ι κ ώ ν
ξυλόγλυπτων τέμπλων
κ ά θ ε ε π ο χ ή ς,
είναι
ιδιαίτερα σημαντική.
(εκτός νομίζω απο τα επτανησιακά,
που επηρεασμένα από το
μπαρόκ, στέκουν παράταιρα
-φτωχοί συγγενείς γαρ
μιας ξενόφερτης
παράδοσης που δεν έγινε
ποτέ δικιά μας-).
Αντίθετα
οι χιονιαδίτες
ζωγράφοι, αγνοώντας
την
ο υ σ ί α της
ορθόδοξης εικονογραφίας,
αυτοσχεδιάζουν χωρίς
στέρεες βάσεις και
το αποτέλεσμα είναι
ένας ανούσιος νεωτερισμός
που μπορεί να φαίνεται
αποδεκτός στα μάτια
του
ρομαντικού λογοτέχνη,
είναι όμως δυστυχώς
...εκτός θέματος.
Εγγράφεται ,νομίζω,
στό δυτικότροπο ρεύμα
που επηρεάζει ένα
τμήμα της αγιογραφίας
από τον 17ο αιώνα και
μετά και το οποίο
σαρώνει κυριολεκτικά
την Ρωσία
ενώ στην ευρύτερη
περιοχή μας
η αντισταση είναι
μεγάλη και
ωφείλεται κυρίως
στην
φιλλοκαλική αναγέννηση
που κορυφώνεται
από τους
κ ο λ λ υ β ά δ ε ς
π α τ έ ρ ε ς.
Δημοσίευση σχολίου