Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Μαϊδώνη
Στίς ἀρχές τῆς
δεκαετίας τοῦ 70 τό πιό γνωστό ἀνδρικό Κοινόβιο Μοναστῆρι στήν Ἀθήνα ἦταν τό
Μοναστῆρι τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος στή Πεντέλη. Καί ὁ πιό γνωστός Γέροντας ἦταν ὁ
Γέροντας Σίμων ὁ Ἀρβανίτης.
Καί ἐγώ ὅταν ἔφθασα
τό 1974 στήν Ἀθήνα γιά σπουδές στή Ριζάρειο Ἐκκλησιαστική Σχολή καί μετά στή
Θεολογική, ἔμαθα γιά τόν Γέροντα Σίμωνα
καί τό Μοναστῆρι του τόν Ἅγιο Παντελεήμονα. Μαζί μέ τή Μονή Παρακλήτου ἦταν τά
μόνα ἀνδρικά Μοναστήρια, πού μπορούσαμε νά ἐπισκεφθοῦμε, νά παρακολουθήσουμε
μοναστηριακή Ἀκολουθία, νά δοῦμε μοναχούς καί προπάντων νά δοῦμε Γέροντα, γιά ἐξομολόγηση,
συμβουλή καί εὐχή.
Μαζί μέ τόν Ὅσιο
Πορφύριο ἦταν ἐκείνη τήν ἐποχή οἱ δύο πιο γνωστοί Γέροντες τῆς Ἀθήνας.
Θυμᾶμαι τόν Γέροντα
Σίμωνα τυφλό, ξαπλωμένο στό κελλάκι του νά δέχεται τό κόσμο γιά ἐξομολόγηση.
Πολλές φορές πηγαίναμε μόνο νά πάρουμε τήν εὐχή του.
Γιά φθάσουμε στό
Μοναστῆρι ἔπρεπε νά πάρουμε τό λεωφορεῖο τῆς Νέας Πεντέλης, πού μᾶς ἔβγαζε στή
στάση Ἅγιος Σίλας καί ἀπ’ἐκεῖ μέ τά πόδια ἀνεβαίναμε γιά τό Μοναστῆρι τοῦ Ἁγίου
Παντελεήμονα πού βρισκόταν κοντά στήν κορυφή τῆς Πεντέλης. Περνούσαμε μέσα ἀπό
τά πεῦκα, ἀλλά καί τά ἄχαρα νταμάρια-λατομεῖα καί μετά ἀπό μιά–μιάμιση ὥρα
φθάναμε ἀσθμαίνοντας καί καταϊδρωμένοι στό Μοναστῆρι.
Προσκυνούσαμε στό
Ναό καί πηγαίναμε νά πάρουμε τήν εὐχή τοῦ Γέροντα. Πάντα βλέπαμε μιά οὐρά ἀπό
χριστιανούς πού περίμεναν νά ἐξομολογηθοῦν.
Ὁ Γέροντας εἶχε
τυπικό ὅσοι φθάναμε στό Μοναστῆρι, ὄχι ἁπλά νά κερασθοῦμε, ἀλλά καί νά φᾶμε. Θυμᾶμαι τήν ἐπιμονή τῶν γυναικῶν πού
διακονοῦσαν:
-Πρέπει νά φᾶτε, εἶναι
ἐντολή τοῦ Γέροντα.
Πάντοτε ὑπῆρχε μιά
χύτρα μέ φαγητό στήν κουζίνα πού περίμενε τούς προσκυνητές.
Ἐγώ εἶχα πνευματικό
στήν Ἀθήνα, ἀλλά ὅταν ἀντιμετώπιζα ἕνα μεγάλο ζήτημα, ἀποφάσισα νά πάω στό
Γέροντα Σίμωνα, νά ἐξομολογηθῶ καί νά τοῦ θέσω τό θέμα πού εἶχα.
Μιά Κυριακή μετά τό Πάσχα πήγαμε μέ συσπουδαστές
μου στό Μοναστῆρι καί ἐκκλησιασθήκαμε, γιατί θά ἔψαλλε στή Θεία Λειτουργία ὁ
μακαριστός παπα-Θωμᾶς τῶν Θωμάδων. Διψούσαμε τότε νά ἀκούσουμε Ἁγιορείτικη
Ψαλμωδία στήν Ἀθήνα. Ὁ Γέροντας κατά τή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας καθόταν
γονατιστός κοντά στό δεξιό ψαλτῆρι, σάν τόν Ὅσιο Ἰάκωβο τόν Τσαλίκη.
Ἧταν πανέμορφη ἡ
διαδρομή καί χαιρόμασταν νέοι νά περπατᾶμε καί νά ψέλνουμε.
Ἀντηχοῦσαν οἱ
πλαγιές ἀπό τίς ψαλμωδίες μας. Θυμᾶμε ψάλλαμε τό δοξαστικό τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ
Σαββάτου τοῦ πλαγίου τετάρτου «Ὁ βασιλεύς
τῶν οὐρανῶν διά φιλανθρωπίαν».
Μιά φορά
βραδιαστήκαμε καί καθώς θελαμε νά κόψουμε δρόμο ξαφνικά βρεθήκαμε πάνω ἀπό ἕνα
γκρεμό. Βρισκόμασταν στό χεῖλος ἑνός λατομείου καί κάτω ἀπ΄τά πόδια μας ἔχασκε
τό χάος. Καταφέραμε καί ξεφύγαμε ἀπ τό νταμάρι καί μέ τήν εὐχή τοῦ γέροντα
κατεβήλαμε σῶοι καί ἀβλαβεῖς καί ἐπιστρέψαμε στή Σχολή.
Κάθε φορά πού
πηγαίναμε βλέπαμε τήν πρόοδο τῆς Μονῆς. Στήν ἀρχή τόν διακονοῦσαν χριστιανοί,
μαγείρευαν γιά τούς προσκυνητές, κερνοῦσαν καί καθάριζαν. Μετά πῆγαν πατέρες
κοντά του πού εἶχαν τά διακονήματα τῆς Μονῆς. Χτίσθηκε ὁ Ναός, τά κελλιά καί ἡ
τράπεζα, κάτω ἀπό τό Ναό ὅπου τρώγαμε ὅλοι οἱ προσκυνητές καί μᾶς μιλοῦσε ὁ
Γέροντας.
Θυμᾶμε τόν π. Ζωσιμᾶ,
πού ἔμεινε πιστός κοντά του καί κατέγραψε λεπτομερῶς τή ζωή, τούς λόγους του καί τά θαύματα του.
Μᾶς ἔκανε ἐντύπωση ὁ
κόσμος πού πήγαινε, ἀλλά καί ἡ καρτερία τοῦ Γέροντα ἀνήμπορος, ξαπλωμένος καί
τυφλός νά τούς δέχεται, νά ἐξομολογεῖ νά ξεφορτώνει καί νά φορτώνεται ἐκεῖνος.
Κάποιος ἀπό τήν
παρέα εἶπε τήν πονηριά:
-Ἄ! προτιμοῦν νά ἔρχονται
στόν τυφλό πνευματικό γιά νά μή νιώθουν ντροπή.
Καί πρόσθεσε κάποιος
ἄλλος:
-Ναί, ἄν εἶναι ἔτσι
τότε θά θέλαμε τούς πνευματικούς, ὄχι μόνο τυφλούς, ἀλλά καί κουφούς καί
μουγγούς!
Ἀσκητής, θερμός
λειτουργός τοῦ Ὑψίστου, πνευματικός, Ἱδρυτής Ναοῦ, Ἱδρυτής Μονῆς, διωγμένος,
καταφρονεμένος.
Στήν ἐποχή ἐκείνη τῆς
μεταπολίτευσης μετά τήν περίοδο τῆς χούντας, πού ὁ λαός εἶχε χωρισθεῖ σέ
χουντικούς καί ἀντιστασιακούς, ἡ ἀριστερή
ἀθεΐα ἔκανε τήν μεγάλη ἐπίθεση πού κράτησε μέχρι πού ἀνέλαβε τήν ἐξουσία καί τήν ἄφησε πρίν 2 μῆνες, ἀφοῦ κυρίεψε τόν
κρατικό μηχανισμό καί κυρίως τήν παιδεία. Ἡ ἐκκλησιαστική ζωή ἦταν τραγική σπαρασσόταν
σέ δύο παρατάξεις Ἱερωνυμικούς καί Σεραφειμικούς. Ἡ εὐσέβεια περιοριζόταν σέ
μιά τυπική θρησκευτικότητα. Οἱ Πατέρες, ὁ μοναχισμός καί ἡ ἀσκητική ζωή ἦταν ἄγνωστα.
Τήν πνευματική
στήριξη τοῦ λαοῦ τήν ἀνέλαβαν οἱ Γέροντες σάν τόν Ὅσιο Παΐσιο, τόν Ὅσιο
Πορφύριο, τόν Ὅσιο Ἰάκωβο καί τόν Γέροντα Σίμωνα.
Αὐτοί νοιάστηκαν γιά
τό λαό. Καί μοιράσθηκαν μαζί του τίς ἁμαρτίες του, τά βάσανα καί τίς ἐλπίδες
του.
Τότε ξεκίνησε ἡ πνευματική ἀφύπνιση, ἡ ἀνακάλυψη τοῦ πλούτου τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ἡσυχαστική
ζωή τῆς προσευχῆς, τῆς ἄσκησης τῶν ἀρετῶν,τῆς μελέτης τῶν Πατέρων, τῆς
πραγματικῆς ζωῆς σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Γέροντας Σίμων ἐκεῖ
ἀπό τήν κορυφή τῆς Πεντέλης στήριξε καί εὐλόγησε τήν Ἀθήνα.
Σήμερα μέ τήν ἐκδήλωση
αὐτή γίνεται γνωστός καί σέ εὐρύτερο κοινό στή Θεσσαλονίκη, γιά στηρίξει καί ἐδῶ
μέ τή ζωή καί τήν εὐλογία του, γιά νά γίνει αἰτία νά δοξάσουμε τόν Κύριο, πού
δέν μᾶς ἄφησε ὀρφανούς, ἀλλά μᾶς ἔστειλε τούς Γέροντες, σάν τόν Σίμωνα τῆς
Πεντέλης. Ἡ εὐχή του ἄς μᾶς στηρίζει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου